Η Φιλοσοφική Αντίληψη για το Κράτος[i]
Από τον καιρό που ο Πλάτων αρνήθηκε ότι υπερισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου, οι άνθρωποι ζητήσανε να δικαιώσουνε το κράτος με την αιτιολογία ότι προασπίζει υψηλούς σκοπούς. Πράγματι, το ανθρώπινο μυαλό επαναστατεί στην εκδοχή ότι η καταναγκαστική δύναμη δικαιώνεται, ανεξάρτητα από τους σκοπούς που επιδιώκει. Εμείς ισχυριζόμαστε, όπως και ο Αριστοτέλης, ότι το κράτος υπάρχει για να πραγματώνει το «ευ ζειν». Εμείς επιμένουμε, όπως και ο Χομπς, ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμός, χωρίς την ασφάλεια που παρέχει το κράτος, με τη δύναμη που διαθέτει πάνω στη ζωή και στο θάνατο. Εμείς συμφωνούμε με τον Λοκ, ότι μόνο ένα κοινό όργανο με την εξουσία να νομοθετεί και με τις αρμοδιότητες του οποίου συναινούν όλοι οι άνθρωποι, μπορεί να μας εξασφαλίσει δικαιώματα πάνω στη ζωή, στην ελευθερία και στην περιουσία, χωρίς την ειρηνική απόλαυση των οποίων, είμαστε καταδικασμένοι σε άθλια ζωή. Ο Ρουσσώ κατάφερε να βρει ορισμένες συνθήκες κρατικής οργάνωσης, με τις οποίες, όταν οι άνθρωποι υπακούουν στους νόμους, μπορούν να είναι πιο ελεύθεροι απ' όσο στην προαστική κοινωνία. «Το κράτος», έγραψε ο Χέγγελ σε μια περίφημη φράση1, «είναι η Θεία Ιδέα στη γήινη μορφή-της» και ισχυρίζεται ότι όλη η αξία της ανθρώπινης ύπαρξης πηγάζει από το βάπτισμά-της στις κρατικές δραστηριότητες.
Ελάχιστοι θεσμοί έχουν ακούσει λαμπρότερους πανηγυρικούς από το κράτος• και αξίζει τον κόπο να καταλάβουμε το γιατί. Σπάνια θα ακούσεις πανηγυρικό για ένα σημερινό κράτος• αν και υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ο πανηγυριστής θεωρεί ότι το ιδανικό-του είναι ενσωματωμένο σε κάποια σημερνή κοινωνία. Συχνότερα θα συναντήσεις την υπεράσπιση ενός συνόλου σκοπών, τους οποίους ο στοχαστής θεωρεί κάλους, και φαντάζεται ότι πραγματώνονται μόνο μέσα στην ιδιαίτερη μορφή συνομάδωσης, την οποία ονομάζουμε κράτος. Στην ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας, οι σκοποί αυτοί έχουν τελείως σταθερό χαρακτήρα. Κατά κανόνα ερευνούν τις συνθήκες, με τις οποίες τα άτομα, άντρες και γυναίκες, μπορούν να ολοκληρώσουν τον εαυτό-τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με τους σκοπούς αυτούς αναγνωρίζεται το γεγονός ότι, επειδή τα άτομα έχουν διαφορετικούς τρόπους για να ικανοποιήσουν αντιμαχόμενες επιθυμίες, η κοινωνία χρειάζεται ένα κοινό όργανο, το οποίο να προσδιορίζει τους όρους, με τους οποίους μπορούν να επιδιώκονται νόμιμα οι ανθρώπινες επιδιώξεις. Οι απόψεις για τη μορφή που θα έπρεπε να πάρει το όργανο αυτό διαφέρουν πάρα πολύ. Οι βασικές αρχές, με τις οποίες θα έπρεπε να λειτουργεί, το βεληνεκές της εξουσίας του — είναι ζητήματα, για τα οποία δεν έχει επιτευχθεί καμία ομοφωνία. Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε τον αναρχικό φιλόσοφο (και είναι περίεργο που τούτος συναντιέται τόσο σπάνια στην πολιτική φιλοσοφία!), όλοι συμφωνούν ότι χρειάζεται μια καταναγκαστική κοινωνική εξουσία, που να προσδιορίζει τους κανόνες της θεμιτής κοινωνικής συμπεριφοράς. Έχοντας υπόψη την ανθρώπινη φύση, σε αντίθετη περίπτωση, θα είχαμε ένα χάος από ατομικές αποφάσεις, οι οποίες θα απέθαιναν μοιραίες για τον καθιερωμένο τρόπο ζωής. Κράτος σημαίνει ασφάλεια• και η ασφάλεια είναι η αναγκαία προϋπόθεση, με την οποία μπορούν να επιτευχθούν ειρηνικά οι απολαύσεις που επιδιώκουν οι άνθρωποι.
Από τη στιγμή όμως που θα ισχυριστείς ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από μια καταναγκαστική εξουσία, στην οποία να υποτάσσονται όλοι, έχεις βάλει το πρόβλημα, χωρίς συνάμα να το λύνεις. Οι άνθρωποι δεν υπακούουν στην εξουσία αυτή για χάρη της υπακοής. Αλλά για τους σκοπούς που πιστεύουν ότι εκπληρώνουν οι λειτουργίες-της. Υποτάσσονται στις προσταγές για τα αποτελέσματα που πιστεύουν ότι θα έχουν αυτές. Διερευνούν τις προσταγές, σύμφωνα με τις επιδιώξεις-τους, και, από καιρό σε καιρό, τις απορρίπτουν, γιατί οι προσταγές αρνούνται τις επιδιώξεις-τους. Με άλλα λόγια, η υπακοή είναι φυσική ανθρώπινη συνήθεια• αλλά συνεχώς επανέρχονται εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου οι άνθρωποι αποφασίζουν με οδύνη να μην υπακούσουν, και υπερασπίζουν με τη βία την απόφαση-τους αυτή.
Οι εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις μας φανερώνουν ότι οι άνθρωποι δεν υπακούουν στο κράτος μόνο επειδή διατάζονται, αλλά και επειδή έχουν γνώμη για εκείνα τα οποία θεωρούν ότι πρέπει να εκπληρώνουν οι προσταγές του κράτους. Στην πραγματικότητα κρίνουν το κράτος σύμφωνα με τις ικανοποιήσεις που πιστεύουν ότι οφείλει να τους παράσχει. Αναμφίβολα οι κρίσεις-τους ποικίλλουν ανάλογα με τον τόπο και με τον χρόνο. Οι προσδοκίες, που θεωρούν θεμιτές, και τα αιτήματα μιας ορισμένης κοινωνίας σε ορισμένο χρόνο είναι διαφορετικά από τα αιτήματα μιας άλλης κοινωνίας σε διαφορετικό χρόνο. Όμως το καθαρό συμπέρασμα είναι ότι πάντα η εξάσκηση καταναγκαστικής εξουσίας σε μια κοινωνία γίνεται με όρους. Οφείλει να λειτουργεί με κανόνες. Οφείλει να εκπληρώνει τους σκοπούς εκείνους, που οι πολίτες, οι οποίοι ζουν υπό την δικαιοδοσία της. θεωρούν ότι είναι θεμελειώδεις. Άρα κάθε έρευνα για τη φύση του κράτους οφείλει να έχει σα στόχο τουλάχιστο τόσο τους εκπληρωμένους σκοπούς της εξουσίας, όσο και τις εξαγγελμένες προθέσεις, με τις οποίες δικαιώνεται στη θεωρία. Για τους πολίτες το κρότος είναι οι συγκεκριμένες πράξεις-του δεν δικαιώνεται από μόνο το γεγονός ότι είναι κράτος. Αλλά εξασφαλίζει τη συναίνεση στις ενέργειές του, ανάλογα με την κρίση που σχηματίζουν οι πολίτες για τις επιπτώσεις των ενεργειών του. Οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τον φιλοσοφικό σκοπό της έννοιας «κράτος», αλλά για τις επιπτώσεις των πρακτικών λειτουργιών-του. αφού αυτές αντιμετωπίζουν στην καθημερινή ζωή.
Ο φιλόσοφος μπορεί, όπως ο Μπερκ. να θεωρεί το κράτος σα σύμπραξη σε κάθε αρετή και τελειότητα• ο κοινός άνθρωπος το θεωρεί σαν ένα τρόπο διακυβέρνησης, ο οποίος ικανοποιεί τις προσδοκίες-του για θεμιτές απολαύσεις. Δηλαδή, ο φιλόσοφος ικανοποιείται κυρίως με την κατασκευή μιας ιδανικής μορφής για το κράτος και με τη μεταφορά των συνεπειών της κατασκευής στην πρακτική εμπειρία των κρατών. Η ιδανική τούτη μορφή πηγάζει κυρίως από την προσωπική αντίληψη του φιλοσόφου για το τι είναι επιθυμητό, βγαλμένο από την προσωπική-του εμπειρία• εξωτερικεύει την αυτοβιογραφία-του σε ρεαλιστικό πρόγραμμα και κριτήριο. Η θεωρία του Χομπς για το κράτος, κατά βάθος, είναι στηριγμένη στο αξίωμα — που δικαιολογείται για εποχή εμφυλίου πολέμου — ότι η τάξη καθαυτή είναι το ύψιστο αγαθό, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις. Ο Χέγγελ θεωρεί ότι το αξίωμά-του, πως η προσωπικότητα του κράτους είναι ατελής, αν δεν έχει κληρονομικό μονάρχη, έχει πολύ μικρότερη παγκόσμια αξία, απ' όση η γενική συμφωνία προς την προσωπική-του προτίμηση για το βασίλειο της Πρωσίας, το οποίο και θεωρεί σαν την ύψιστη μορφή που μπορεί να περιβληθεί ένα κράτος. Αν δεν δεχτούμε την άποψη του Μπόζανκετ, ότι «η λέξη είναι πολύ συνοπτική διατύπωση της έννοιας κράτος»• αν δεν δεχτούμε ότι ο θεωρητικός σκοπός μπορεί πάντοτε να μεταφέρεται στη ζωντανή πράξη• αν δεν δεχτούμε ότι οι αποτυχίες δεν πρέπει ν' αποδίδονται στο ίδιο το κράτος, αλλά σε μη κρατικές αιτίες, τις οποίες το κράτος προσπαθεί να εξαλείψει- — τότε είναι φανερό ότι η θεωρία για το κράτος οφείλει να είναι μια μέθοδος για την αποτίμηση των κρατικών επιτευγμάτων στην πράξη, δηλαδή μάλλον ένας μετρικός κανόνας παρά διαπίστωση της πραγματικότητας. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Χέγγελ ότι το άτομο «έχει το ύψιστο καθήκον να είναι μέλος του κράτους»3, προτού κρίνουμε την πρακτική ποιότητα του συγκεκριμένου κράτους. Θα προσπαθήσω, σε τούτο το βιβλίο, να εκθέσω, όσο καλύτερα μπορώ, τη φιλοσοφική δικαίωση του κράτους, η οποία πιστεύω ότι έχει ασκήσει μοναδική επιρροή στον δυτικό πολιτισμό τον τελευταίο αιώνα. Μετά θα εξετάσω τη δικαίωση αυτή με λυδία λίθο τα κράτη που υπάρχουν σήμερα. Έτσι θα οδηγηθώ στη σχηματοποίηση μιας θεωρίας για το κράτος, η οποία, καθώς θα υποδείξω, θα έχει περισσότερη σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και όχι με εκείνα που γίνονται γενικά αποδεκτά στο καιρό-μας. Τέλος, με την καθοδήγηση της σχηματοποίησης αυτής, θα προσπαθήσω να βγάλω μερικά πρακτικά συμπεράσματα, με τα οποία θα μπορέσουμε να προβλέψουμε την πιθανή πορεία των γεγονότων —εφόσον η πρόβλεψη είναι η τελική απόδειξη της αληθινής κοινωνικής θεωρίας.
Τα επιχειρήματά-μου θα βασίζονται παντού σ' ένα μοναδικό αξίωμα. Θα θεωρώ σα δεδομένο ότι η καταναγκαστική εξουσία δικαιώνεται, (ότι το μόνο δικαίωμα, με βάση το οποίο μπορεί να αξιώνει την υπακοή εκείνων, επάνω στους οποίους ασκείται, βρίσκεται) στο μέτρο της προσπάθειάς της να ικανοποιεί όσο το δυνατό περισσότερα αιτήματα. Δηλαδή δεν φτάνουν οι προθέσεις της για να αποκτήσει το δικαίωμα για υποταγή. Η θεωρία των προθέσεων ποτέ δε μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση ικανοποιητικής πολιτικής φιλοσοφίας. Δεν είναι ο εξαγγελμένος, αλλά ο πραγματοποιημένος σκοπός, εκείνος που, συγκρινόμενος με όσα θα μπορούσαν λογικά να πραγματοποιηθούν, αποτελεί το μόνο αξιολογικό κριτήριο των ανθρώπινων θεσμών.
[i] Χάρολντ Λάσκι, «Το Κράτος, στη θεωρία και στην πράξη», κεφ. Α΄, σελ. 11-15, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1982