Οι Βούλγαροι συναντούν τους Έλληνες[1]
Η πρόσκαιρος ανάπαυλα, ην η αυτοκρατορία εξησφάλισεν εις την Ανατολήν[2], διεταράχθη απροσδοκήτως με την εμφάνισιν εις το βορειοανατολικόν ευρωπαϊκόν σύνορον του νέου πολεμικού λαού, του βουλγαρικού.
Ο Θεοφάνης, σύγχρονος των επικών αγώνων του βυζαντινού κράτους κατά του αλλοδόξου τότε γείτονός του, εθεώρησε χρήσιμον να προτάξη βραχείαν άναδρομήν[3] είς τά συμβάντα, τά προηγηθέντα της Ιδρύσεως βουλγάρικου κράτους εγγύς του Δουνάβεως. Ή αφήγησις, βασιζόμενη κατά πάσαν πιθανότητα εις αρχαιοτέραν έκθεσιν προσώπου γνωρίζοντος τα πράγματα και την περιοχήν, αποτελεί βασικήν πηγήν της παλαιοτέρας Ιστορίας των Βουλγάρων. Πρόκειται περί λαού ασιατικού, ουννικού ή τουρκικού, εγκατεστημένου κατά την αρχήν του ιστορικού του βίου (τελευταίον τέταρτον του Ε' αιώνος), ομού μετ’ άλλων ομοφύλων (Ογούρων, Κοτράγων) εις την βορείως της Μαιώτιδος λίμνης περιοχήν. Η αρχαιότερα μνεία των απαντά εις τον Ιωάννην Αντιοχέα (απ. αρ. 95). Ο αυτοκράτωρ Ζήνων εζήτησε τας υπηρεσίας των κατά της ξυνωρίδος των Οστρογότθων αρχηγών Θεοδωρίχου Στράβωνος και Θεοδωρίχου του Αμαλού. Σποραδικοί επιδρομαί των λήγοντος του Ε' αιώνος κατέληγον μέχρι των παραμεθορίων εδαφών του Βυζαντίου. Υπό του Ιου-στινιανού Α' εγκατεστάθησαν Βούλγαροι αιχμάλωτοι εις Λαζικήν και Αρμενίαν και κατετάγησαν εις τον βυζαντινόν στρατόν. Υποτελείς των Αβάρων, κατ’ επανάληψιν έλαβον μέρος εις τας στρατιωτικάς των επιχειρήσεις του Ε' και των αρχών του Ζ' αιώνος. Ο κλονισμός της αβαρικής ισχύος εχάρισεν εις τους περί την Μαιώτιν λίμνην λαούς την ανεξαρτησίαν.
Μεταξύ αυτών ήσαν και οι Βούλγαροι, των οποίων ο αρχηγός Κόβρατ ίδρυσεν εκεί ονογουρικόν-βουλγαρικόν κράτος, φερόμενον εις τάς πηγάς υπό το όνομα Μεγάλη Βουλγαρία. Ο Κόβρατ, ανατεθραμμένος εις την βυζαντινήν αυλήν, συνεμάχησε μετά του αυτοκράτορος Ηρακλείου και ετιμήθη με τον υψηλόν τίτλον του πατρικίου. Αλλ' επί Κώνσταντος Β' ή Μεγάλη Βουλγαρία διεσπάσθη υπό την πίεσιν του μεγάλου έθνους των Χαζάρων, λαού επίσης τουρκικού, όστις εστράφη δυτικώτερον και εδέσποσε πάσης της περατικής γης μέχρι τής Ποντικής θαλάσσης, ενθα εξετείνετο μέχρι τότε ή Μεγάλη Βουλγαρία.
Οι πέντε υιοί τού εν τω μεταξύ θανόντος Κοβράτου, επί κεφαλής τμήματος ομοφύλων των ανεζήτησαν έκαστος ιδίαν τύχην. Κατά την παράδοσιν, τής διασπάσεως προηγήθη η διχοστασία των πέντε αδελφών. Μόνος ο πρεσβύτερος διέμεινεν εν τη προγονική αυτού γη μέχρι της δεύρο, γενόμενος φόρου υποτελής εις τούς Χαζάρους μέχρι τον νυν. Οι λοιποί τέσσαρες ηκολούθησαν την οδόν προς την Δύσιν[4].
Ο τρίτος αδελφός, ονόματι Ασπαρούχ, ηγούμενος ομάδος ομοεθνών, διέβη εις τα εβδομηκοστά έτη του Ζ' αιώνος τους ποταμούς Δάναπριν (=Δνείπερον) και Δάναστριν (=Δνείστερον) και κατέφυγεν εις πλησιόχωρον των εκβολών του Δουνάβεως τόπον, Όγλον καλούμενον, ασφαλή και δυσμάχητον[5]. Τό τελματώδες του τόπου και οι εις ευρυτέραν ακτίνα σχηματίζοντες είδος κλοιού ποταμοί πολλήν τω έθνει, τεταπεινωμένω δια τον μερισμόν, την εκ των πολεμίων παρείχεν άνεσιν. Στηριζόμενοι εις το δύσβατον του τελματώδους εδάφους οι Βούλγαροι του Ασπαρούχ ήρχισαν επιδρομάς εις την νοτίως των εκβολών του Δουνάβεως περιοχήν, γεγονός το όποιον έθεσεν εις κίνησιν την βυζαντινήν πολεμικήν μηχανήν.
Το βυζαντινόν σχέδιον προέβλεπε συνδεδυασμένην στρατιωτικήν επιχείρησιν από ξηράς και θαλάσσης και μάλιστα με σημαντικές δυνάμεις, αφού ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Δ' κελεύει περάσαι πάντα τα θέματα εν τη Θράκη, ήτοι διέταξεν όπως συγκεντρωθούν εις την Θράκην στρατιωτικαί μονάδες εκ Μικρας Ασίας. Ισχυρός βυζαντινός στόλος κατέπλευσεν εις τάς εγγύς των επιχειρήσεων ακτάς του Ευξείνου Πόντου διά να υποστήριξη τα στρατεύματα τής ξηράς, άτινα είχον λάβει θέσεις μεταξύ του Όγλου και του Δουνάβεως. Οι Βούλγαροι, μη δυνάμενοι να αντιμετωπίσουν τακτικόν στρατόν και δη πολυάριθμον, απέφυγον την μάχην και κατέφυγον εις την τελματώδη περιοχήν, όπου, ως φαίνεται, είχον κατασκευάσει πρόχειρον οχύρωσιν. 'Αλλ’ υπ’ αυτάς τας συνθήκας ο βυζαντινός στρατός και μάλιστα το ιππικόν δεν ηδύνατο να αναλάβη σοβαράν επιθετικήν πρωτοβουλίαν. Ο Κωνσταντίνος Δ' μετά ολιγοήμερον αναμονήν ανεχώρησεν εις την παραθαλασσίαν Μεσημβρίαν προς λουτροθεραπείαν, κατά την επίσημον εκδοχήν, αφού έδωκεν ακριβείς οδηγίας εις το επιτελείον του περί του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου. Αι διαδόσεις όμως μετέβαλον την βασιλικήν αναχώρησιν εις φυγήν με αποτέλεσμα να προκληθή πανικός εις το στράτευμα, όπερ εγκατέλειψε τάς θέσεις του, μηδενός διώκοντος.
Οι Βούλγαροι ανεθάρρησαν, επετέθησαν και προεκάλεσαν σοβαράς απωλείας εις τον αντίπαλον, ον κατεδίωξαν μέχρι του Δανονβίου και τούτον περάσαντες και ελθόντες επί την λεγομένην Βάρναν πλησίον Οδύσσου και τον εκείσε μεσογαίου, τόν τόπον εωρακότες εν πολλή ασφάλεια διακείμενον. Η περιοχή προσεφέρετο δι’ εγκατάστασιν, διότι παρείχε πράγματι ασφάλειαν με τον Δούναβιν από Βορρά, τον Εύξεινον Πόντον από Ανατολών, τάς κλεισούρας του Αίμου από Δυσμών και Νότου. Οι Βούλγαροι υπεχρέωσαν εις υποταγήν τα γειτονικά σλαβικά φύλα - τους Σε-βέρεις και τάς καλουμένας επτά γενεάς, περί ων κατωτέρω - και πολυαρι-θμότεροι πλέον εγαυρίασαν και ήρξαντο τα υπό την Ρωμαϊκήν πολιτείανόντα κάστρα τε και χωρία επιρρίπτειν και αίχμαλωτίζειν (680).
[1] Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, «Βυζαντινή Ιστορία», Β΄1, κ. Ε΄, σ. 67-70, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.
[2] Εννοούνται οι Αραβοβυζαντινές αγώνες στο Συριακό μέτωπο
[3] Θεοφ.σ.356: Αναγκαίον δε ειπείν και περί της αρχαιότητος των Ουννογουνδούρων Βουλγάρων και Κοτράγων.
[4] Ο δεύτερος, ονόματι Κότραγος, διέβη τόν Τάναϊν, σημερινών Δον, και εγκατεστάθη πέραν τής δυτικής τούτου όχθης. Οι δύο τελευταίοι αδελφοί διέβησαν τον Δούναβιν και ο μεν παρέμεινεν εις Παννονίαν, υποτελής των Αβάρων, ο δε κατήλθε μέχρι της ραβεννατικής Πενταπόλεως, ααγνωρίσας τη βυζαντινήν κυριαρχίαν.
[5] Ν. Banescu: Όγλος - Oglù: Le premier habitat de la horde d'Asparuch dans la région du Danube εν Byzantion τ. 28 (1958) σ. 433-440.