Μετά τον τερματισμό του πολέμου του 1897 και την αποκατάσταση της ειρήνης, οι προσπάθειες για διμερή ελληνοτουρκική συνεννόηση προσέκρουαν εξακολουθητικά σε δυσεπίλυτες επιμέρους διαφορές αλλά και στην μονιμότερη δυσπιστία ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις. Οπωσδήποτε, η Πύλη, κάτω από την πολύπλευρη πίεση των Σέρβων, των Βουλγάρων, των Αλβανών, ακόμη και αυτών των Νεοτούρκων, επιχειρούσε τολμηρό «άνοιγμα» προς την κατεύθυνση της Αθήνας. Την άνοιξη του 1899, οι εκπρόσωποι του σουλτάνου δεν δίσταζαν να υπαινιχθούν τη σύναψη διμερούς συμμαχίας ή και στρατιωτικής συμβάσεως. Η ελληνική πλευρά, χωρίς να αποποιηθεί την αρχή των τουρκικών προτάσεων, πρότασσε τη διευθέτηση των εκκρεμών διαφορών, σε εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του 1897. Αλλ’ η διαπραγμάτευση των όρων της προξενικής συμβάσεως και της συνθήκης εμπορίου ανάμεσα στις δύο χώρες δεν έμελλε να απολήξει σε θετικό αποτέλεσμα πριν από την πάροδο τριών χρόνων. Η προσέγγιση των αντίθετων απόψεων και η συνακόλουθη συνομολόγηση των διμερών αυτών πράξεων εξασφαλιζόταν τελικά με διαιτητική απόφαση των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη. Ο διακανονισμός όμως των εκκρεμών ελληνοτουρκικών διαφορών, άμεσα συνυφασμένος με την ένταση της βουλγαρικής πίεσης στη νότια βαλκανική, μολονότι επαύξησε την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων, δεν άρκεσε και πάλι για να εξασφαλίσει την πολιτική προσέγγιση. Ασταθής στις διαβεβαιώσεις της η τουρκική πλευρά, διστακτική η ελληνική στην ανάληψη δεσμεύσεων, ικανών να περιορίσουν την ελευθερία για δράση στη Μακεδονία, δεν κατέληγαν να προσδώσουν συγκεκριμένο περιεχόμενο στην έωλη επιθυμία για στενότερη πολιτική συνεργασία.
Σταθερά αποφασισμένη, μετά το 1903, να προασπίσει ενεργά τα εθνικά συμφέροντα στην Μακεδονία, η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν κατόρθωνε να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις γειτονικές βαλκανικές δυνάμεις, αλλά και συνέβαλλε αθέλητα στην επιδείνωσή τους. Οι προστριβές με τη Σόφια επιτείνονταν σε συνδυασμό με την βαθμιαία ένταση του μακεδονικού αγώνα. Από την άλλη πλευρά, ο κοινός αντιβουλγαρικός προσανατολισμός δεν αρκούσε για να οδηγήσει τις κυβερνήσεις της Αθήνας και του Βελιγραδίου στην προσέγγιση και τη συνεργασία. Η ανάληψη κάθε θετικής πρωτοβουλίας προς την κατεύθυνση αυτή προσέκρουσε στην αδυναμία της Ελλάδας να αποδεχτεί τον προκαθορισμό ζωνών επιρροής στα επίμαχα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας που να ανταποκρίνεται στις αυξημένες αξιώσεις της Σερβίας. Η τροπή, εξάλλου, των Νοτιοσλάβων γειτόνων, μετά την δολοφονία του τελευταίου Οβρένοβιτς, το 1903, προς τη στενότερη συνεργασία με τη Ρωσία, θα δυσχεράνει ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες για τον καθορισμό ενός κοινού ελληνοσερβικού προσανατολισμού. Αρνητικά εξελίσσονταν, κάτω από την επίδραση των γεγονότων στην Μακεδονία, οι σχέσεις και με την Ρουμανία, παρά τις ενθαρρυντικές προοπτικές που είχαν διαφανεί στα πρώτα χρόνια του αιώνα. Μετά, πράγματι, την υπογραφή της εμπορικής συμβάσεων του 1900, οι ηγεμόνες των δύο χωρών είχαν συναντηθεί στην λουτρόπολη Αμπάτζια, τον Μάιο του 1901, προκειμένου να διερευνήσουν τις δυνατότητες για την αποκατάσταση στενής διμερούς συνεργασίας. Ούτε όμως η κοινή ευαισθησία απέναντι στον σλαβικό κίνδυνο, ούτε η ενεργή μεσολαβητική παρέμβαση της Αυστρίας, θα αποδεικνύονταν ικανές να αναστείλουν τις δυσμενείς επιπτώσεις από τη διαμάχη στην Μακεδονία. Η ένταση της ρουμανικής προπαγάνδας μεταξύ των Κουτσοβλάχων και η συνακόλουθη ελληνική αντίδραση επέφερε, το 1906, τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στο Βουκουρέστι και την Αθήνα.
[1] Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, «Ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900 – 1945», κεφ. Α΄ «Διεθνής απομόνωση», σελ. 19-20. Εστία 1994.