Ο Μαρξ είναι υλιστής, με την κλασική έννοια που έχει πάρει αυτός ο όρος στην Ιστορία της Φιλοσοφίας. Μόνο μεθοδολογικά διαφοροποιείται ο δικός του υλισμός από τον κλασικό φιλοσοφικό υλισμό: είναι διαλεκτικός και όχι στατικός και μηχανιστικός. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η διαλεκτική του μαρξιστικού υλισμού προχωράει πιο πέρα από την προβληματική του κλασικού υλισμού: Η ύλη και για τον Μαρξ είναι αυτονόητα δεδομένη και οντολογικά ανερμήνευτη – μια φιλοσοφικά απολυτοποιημένη a priori «αρχή» (μεταφυσικού καθαρά χαρακτήρα). Η επιστήμη μας δίνει προοδευτικά όλο και περισσότερες πληροφορίες για τη σύσταση και τις ιδιότητες των ποικίλων μορφών της ύλης, αλλά για την φιλοσοφία η ύλη παραμένει, απλά και μόνο, μια δεδομένη πραγματικότητα καθεαυτή, η πραγματικότητα για την οποία μας πληροφορούν οι αισθήσεις. Οι πληροφορίες των αισθήσεων «καθρεφτίζουν» στο νου και τη συνείδηση του ανθρώπου την υλική πραγματικότητα και μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους αυτή η πραγματικότητα συγκροτείται. Αλλά είναι η πραγματικότητα που προηγείται, ενώ οι έννοιες, οι ιδέες, οι κατηγορίες, η λογική εξάρτηση δεν είναι παρά το καθρέφτισμα της πραγματικότητας στο νου. Ο κόσμος είναι αποκλειστικά υλικός στο σύνολό του, ό,τι υπάρχει και ό,τι γίνεται στον κόσμο είναι διάφορες μορφές μετασχηματισμών της ύλης, γιατί ουσία της ύλης είναι η κίνηση.
Αλλά και η κίνηση της ύλης είναι επίσης δεδομένη, αυτονόητη και οντολογικά ανερμήνευτη – ο μαρξιστικός υλισμός είναι διαλεκτικός όχι επειδή αναφέρει τη διαλεκτική στο συστατικό γίγνεσθαι ή στη δομή της ύλης, αλλά επειδή ερμηνεύει με βάση τον υλικό και μόνο παράγοντα τη διαλεκτική δυναμική των ανθρωπίνων σχέσεων, δέχεται δηλαδή την ύλη και τα υλικά πράγματα ως αποκλειστική αιτία και καθοριστική προϋπόθεση του κοινωνικού και ιστορικού γίγνεσθαι. Αυτό που ενδιαφέρεται τον Μαρξ δεν είναι μια φιλοσοφία που μπορεί να ερμηνεύσει τον κόσμο, αλλά μια φιλοσοφία που μπορεί να μεταμορφώσει την ανθρώπινη κοινωνία και την Ιστορία.
[1] Χρήστου Γιανναρά, «σχεδίασμα εισαγωγής στη φιλοσοφία», κεφ. 4, σελ. 209-210, εκδόσεις Δόμος 1980.