Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

Σωφρονιστικό σύστημα και Οικονομία

Περί της στερήσεως της ατομικής ελευθερίας ως μέσου σωφρονισμού και λοιπές οικονομικές παράμετροι*

Αρχικά η φυλακή είναι ένα ίδρυμα που συνδυάζει τη λειτουργία πτωχοκομείου, νοσοκομείου, εργαστηρίου και τόπου φυλάξεως. Εκτός δηλαδή, από την κοινωνική προστασία αποσκοπείται η άσκηση φιλανθρωπίας, αλλά και η επίτευξη οικονομικού κέρδους. Με το πνεύμα αυτό αρχίζει να χρησιμοποιείται στο Λονδίνο το φρούριο με το όνομα Μπράιντγουελ (Bridewell) αρχικά [1577] ως νοσοκομείο και εργαστήριο και αργότερα [1575] ως «οίκος αναμορφώσεως» (house of correction), δηλαδή, ως σωφρονιστήριο. Εκεί συγκεντρώνονται διάφορα άτομα που σήμερα θα χαρακτηρίζονταν «περιθωριακά» (ζητιάνοι, αλήτες, πόρνες, δυσάγωγα παιδιά, μικροκλέφτες) και εθίζονται στην εργασία και στην προσευχή.

Ο τύπος αυτός «σωφρονιστικού» καταστήματος γίνεται σύντομα το πρότυπο για την οργάνωση στην Αγγλία, από το 1576 και άλλων παρόμοιων ιδρυμάτων ,με το όνομα «Μπράιντγουελς». Επίσης, στην Ολλανδία, χώρα προτεσταντική, που είχε τότε εξαιρετική οικονομική άνθηση, αλλά παράλληλα στρατιές ζητιάνων και σοβαρές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, αρχίζουν να λειτουργούν σε παλαιά μοναστήρια του Άμστερνταμ ένα κατάστημα πειθαρχίας (Tuchthuis – γερμανικά Zuchthaus) για άνδρες, το 1596 και ένα, το 1597, για γυναίκες. Και εδώ τα άτομα που εγκλείονται (περίπου 60-70 σε κάθε ίδρυμα) ανήκουν σε διάφορες «περιθωριακές» ομάδες και υποχρεώνονται σε εργασία (ξυλουργική οι άνδρες, κλωστοϋφαντουργική οι γυναίκες, γι’ αυτό και τα καταστήματα αγωγής τους ονομάζονται, αντίστοιχα, Rasphuis και Spinhuis) και σε χριστιανική αγωγή. Οι κρατούμενοι εργάζονται όλοι μαζί την ημέρα, ενώ τη νύχτα κλείνονται σε θαλάμους 4-12 ατόμων. Η οργάνωση της εργασίας τους χαρακτηρίζεται από ορθολογισμό και επιχειρηματικό πνεύμα, κατά τα πρότυπα μιας καλοοργανωμένης βιοτεχνίας της εποχής. Μάλιστα η ολλανδική κυβέρνηση παραχωρεί το 1599 στο ανδρικό σωφρονιστήριο του Άμστερνταμ το μονοπώλιο επεξεργασίας ενός βασικού τύπου ξυλείας για παραγωγή βαφής ενδυμάτων, με επακόλουθο, κατά τα πρώτα έτη της λειτουργίας του, όχι μόνο να καλυφθούν οι δαπάνες του, αλλά και να πραγματοποιηθούν σημαντικά κέρδη. Παράλληλα όμως με τους οικονομικούς αυτούς σκοπούς επιδιώκεται και η «ηθικοποίηση» των κρατουμένων. Εκτός από την καθημερινή χριστιανική τους κατήχηση σε σχολείο, θεσπίζονται και ειδικές αμοιβές – κίνητρα (μείωση της ποινής των καταδίκων) για όσους παρουσιάζουν βελτίωση στη διαγωγή και στην απόδοσή τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, τα σωφρονιστήρια του Άμστερνταμ αποτελούν την πρώτη εφαρμογή της σύγχρονης ιδέας που έχουμε για τη στερητική ποινή της ελευθερίας ως μέσο αγωγής και βελτιώσεως του κρατουμένου.

Σύμφωνα, ωστόσο, με νεώτερες εκτιμήσεις, η βελτίωση των καταδίκων δεν αποτελούσε πρωταρχικό μέλημα στη λειτουργία των σωφρονιστηρίων. Εκείνο που κυρίως ενδιέφερε ήταν η μεγιστοποίηση του κέρδους από την εργασία των καταδίκων[i]. Υπάρχουν πάντως περιπτώσεις εφαρμογής αυτής της ιδέας και παλιότερα σε έννομες τάξεις θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως επί παραδείγματι στη βυζαντινή νομοθεσία (εγκλεισμός σε μοναστήρι) και στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη της Δύσεως[ii].

Τα σωφρονιστήρια του Άμστερνταμ βρήκαν αργότερα μιμητές σε άλλες πόλεις της Ολλανδίας, της Γερμανίας[iii], της Ελβετίας και αλλού. Στην Φλωρεντία ο Φίλιππος Φράντσι ιδρύει περί το 1675 μία «κελλιωτή» φυλακή (“spedale”) για εγκαταλελειμμένα παιδιά, ενώ λίγο αργότερα, το 1704, στην ρώμη ο Πάπας Κλήμης ΙΑ΄ εγκαινιάζει ένα «κελλιωτό» ορθογώνιο σωφρονιστήριο για ανηλίκους εγκληματίες, ως παράρτημα του νοσοκομείου του Αγ. Μιχαήλ. Σταθμό, όμως, στην ιστορία των σωφρονιστικών ιδρυμάτων αποτέλεσε η ίδρυση και λειτουργία, στη Γάνδη του μετέπειτα Βελγίου, από το υποκόμη Φίλιππο Βιλαίν ΙΔ΄ (1712-1777) το 1775, μιας πρότυπης φυλακής (maison de force), της οποίας η αστεροειδής (ακτινωτή) αρχιτεκτονική της στηρίχθηκε στον διαχωρισμό των κρατουμένων σε κατηγορίες: γυναίκες, βαρυποινίτες, μικροεγκληματίες και εθελοντές μαθητευόμενοι[iv].
__________________________

[i] Th. Sellin, Pioneering in Penology. The Amsterdam Houses of Correction in the Sixteenth and Seventeenth Centuries, Philadelphia/London 1944 – Eb. Schmidt, Neue Forschungen uber den Ursprung der modernen Freiheitsstrafe, SchwZStR 62:1947, 171-193
[ii] A. Laingui / A. Lebrige, Histoire du Droit Penal, τ. 1, Paris: Cujas [1979], σελ. 123 – K. Krauss, Im Kerker vor und nach Christus, Freiburg/Leipzig : JCB Mohr 1895, σελ. 192 επ.
[iii] Έως τα μέσα του 18ου αι. είχαν ιδρυθεί μόνο στην Γερμανία περί τα 60 σωφρονιστήρια
[iv] T. Eriksson, The Reformers. Sn Historical Survey of Pioneer Experiments in the Treatment of Criminals, New York/Oxford/AmsterdamQ Elsevier 1976, 18 επ.

*από το βιβλίο του Νέστωρα Κουράκη, "Ποινική Καταστολή", εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1985

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007

Ιστορία

«Σκοτεινή» τουρκοκρατία[1]

… στην διάρκεια των «σκοτεινών αιώνων[2]» άλλαξε εντελώς (…) ο παραδοσιακός δημογραφικός και οικονομικοκοινωνικός χάρτης. Παλιές και ιστορικές πόλεις εξέπεσαν σε χωριά [όπως ο Μυστράς στην Πελοπόννησο και η Αθήνα στην Αττική], άλλες δημιουργήθηκαν εξ’ αρχής [όπως τα Γιαννιτσά στην κεντρική Μακεδονία], άλλες ερημώθηκαν και εξαφανίστηκαν [ιδιαίτερα σε ορισμένα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά]. Πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν – από τις συνθήκες που τους επιβλήθηκαν – να αλλάξουν επάγγελμα και βιοποριστικές ασχολίες: από αγρότες να γίνουν κτηνοτρόφοι, από ναυτικοί έμποροι και από βιοτέχνες αγρότες ή και το αντίστροφο. Ορεινές και άγονες περιοχές, που έως τότε ήταν αραιοκατοικημένες ή και εντελώς ακατοίκητες, γέμισαν χριστιανικά χωριά και κωμοπόλεις (όπως έγινε στην απομονωμένη Μάνη, στην κεντρική Στερεά Ελλάδα και στην οροσειρά της Πίνδου, ιδιαίτερα στην δυτική Μακεδονία), ενώ αντίθετα, πεδιάδες ερημώθηκαν από το παλαιό χριστιανικό τους στοιχείο, περνώντας σιγά – σιγά στα χέρια μουσουλμάνων εποίκων (προπάντων στην κεντρική Μακεδονία και την κεντρική Θεσσαλία).

Οι αλλαγές αυτές οφείλονταν σε πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος ίσως ήταν ο εξαγροτισμός ενός σημαντικού τμήματος της οικονομίας, αλλά και η φυγή των χριστιανών – μπροστά στην τουρκική πλημμυρίδα – από τις παλαιές τους εστίες σε περιοχές που δεν τις εποφθαλμιούσαν οι κατακτητές (όπως ήταν τα άγονα ορεινά) ή η καταφυγή τους σε ασφαλέστερα μέρη (προς τις βενετικές κτήσεις) ή ακόμα και η μετανάστευσή τους έξω από την ελληνική ανατολή (κατά κανόνα προς την ιταλική χερσόνησο). (…). Τους χριστιανούς των πεδινών τους έδιωχναν όχι μόνο οι αλλεπάλληλοι μουσουλμανικοί εποικισμοί στα ευφορότερα μέρη, αλλά και η ανατροπή του παλαιού γαιοκτησιακού καθεστώτος, που απογύμνωνε τους προγενέστερους γαιοκτήμονες από την έγγειο περιουσία τους, αποστερώντας ταυτόχρονα και τους απλούς αγρότες από τα κυριότερα μέσα για την επιβίωσή τους. Η μείωση … του χριστιανικού στοιχείου των πεδινών προκαλούνταν και από τους εξαιρετικά εκτεταμένους, κατά τις πρώτες φάσης της οθωμανικής εξάπλωσης, εξισλαμισμούς, στους οποίους τρέπονταν άλλοτε οι ανώτερες τάξεις και κυρίως, οι παλαιοί «προνοιάριοι» (οι οποίοι, με την προσχώρηση στο Ισλάμ του πρωτότοκου τουλάχιστον γιου τους, έλπιζαν να σώσουν τις περιουσίες τους) και άλλοτε οι εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες (ιδίως όταν έλειπε η κατάλληλη πνευματική καθοδήγηση για να σηκώσουν το βάρος της οικονομικής και ηθικής πίεσης). (…)

Ένα άλλο αίτιο που ευθύνεται για τις δημογραφικές και κοινωνικές αυτές αλλαγές, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της εμπέδωσης των οθωμανικών κατακτήσεων στην ελληνική χερσόνησο, ήταν και η πολιτική που ακολούθησαν οι σουλτάνοι του 15ου κυρίως αιώνα θέλοντας να ενισχύσουν το ανθρώπινο δυναμικό (χριστιανικό και μη) κατεστραμμένων από τις πολιορκίες και τους πολέμους ή χρήσιμων για νέες στρατηγικές προτεραιότητες αστικών κέντρων. … για να ξαναδώσουν ζωή στην αποδυναμωμένη από την πολύχρονη πολιορκία Κωνσταντινούπολη, πραγματοποίησαν αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, που μεταφέρονταν κατά χιλιάδες από τις κατακτημένες περιοχές (Μυτιλήνη, Εύβοια). Για να ενισχύσουν επίσης τον αποδεκατισμένο πληθυσμό της ερημωμένης, μετά την άλωσή της στα 1430 Θεσσαλονίκης, υποστήριξαν την εγκατάσταση εκεί 15-20 χιλιάδων Εβραίων, εξ’ αυτών που απελάθηκαν στο διάστημα 1492-1503 από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Στον αρχικό αυτόν πυρήνα προστέθηκαν αργότερα άλλες ομάδες ισπανόφωνων (sefardim) και γερμανόφωνων Ιουδαίων (askenazim), που κατεφευγαν αθρόοι στο έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι πρώτοι διωγμένοι από την νότια Γαλλία και την ιταλική χερσόνησο και οι δεύτεροι από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη.

Από τις αλλαγές αυτές ο χριστιανικό πληθυσμός μερικών επαρχιών είτε έχασε την πλειοψηφία του υπέρ των μουσουλμάνων (κεντρική και ανατολική Μακεδονία, Θράκη) είτε εκμηδενίστηκε βιολογικά (από τις επιδημίες και τις κακουχίες των πολέμων) είτε απορροφήθηκε – κυρίως μέσω των εξισλαμισμών – από άλλες εθνοτικές ομάδες (όπως έγινε στις περισσότερες επαρχίες της Μικράς Ασίας). Στις απελπιστικές αυτές καταστάσεις θα πρέπει επίσης να αποδώσουμε και την δραματική αλλαγή της σύνθεσης ολόκληρων χωρών (Βοσνία, κεντρική και βόρεια Αλβανία – εξαιτίας των μαζικών εξισλαμισμών σέρβων στην πρώτη περίπτωση και Αλβανών στην δεύτερη). … η θρησκευτική μετάλλαξη αποτέλεσε σε μερικές περιοχές προστάδιο προς την μετέπειτα εθνοτική διαφοροποίηση …

____________________

[1] Ι. Κ. Χασιώτης, «Μεταξύ Οθωμανικής κυριαρχίας και Ευρωπαϊκής πρόκλησης – ο Ελληνικός κόσμος στα χρόνια της τουρκοκρατίας», σελ. 43-45, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001
[2] Οι πρώτοι αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας στον ελληνορθόδοξο κόσμο χαρακτηρίζονται ως «σκοτεινοί» για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι κατά τη διάρκεια των αιώνων αυτών οι υπόδουλοι χρειάστηκε να ζήσουν κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, που προκάλεσαν δραματικές δημογραφικές και κοινωνικές αναστατώσεις, οικονομική στασιμότητα και ανακοπή της πολιτιστικής τους ανάπτυξης. Ο δεύτερος έχει περισσότερη σχέση με ιστοριογραφικές αποτιμήσεις.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

Κοινωνιολογία

ΜΗΤΡΙΚΌ ΓΈΝΟΣ[1]

Τα πρώτα γένη ήταν μητρικά. Η γενιά καθοριζόταν από τη θηλυκή καταγωγή. Την πρώτη θέση είχε η μάνα. Τα παιδιά είτε θηλυκά είτε αρσενικά ανήκουν στο γένος της μητέρας τους.
Στα μητρικά γένη η παρουσία του γένους και της οικογένειας κληρονομείται από τις κόρες και όχι από τους γιούς. Η μάνα είναι ο γεννήτορας, η μάνα είναι η ιδιοκτήτρια, η μάνα είναι η περιουσία. Μετά τη μάνα δεν είναι ο πατέρας αλλά ο αδελφός της μάνας. Μέσα στο μητρικό γένος ο θείος αυτός έπαιρνε τη θέση του πατέρα. Ο πατέρας ήταν ένας ξένος, ένας φιλοξενούμενος. Συγγένεια με τα παιδιά του δεν είχε. Με μία τέτοια θέση του πατέρα στην οικογένεια δεν γίνεται λόγος για εξουσία του στη σύζυγο και τα παιδιά τους. Δεν χρωστά λοιπόν τίποτα σ’ αυτή την οικογένεια, που τον βλέπει σαν ξένο και περαστικό. Τα παιδιά του και την γυναίκα του θα τους θρέψει το μητρικό γένος και τις υποχρεώσεις του, να δουλεύει και να προσφέρει στη φαμίλια του, θα τις εκπληρώσει σαν υποχρέωση στο μητρικό γένος. Αν δεν κατοικήσει με τη γυναίκα του, θα είναι δεμένος στο γένος της μητέρας του, αν μείνει μαζί με τη γυναίκα του, θα ξεκόψει από τη μάνα και θα δεθεί στο γένος της γυναίκας του. Ο Ζεύς, όταν παντρεύτηκε την Ήρα, ονομάστηκε Ζεύς Ηραίος στην Αττική, επολέμησε στο πλευρό του μητρικού γένους της γυναίκας του και πολλές φορές εστράφηκε κατά του δικού του.
Το στοιχείο που έχει μονιμότητα στο μητρικό γένος είναι τα θηλυκά. Οι άνδρες είναι διαβατάρικα πουλιά. Η μητριαρχία είναι «το αργό ποτάμι των γυναικών, των μανάδων, των αδελφάδων, των θυγατέρων, των εγγονών που το ρέμα του σέρνει τους σερνικούς, τ’ αδέλφια, τους άντρες, τους γυιούς και τ’ αγόρια».[2] Ο Ησίοδος, στην «Ασημένια Γενιά», δίνει την εικόνα του αρσενικού διαβατική, πρόσκαιρη, που έρχεται, ζει σαν ένα άμυαλο ανήλικο παιδί και πεθαίνει, κι ανασταίνεται, για να ξαναπεθάνει, περαστικό, χωρίς ιδιαίτερη αξία πλάι στη μάνα, που ζει και βασιλεύει παντοτινά, αμετακίνητη, ώριμη, α θ ά ν α τ η.(…).

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Στις αγροτικές κοινότητες κυρίως, η γυναίκα περιεβάλλετο με ένα γόητρο εξαιρετικό. Αυτό το γόητρο εξηγείται από τη σημασία που παίρνει για πρώτη φορά το παιδί σε μία κοινωνία βασισμένη στην καλλιέργεια της γης.(…) Η φυλή θα επιζήσει με τη γη, που θα κληρονομήσουν και θα καλλιεργήσουν οι απόγονοι. Πολλοί πρωτόγονοι λαοί δεν έχουν επίγνωση του ρόλου του πατέρα στη γέννηση του παιδιού. Πολλοί πιστεύουν ότι τα παιδιά ενσαρκώνουν τις ψυχές των προγόνων τους. Η μάνα όμως είναι ολοφάνερα αναγκαία, για τη γέννηση του παιδιού. Η μάνα συντηρεί και τρέφει το σπόρο στο κορμί της, μ’ αυτήν πληθαίνει η φυλή της. Αυτή παίζει τον π ρ ω τα α ρ χ ι κ ό ρ ό λ ο.
Η ιδιοκτησία της κοινότητας μεταβιβάζεται διά μέσου των γυναικών. Η γη ανήκει στις γυναίκες. Το μητριαρχικό καθεστώς χαρακτηρίζεται από την εξομοίωση της γυναίκας με τη γη. Ο γεωργός θαυμάζει το μυστήριο της γονιμότητας. Ξέρει πως ήλθε στον κόσμο όπως τα ζωντανά και η σοδειά του. Ολόκληρη η φύση προβάλλει στα μάτια του σα μάνα. Η γη γι’ αυτόν είναι γυναίκα. Και στο κορμί της γυναίκας φωλιάζουν οι ίδιες δυνάμεις, που αναταράζουν τη γη.(…)
Η μητρότητα όμως απαιτεί παραμονή, λίγο πολύ, στον ίδιο τόπο. Κι έτσι η οικονομία και η μαγεία συμφωνούν να αναθέσουν την καλλιέργεια της γης στη γυναίκα. Γεννάει, έχει την οικιακή παραγωγή, υφαίνει, ασχολείται με την κεραμική. Το εμπόριο είναι δικό της. Η ζωή της φυλής διατηρείται και πληθαίνει με τη γυναίκα. Από αυτή και τη μαγεία της κρέμονται τα παιδιά, τα κοπάδια, τα προϊόντα της γης, το νοικοκυριό. Ο άνδρας τη σέβεται και τη λατρεύει. Θηλυκές θεότητες παρουσιάζονται που προσωποποιούν τη γονιμότητα. Στη Βαβυλώνα τη λένε Ιστάρ, στους Σημίτες η Αστάρτη, στην Ελλάδα η Γαία, η Ρέα και η Κυβέλη, στην Αίγυπτο η Ίσις. Οι αρσενικές θεότητες είναι υποταγμένες στις θεές. Η Νιόβη και η Μήδεια βάζουν το σημάδι τους σε μία εποχή, που οι μητέρες θεωρούσαν τα παιδιά τους κτήμα τους και δεν έκρυβαν την αλαζονεία τους. Η γη ήταν θεά και την έλεγαν Γαία.(…)
Οι θεές, όπως οι γυναίκες, δεν πλούτιζαν μόνο τη γη με τη γονιμότητά τους, ήταν το σύμβολο της δημιουργικής δυνάμεως από την οποία προήλθε η γη και όλοι οι ζωντανοί της οργανισμοί. Ήταν το σύμβολο της τρυφερής μητρικής στοργής που σπρώχνει τη μητέρα σε οποιαδήποτε θυσία για να φέρει στην ωριμότητα τη νέα ζωή που δημιούργησε. Η Ίσις στην Αίγυπτο, η Δήμητρα στην Ελλάδα, η Caeres στη Ρώμη εκπροσωπούσαν την προτεραιότητα και την ανεξαρτησία του γυναικείου φύλου στο ρόλο του, στη δημιουργία και την επιβίωση του κόσμου και την ουσιαστική συμβολή της γυναίκας στην πρώτη γεωργική εργασία. Σ’ αυτή την εποχή Γεωργία, Θεά και Γυναίκα ήταν ένα. Όταν η γεωργία βασίλευε στη γη, η κυριαρχία της γυναίκας ήταν αδιαφιλονίκητη.
____________________________________

[1] Μαρία Μαντζιάφου-Κανελλοπούλου, «Οικογένεια, ιστορική και κοινωνική μελέτη» σελ. 97-103, Αθήνα 1979.
[2] Π. Λεκατσά, «Η Μητριαρχία και η σύγκρουσή της με την Ελληνική Πατριαρχία», σελ. 19, Αθήνα 1977.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Φιλοσοφία

Α Σ Κ Η Τ Ι Κ Η [1]
SALVATORES
DEI

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή. Ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυό τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία. β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δύο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει. Σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές. Μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει –φυτά, ζώα, ανθρώπους- στον αγώνα; Και τα δύο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.
Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δύο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές. Και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

Νίκος Καζαντζάκης
______________

Η ΓΕΝΕΣΙΣ [2]

Στην αρχή το φως Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ’ τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο
κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα
Είδα τότε θυμάμαι
τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή
Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν
λίγο- λίγο σβήνοντας
δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων
Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και
αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ’τον ουρανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
πάνω απ’ το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
« Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
Και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη….

Οδυσσέας Ελύτης
_____________________________________

[1] Νίκου Καζαντζάκη «Ασκητική» σελ.9-10, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα.
[2] Οδυσσέα Ελύτη «Το Άξιον Εστί» σελ. 13, Ίκαρος εκδοτική εταιρία.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2007

Παιδεία και Προπαγάνδα


Όξω το σπληνάντερο !

Διάβασα στην «Καθημερινή[1]», στη στήλη «γνώμες» ένα άρθρο του Θάνου Βερέμη[2]. Ο τίτλος του άρθρου ήταν «φρονηματισμός και λαϊκισμός». Μέσα από το άρθρο του αυτό ο συγγραφέας ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο τα σύγχρονα μαθητικά βιβλία παρουσιάζουν την ιστορία του τόπου. Γράφει χαρακτηριστικά ο κος Βερέμης : «Βλέπαμε τους Τούρκους ατάκτους να πέφτουν λυσσασμένοι στο Χάνι (της Γραβιάς) και να σκάβουν με τα μαχαίρια τους τον τοίχο που τους χώριζε από μια χούφτα Έλληνες υπό τον γίγαντα Ανδρούτσο. Αντίθετα από τον εχθρό οι Έλληνες ήταν [εκτός από τους προδότες] εύμορφοι, μεγαλόψυχοι και ατρόμητοι.
Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε και κάποιοι από τη γενιά μου επιμένουν στην παιδική αντίληψη της Ιστορίας. Από τη μια οι δικοί μας οι καλοί, οι γενναίοι, οι δίκαιοι και από την άλλη οι κακοί, οι βάρβαροι και οι τύραννοι. Εννοούν άραγε (αναρωτιέται ο συγγραφέας) ότι ο μηχανισμός αυτού του φρονηματισμού είναι καλός για τα παιδιά ή ότι έτσι είναι η πραγματικότητα ;
… Όμως οι αγωνιστές με τα άρματα και τις φουστανέλες, παρά τις προσπάθειες των συγγραφέων, φαντάζουν πια μακρινές φιγούρες που δεν ανταποκρίνονται στο πρότυπο του πολίτη ενός σύγχρονου κράτους. …»
Το άρθρο διανθίζεται από ζωγραφικό πίνακα, όπου αναπαριστάται ο Κολοκοτρώνης έφιππος, ακολουθούμενος από Έλληνα σημαιοφόρο που κραδαίνει την σπάθα του.
Ο συγγραφέας έχει προφανώς δίκαιο όταν διαφωνεί με τους συγγραφείς των σχολικών βιβλίων, που εμπνεόμενοι από παρόμοιες ζωγραφικές παραστάσεις αισθάνονται τους αγωνιστές του ’21, όχι μόνο κοντά τους αλλά και γίγαντες, ατρόμητους και ηρωϊκούς. Αγνοούν προφανώς [οι δυστυχείς] την ιστορία στο σύνολό της, αφού μια πιο προσεκτική ανάγνωση μας αποκαλύπτει τον καθημερινό πόλεμο αυτών των κατ’ ευφημισμό, κατά το πνεύμα του άρθρου, ακατάβλητων ηρώων με την πείνα, τις ψείρες, την γύμνια, την έλλειψη πολεμοφοδίων και την παγωνιά. Πώς είναι δυνατόν ο σύγχρονος μοσχοαναθρεμένος Νεοέλληνας, ο μαθημένος να οδηγεί υπερπολυτελή αυτοκίνητα, που ο ίδιος δεν παράγει, να ζει σε σπίτια εισαγόμενης υψηλής σχεδιαστικής αντίληψης, να σπαταλά τους παχυλούς μισθούς που δεν ανταποκρίνονται στο ασήμαντο προϊόν της εργασίας του [ή έστω τα παχυλά δάνεια που εκταμιεύει ασύδοτα] να ανέχεται ως προγόνους αυτούς τους λερούς, βρωμύλους και χυδαίους κατσικοκλέφτες, που σήκωσαν κεφάλι στην καθεστηκυία τάξη των εκλεπτυσμένων Τούρκων και Ελλήνων συνεργατών τους ; Πώς είναι δυνατόν ο σύγχρονος νεωτεριστής και τρυφηλός πολίτης της παγκοσμιοποιημένης δημοκρατίας να διαπαιδαγωγείται από καθυστερημένα και άκρως ακατάλληλα πρότυπα, όπως η έννοια της τιμής, του καθήκοντος, της αγνότητας και της αγάπης για την πατρίδα ; Ανήκουστο !
Κι όμως κε Βερέμη, υπάρχουν και οι Έλληνες του μόχθου και της βιοπάλης που καθημερινά αγωνίζονται να επιβιώσουν και είναι αυτοί οι Έλληνες που νιώθουν κοντά τους τον γίγαντα Ανδρούτσο και τον θεϊκό Κολοκοτρώνη, τον ατρόμητο Καραϊσκάκη και τον αγνό Μακρυγιάννη. Αυτοί οι Έλληνες δεν κοιτούν με περιφρόνηση τα κατορθώματα των προγόνων τους, ούτε αισθάνονται καταφρόνια για την γύμνια τους. Τους τιμούν γιατί τους χάρισαν την ελευθερία, το πολυτιμότερο αγαθό στην μίζερη ζωή τους και χαίρονται για τούτο το απόχτημα κι είναι αυτοί που θα δώσουν την ζωή τους [όπως έκαναν και το ’40 και στη διάρκεια της αντίστασης κατά των ξένων κατακτητών και στην διάρκεια του ξεσηκωμού κατά των εγχώριων αυτόκλητων σωτήρων] για να επαναλάβουν τις πράξεις ηρωισμού των προγόνων τους, σε ένδειξη σεβασμού προς τις προσταγές αυτών των προγόνων, καθήκοντος στην πατρίδα και την δημοκρατία και ευγνωμοσύνης για την ύψιστη παιδευτική αξία της θυσίας υπέρ ενός ανώτερου σκοπού, που δεν μπορεί παρά να διαφέρει από την αποθησαύριση πλούτου και τίτλων.
Το απόσπασμα που ακολουθεί από το έργο του Σπύρου Μελά, «ο Γέρος του Μωριά[3]» παρουσιάζει ανάγλυφα, χωρίς καλλωπισμούς και άλλες αλλοιώσεις, την πραγματική εικόνα των αγωνιστών του ’21, που όσο βρώμικη και πειναλέα και αποκρουστική κι αν είναι, είναι εντούτοις και η ουσία του ηρωισμού τους.
Ιωάννης Λιάκουρας

"Ο επαναστατικός στρατός άρχισε να παίρνει ταχτοποιημένη μορφή. Λύθηκε πρώτα – πρώτα το αιώνιο πρόβλημα των τσαρουχιών. Μετά τις νίκες του Βαλτετσίου, των Δολιανών και των Βερβένων, οι Υδραίοι έστειλαν στον Κολοκοτρώνη αρκετό πετσί, που όλος ο στρατός να μπορεί να ποδεθεί και προ πάντων να μπαλώνεται. Όλα τα παλικάρια ήταν υποχρεωμένα νάχουν στο σακκούλι τους, μαζί με τα σκόρδα και τα κρεμμύδια – που δεν απόλειπαν ποτέ – τις βελόνες, τα ράμματα, τις στουρναρόπετρες κι από ένα τσαγκαροσούβλι για τα τσαρούχια τους. Έπρεπε να ξέρουν όλοι να τα μπαλώνουν, γιατί καινούργια δεν παίρνανε παρά μονάχα όταν τα παλιά δεν σήκωναν πια μπαλώματα. Ομοιομορφία στο ντύσιμο άρχισε σιγά – σιγά, να επιβάλλεται : Φουστανέλα με λίγες μάνες για το στρατιώτη, με πολλές για τον αξιωματικό, ζώνη στην μέση, γελέκι απλό από σαγάκι, φέσι. Πολλοί φορούσαν και σερβέτες σαν τους Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης έβγαλε διαταγή αυτά τα κεφαλογύρια να μην τα φορούν, όταν κινούν για τη μάχη – για να ξεχωρίζουν απ’ τους Τούρκους – κι έτσι σιγά – σιγά τα’ άφησε αργότερα ο στρατός. Βάση της ομοιομορφίας στη στολή, ασάλευτη, μπήκε μια φορά η φουστανέλα και το τσαρούχι. Δεν ήταν ανάγκη από κανονισμούς για να φυλαχτεί αυτό. Η κοροϊδία έφτανε. Δεν μπορούσε να ξεμυτίσει κανένας στα στρατόπεδα ντυμένος διαφορετικά. Τον περιγελούσαν άγρια.
- Ε, ε, το ψαλιδοκέρι ! του φώναζαν όλοι αν φορούσε παντελόνι. Ή :
- Όξω το σπληνάντερο !

Για καθαριότητα ούτε κουβέντα. Η ψείρα έβραζε. Όλοι μάτωναν τα κορμιά τους, να ξύνονται ολοένα και φόρα. Τους βασάνιζε χίλιες φορές περισσότερο από τον τούρκο. Στο τέλος πάψανε να ψειρίζονται. Άναβαν μεγάλες φωτιές, έβγαζαν όλα τα ρούχα τους και τα τίναζαν επάνω στις φλόγες. Έτριζαν οι φωτιές από το κακό. Μα δεν είχαν τελειωμό, την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Στο τέλος λιποταχτούσαν πολλοί μόνο γι’ αυτό.
- Που ήσαστε, μωρέ ;
- Πήγαμε ν’ αλλάξουμε.
«Πάει ν’ αλλάξει» γίνηκε συνώνυμο με το λιποτάχτησε. Τυρί, ελιά, κρασί, ψωμί και κρέας ψητό, μια φορά τη βδομάδα – πολλές φορές κι αραιότερα – η τροφή τους. Όλες οι στάνες έστελναν στα πενήντα τους πρόβατα και πότε και στα είκοσι ακόμα, το ένα. Κι είχανε παραδείγματα μεγάλα φιλοτιμίας, όπως αυτό του τσέλιγκα Κυριάκου Τσώλη, που πήγε τα εκατόν είκοσι τραγιά του στο στρατόπεδο σουρίζοντας δαιμονισμένα.
- Πού πας, βρε ; τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης.
- Σ’ εσένα τα φέρνω, καπετάνιο. Τα κάνω χαλάλι για την πατρίς.
Έδωσε το κοπάδι του στον στρατό. Κι έφυγε για το χωριό του με τον σκύλο, την αγκλίτσα και την φλογέρα του.

Το ψωμί δεν βρισκόταν κάθε μέρα. Οι φούρνοι δεν προφταίναν τα στρατόπεδα. Τότε δίνανε στα παλικάρια μπομποτάλευρο. Το παίρναν και το ζυμώναν, αποζύμωτο, απάνω σε πλάκα, σε σανίδα, σ’ ένα πετσί κι εφτιαναν θράκα, ύστερα πετούσαν ανάλατη τη μπομπότα μέσα, τη βγάζανε μισοψημένη και την τρώγανε με τις στάχτες".
_____________________

[1] Καθημερινή της Κυριακής, 25 Νοεμβρίου 2007.
[2] Ο Θάνος Βερέμης είναι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας και αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.
[3] Της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρη, Αθήνα 1957.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

Φιλοσοφία


ΤΙΜΑΙΟΣ*

Κριτίας: Άκουσε λοιπόν Σωκράτη μια πολύ παράξενη παράδοση που είναι όμως εντελώς αληθινή, όπως την διηγήθηκε ποιητικά, κάποτε, ο πιο σοφός απ’ τους επτά σοφούς, ο Σόλων[1]… Αν ο Σόλων καταπιανόταν με την ποίηση με σύστημα και υπομονή, όπως οι ποιητές και αν είχε ολοκληρώσει την καταγραφή, σε κείμενο ποιητικό, των πληροφοριών που έφερε εδώ από την Αίγυπτο και αν δεν βρισκόταν στην ανάγκη να παραμελήσει αυτήν την καταγραφή, λόγω των επαναστάσεων και των άλλων δεινών, τότε, κατά την γνώμη μου, ούτε ο Ησίοδος, ούτε ο Όμηρος, ούτε κανένας άλλος ποιητής θα θεωρείτο σήμερα καλλίτερος από αυτόν.

Σωκράτης: Και ποιο είναι αυτό το ποίημα Κριτία;

Κριτίας: Αφορά σε ένα από τα μεγαλύτερα ποτέ κατορθώματα της πόλης των Αθηνών, το οποίο θα έπρεπε να είναι ξακουστό, αλλά, λόγω του χρόνου που μεσολάβησε και του χαμού των πρωτεργατών του, λησμονήθηκε και η ανάμνησή του δεν έφτασε ως τις μέρες μας…
Στην Αίγυπτο, στο Δέλτα του ποταμού, εκεί που στην κορυφή του διαχωρίζεται το ρεύμα του Νείλου, υπάρχει μια περιοχή που ονομάζεται Σαϊτική. Η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής είναι η Σαΐδα… Όταν, λοιπόν, επισκέφθηκε ο Σόλωνας την Αίγυπτο, καθώς ο ίδιος είπε, οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές. Όταν ζήτησε πληροφορίες για την αρχαία ιστορία της χώρας από τους ιερείς, που γνώριζαν καλά τα σχετικά, ανακάλυψε πως ούτε ο ίδιος, ούτε κανένας άλλος Έλληνας γνώριζε τίποτα για το απώτατο παρελθόν. Και επιχείρησε να παρασύρει τους ιερείς σε μια συζήτηση περί των αρχαίων χρόνων αναφερόμενος στον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, τον κατακλυσμό, την σωτηρία τους, τους απογόνους τους. Τέλος προσπάθησε να προσδιορίσει τον χρόνο που είχε περάσει από την εποχή εκείνη και να χρονολογήσει τα δεδομένα. Τότε, κάποιος από τους ιερείς, πολύ ηλικιωμένος, τον διέκοψε και είπε: «Στο πνεύμα είστε (οι Αθηναίοι) όλοι παιδιά, γιατί δεν έχετε καμιά γνώση για την αρχαία παράδοση, ούτε επιστημοσύνη… Όσα γεγονότα έχουν συμβεί στην χώρα σας ή στην δική μας ή και αλλού… είναι όλα, από πολύ καιρό, καταγεγραμμένα εδώ και έχουν διασωθεί στους ναούς μας… όσο για τις δικές σας γενεαλογίες στις οποίες αναφέρθηκες προηγουμένως, Σόλωνα, δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα παιδικά παραμύθια. Κατά πρώτο λόγο, εσείς θυμόσαστε έναν μόνο κατακλυσμό, ενώ έχουν προηγηθεί και άλλοι… Σεις όμως τους λησμονήσατε, διότι, αν και απόγονοι των διασωθέντων, στερηθήκατε του προνομίου της γραφής επί πολλές γενιές… Η θεά [Αθηνά] την δική σας πόλη ανάθρεψε και διαμόρφωσε χίλια χρόνια νωρίτερα, κάνοντας χρήση του σπέρματος της Γης και του Ηφαίστου. Κι αργότερα τη δική μας. Είναι γραμμένο εδώ, στα ιερά μας τα βιβλία, πως η πόλη μας αυτή οργανώθηκε πριν από 8.000 χρόνια. Θα σου διηγηθώ , λοιπόν, συνοπτικά για το λαμπρότερο κατόρθωμα που πραγματοποίησαν οι πρόγονοί των συμπολιτών σου πριν από 9.000 χρόνια…
Πολλά και μεγάλα τα έργα της πόλης σας κι είναι γραμμένα όλα εδώ. Ένα όμως υπερέχει σε μέγεθος και αρετή. Τα βιβλία μας αναφέρουν για το μέγεθος της εχθρικής δύναμης που κατέστρεψε κάποτε η πόλη σας, όταν η δύναμη αυτή εξόρμησε αλαζονικά από έξω, από τον Ατλαντικό Ωκεανό, επιχειρώντας ταυτόχρονη επίθεση σε Ευρώπη και Ασία. Τότε ο Ατλαντικός ήταν πλωτός. Κι υπήρχε ένα νησί, πέρα από την είσοδό του, που εσείς την ονομάζετε «Ηράκλειες Στήλες». Η έκτασή του νησιού μεγαλύτερη απ’ τη Λιβύη και την Ασία μαζί. Και από εκεί μπορούσε να περάσει κανείς και σ’ άλλα νησιά. Και απ’ αυτά σ’ ολόκληρη την απέναντι ήπειρο…
Στο νησί, λοιπόν, αυτό, την Ατλαντίδα, οργανώθηκε ένας μεγάλος και αξιοθαύμαστος συνασπισμός βασιλιάδων, που κυριαρχούσε σε όλο το νησί και σε πολλά απ’ τα γειτονικά, καθώς και σε τμήματα της απέναντι ηπείρου. Εκτός από αυτές όμως τις περιοχές οι βασιλιάδες εκείνοι εξουσίαζαν και χώρες από την εδώ πλευρά της εισόδου του Ωκεανού. Τη Λιβύη, μέχρι την Αίγυπτο και την Ευρώπη, μέχρι την Τυρρηνία. Ολόκληρη, λοιπόν, αυτή η δύναμη, αφού συνασπίστηκε και ενοποιήθηκε προσπάθησε με εισβολή να υποδουλώσει και τον δικό μας τόπο και τον δικό σας και όλες τις χώρες που βρίσκονται στην από ‘δω πλευρά της εισόδου του Ωκεανού. Την εποχή εκείνη, Σόλωνα, αναδείχτηκε η δύναμη της πόλης σας… Διότι, αφού έφτασε στο χείλος της καταστροφής, κατανίκησε τελικά τους εισβολείς, έστησε νικηφόρα τρόπαια κι απελευθέρωσε όλους τους άλλους λαούς που κατοικούμε από την εδώ πλευρά των Στηλών του Ηρακλή.
Αφού πέρασε αρκετός καιρός από τα γεγονότα αυτά, σημειώθηκαν φοβεροί σεισμοί και κατακλυσμοί και μέσα σε ένα τρομαχτικό μερόνυχτο, όλοι οι πολεμιστές σας, σαν ένας άνθρωπος, θάφτηκαν στη γη και μαζί μ’ αυτούς εξαφανίστηκε και το νησί της Ατλαντίδας, βουλιάζοντας στην θάλασσα. Γι’ αυτό και το σημείο εκείνο της θάλασσας παραμένει αδιάβατο κι ανεξερεύνητο. Διότι εμποδίζει ο πολύ ρηχός πηλός, που δημιούργησε το νησί, όταν καταποντίστηκε».
_________________

[1] Σόλων, 640-560 π.Χ.

* Γ.Δ. Δέπου, "Η Ατλαντίδα_φιλολογικό δοκίμιο", εκδόσεις ΓΙΟΥΣΟΥΡΙ, Θεσσαλονίκη 1988

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007

Οικονομία


Περί της ένδειας των Ελλήνων και της εκμεταλλεύσεως τους υπό των τοκογλύφων

Όσοι θεωρούν πως το φαινόμενο του καταχρεωμένου Νεοέλληνα, της αυθαιρεσίας των τοκογλυφικών τραπεζικών μηχανισμών και της συμφεροντολογικής και κοντόφθαλμης κρατικής αδράνειας αποτελεί πρωτόγνωρο γεγονός στην ελληνική πραγματικότητα, πλανώνται πλάνη οικτρά. Το απόσπασμα που ακολουθεί από το βιβλίο του Α.Μ. Ιδρωμένου, «Ιωάννης Καποδίστριας, κυβερνήτης της Ελλάδος» [Αθήνα, 1900], αποκαλύπτει του λόγου το αληθές. Οι επαναστατημένοι Έλληνες μετά από αγώνες και θυσίες ετών, αν και απαλλαγμένοι πλέον από το «τουρκικό θηρίο», αισθάνονται στον τράχηλο το πνιγηρό σφίξιμο ενός «νέου ζυγού». Οι τοκογλύφοι απειλούν να τους καταστήσουν άστεγους και ακτήμονες, ακριβώς όπως και στις ημέρες μας.
Ι.Λ.

Βαρείς ήσαν οι τόκοι εν Ελλάδι διά την σπάνιν των χρημάτων και την έλλειψιν της περί αποδόσεως των δανείων ασφαλείας. Ο Κυβερνήτης παρήνεσεν την μετρίασιν[1].

Υπό τε της εν Τροιζήνι και των προηγουμένων εθνικών συνελεύσεων είχον ανακηρυχθή ως πολιτικοί νόμοι ισχύοντες εν Ελλάδι μέχρι δημοσιεύσεως του αστικού κώδικος αι διατάξεις των Βυζαντινών αυτοκρατόρων[2]. Το πρόχειρον αυτών απάνθισμα εν τη Εξαβίβλω του Αρμενοπούλου και επί Τουρκοκρατίας απετέλει τον αστικόν νόμον πάσης Ελληνικής κοινωνίας. Κατά τας Βυζαντινάς διατάξεις, τας κυρίως περιερχομένας εν τω κειμένω των Βασιλικών και των Νεαρών, ο ετήσιος τόκος των δανείων περιωρίσθη, ως και υπό του Ιουστινιανού, από δώδεκα επί τοις εκατόν εις εξ τοις εκατόν κατ’ ανώτατον όρον, αλλ’ ουδόλως πλέον τόκος ωφείλετο άμα δι’ αυτού εδιπλσιάζετο το κεφάλαιον[3]. Κατ’ εξαίρεσιν, ούτε οι επιφανείς άρχοντες ηδύναντο να λάβωσι πλέον των τεσσάτων τοις εκατόν, ούτε οι χωρικοί υπεχρεούντο εις ανώτερον ποσόν. Εμπορικώς μόνον επετρέπετο τόκος μέχρις οκτώ τοις εκατόν, και επί ναυτοδανείων και δανείων καρπών δώδεκα τοις εκατόν[4]. Οι δε αναισχύντως τοκίζοντες και ανατοκίζοντες υπεβάλλοντο εις ατίμωσιν[5]. Και των τοπικών έτι εθίμων η ισχύς απεκλείετο υπό του νόμου ορίζοντος «μήτε τους δικαστάς ποτε καταδικάζειν εις πλείονα τόκον προφάσει της των τόκων συνήθειας». Και πάσα υπέρ το νόμιμον μέτρον του τόκου, ή περί ανατοκισμού, ή προς υπεκφυγήν του νόμου γενομένη ως έκθεσμος ηκυρούτο[6].

Ότι οι τόκοι ήσαν βαρείς συνομολογεί ο Τρικούπης, ουδέ φαίνεται εναντιούμενος διότι ο Κυβερνήτης παρήνεσε την μετρίασιν αυτών. Εκ της επισωρεύσεως των τόκων εν τη αδυναμία της αποτίσεως και της επιδεινωθείσης τοκογλυφίας πλείστοι, μόλις διασωθέντες από του Τουρκικού ζυγού, θα καθίσταντο άστεγοι και ακτήμονες.

__________________


[1] Ιστορία της Ελλάδος, Επ. Τ. 4. σελ. 286
[2] Σύνταγμα Τροιζήνας, άρθ. 142_Επιδαύρου Κόππα Η΄_Άστρους Π΄
[3] Βασιλικά, ΚΔ΄, ς΄, 26
[4] Βασιλικά, ΚΓ΄, γ΄, 74
[5] Βασιλικά, ΚΑ΄, γ΄, 19_Αρμενόπουλου, Γ΄, ζ΄, 20
[6] Βασιλικά, ΚΓ΄, γ΄, 74_Μόνο διά του από 23 Φεβρουαρίου 1835 Β.Δ. εκηρύχθησαν υπερισχύοντα τα πολυχρονίως κρατήσαντα έθιμα._Βασιλικά, ΚΓ΄, γ΄, 29_Αρμενόπουλου Γ΄, ζ΄, 23_Όρα Καλλιγά Γ΄#308-310, σελ. 435, έκδ. β΄.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Άνθρωπος


Περί θηλασμού[1]

Για να είμαστε ειλικρινείς, κανείς δεν έχει καταφέρει ακόμα να πάρει μια σαφή απάντηση από ένα νεογέννητο μωρό για την προτίμησή του, αλλά μπορώ να κάνω μια βάσιμη υπόθεση. Αν εγώ ήμουν μωρό και είχα την δυνατότητα να επιλέξω ανάμεσα σε ένα ζεστό, απαλό στήθος που είναι κολλημένο σε μια ζεστή απαλή μαμά και μια κρύα λαστιχένια θηλή που την έχουν μουλιάσει σε ένα υγρό που έχει τη γεύση παλιού νερού πισίνας, ξέρω ποιο θα διάλεγα. Τα μωρά δεν είναι χαζά !

Το στήθος είναι το καλύτερα συσκευασμένο κουτί γάλακτος που έχει σχεδιαστεί ποτέ. Είναι ασφαλές, καθαρό, μεταφέρεται εύκολα και έχει πάντοτε τη σωστή θερμοκρασία.

Το γάλα του στήθους είναι στιγμιαίο και προσφέρει άμεση εξυπηρέτηση. Δεν χρειάζεται να αποστειρώσετε εξοπλισμό, να ετοιμάσετε μείγματα ή να ζεστάνετε δοχεία. Αυτό είναι πολύ βολικό για την μαμά, η οποία μπορεί να ταΐσει το μωρό της όπου και όποτε θέλει. Υποθέτω ότι και οι περισσότεροι μπαμπάδες το βρίσκουν αρκετά βολικό αφού μπορούν να συνεχίσουν τον ύπνο τους όταν μιλάμε για τη νυχτερινή βάρδια.

Εκτός από το ότι αποφεύγετε μπιμπερό και νερό που μπορεί να μην είναι πάντοτε καθαρά, το γάλα του στήθους περιέχει πολλές ουσίες που προσφέρουν κάποια προστασία από λοιμώξεις. Αυτά είναι αντισώματα που περνάνε στο έντερο του μωρού, δυναμώνοντάς το για να αντιμετωπίσει κάποια γαστρικά παράσιτα. Ταυτόχρονα, το γάλα του στήθους διαλύεται στο στομάχι και δημιουργεί ένα φιλικό περιβάλλον το οποίο ενθαρρύνει τα καλά βακτηρίδια να πολλαπλασιαστούν και να εκδιώξουν έτσι άλλους επικίνδυνους εισβολείς. Στις χώρες του τρίτου κόσμου, τα μωρά που τρέφονται από μπιμπερό έχουν ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης.

Ο θηλασμός προσφέρει επίσης και κάποια προστασία από πολλές άλλες μολύνσεις και επίσης φαίνεται να σχετίζεται με τη μείωση των πιθανοτήτων του συνδρόμου αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Ο βαθμός προστασίας είναι ανάλογος με το πόσο γάλα από θηλασμό λαμβάνει το μωρό. Κάποια προστασία διαρκεί για χρόνια μετά τη διακοπή του θηλασμού. Ένα παιδί που πηγαίνει στον παιδικό σταθμό θα έχει ακόμα κάποια προστασία έστω κι αν είχε σταματήσει το θηλασμό όταν έγινε έξι μηνών.

Προφανώς, μετά από μερικά εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, το αγελαδινό γάλα έχει τελειοποιηθεί για να ταιριάζει καλύτερα στα μοσχαράκια, το κατσικίσιο για να ταιριάζει στα κατσικάκια και επομένως το γάλα του ανθρώπου έχει τελειοποιηθεί για να ταιριάζει στα ανθρώπινα μωρά. Βέβαια τα μωρά μπορούν να αναπτυχθούν μια χαρά και με άλλες ποικιλίες, αλλά θα ήταν πιο λογικό να χρησιμοποιήσουμε το προϊόν που συνιστά…ο κατασκευαστής.
___________________

[1] Από το βιβλίο «Μωρά», του Δρ. Κρίστοφερ Γκρην, των εκδόσεων Πλατύπους
Η πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου του 2007 ήταν αφιερωμένη στον μητρικό θηλασμό

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007

Παιδεία


Ανθρωπιστικά γράμματα[1]

Στην αρχαιότητα είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα ελληνικά γράμματα διδάχτηκαν, στην Αθήνα τουλάχιστον, σε ευρείες λαϊκές ομάδες από τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου π.Χ. αιώνα. Στην παραδοχή αυτή μας οδηγεί κυρίως η καθιέρωση, κατά το 508/7 π.Χ. του θεσμού του οστρακισμού, που εμφανώς προϋπέθετε γνώση της γραφής από τους Αθηναίους πολίτες – ψηφοφόρους. Αλλά και οι γραπτές μαρτυρίες οδηγούν στην ίδια διαπίστωση και επιπλέον, παρέχουν ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη από την περίοδο αυτή μιας οργανωμένης εκπαιδευτικής λειτουργίας, που εξασφάλιζε γραμματειακή αγωγή[2] σε σχετικά ευρείες ομάδες πολιτών. Επρόκειτο για τα λεγόμενα γραμματοδιδασκαλεία. Ο Αριστοφάνης[3] εμφανίζει τη γενιά των μαραθωνομάχων να έχει φοιτήσει ομαδικά σε σχολεία από ανατολής ηλίου, ενώ ο Πλούταρχος[4] παρουσιάζει τους Τροιζηνίους, στους οποίους είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα των Αθηναίων μετά την περσική εισβολή του 480 π.Χ., να παρέχουν αγωγή στους νέους της Αθήνας, κατά την περίοδο της εκεί διαμονής των παιδιών των Αθηναίων πολιτών.

Διδασκόμενα κείμενα ήσαν κυρίως τα ομηρικά έπη, τα οποία από πολύ νωρίς (6ο-5ο π.Χ. αι.) είχαν καταστεί κείμενα κλασσικά. Ο Πλάτων[5] μαρτυρεί ότι πολλοί στην εποχή του δέχονταν ότι «την Ελλάδα πεπαίδευκεν ούτος ο ποιητής», ενώ ο Αισχύλος[6] είχε αποκαλέσει τα δράματά του «τεμάχη των Ομήρου μεγάλων δείπνων». Παράλληλα όμως προς τα ομηρικά έπη διδάσκονταν και συλλογές λυρικών ποιητών, στις οποίες κυριαρχούσαν οι λεγόμενοι γνωμικοί ποιητές, γιατί αυτοί κατεξοχήν προσφέρονταν για τη φρονηματική αγωγή των νέων, με τις γνωμικές θέσεις και τα ηθικά παραγγέλματα που περιείχαν. Ακόμη, τα κείμενα των νόμων του Σόλωνα χρησιμοποιήθηκαν ως διδακτική ύλη, επειδή η γλωσσική διατύπωσή τους, που διακρινόταν για την αρτιότητα, προσφερόταν για την έναρξη του διδακτικού έργου.

Η εργασία στα κείμενα, κατά τα πρωιμότερα χρόνια, ήταν κατά βάση γλωσσική, με επικρατούσα τη λεξιλογική επεξεργασία του κειμένου, που ήταν αναγκαία, επειδή η αρχαία γραμματεία χαρακτηριζόταν από πλούσια διαλεκτική ποικιλία. Από κείμενο του Αριστοφάνη[7] φαίνεται πως από τον 5ο ήδη π.Χ. αιώνα τα ομηρικά έπη και οι νόμοι του Σόλωνα χρειάζονταν γλωσσική επεξεργασία, για να γίνουν κατανοητά από τους νέους της εποχής αυτής. Κατά συνέπεια, από τον 5ο ήδη π.Χ. αιώνα θα είχε αρχίσει η λεξιλογική και γρμματική επεξεργασία των κειμένων στην διδακτική πράξη. Και άλλες γραμματειακές πηγές επιβεβαιώνουν την παραπάνω εκτίμηση[8]. Μετά την πρώτη αυτή προσέγγιση, φαίνεται ότι, πέραν των γλωσσικών στόχων, σχετικά νωρίς η διδασκαλία επιδίωξε και στόχους γενικότερης ανθρωπιστικής[9] καλλιέργειας των νέων, μέσω της ουσιαστικότερης ερμηνευτικής διείσδυσης στα κείμενα. Τούτο καταφαίνεται από τη διαδεδομένη σωκρατική και πλατωνική αντίληψη περί παιδείας, η οποία ήθελε η αγωγή των νέων να μην υπηρετεί πρακτικούς και επαγγελματικούς σκοπούς, αλλά να δημιουργεί ελεύθερους δημοκρατικούς πολίτες με ολόπλευρη καλλιέργεια της προσωπικότητάς τους. Ο Σωκράτης στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, αναφερόμενος στην παραδοσιακή εκπαίδευση της εποχής του, λέγει σε νέο που θέλει να παρακολουθήσει τα μαθήματα του σοφιστή Πρωταγόρα: «τούτων γαρ (των μαθήσεων) σύ εκάστην ουκ επί τέχνη έμαθες ως δημιουργός εσόμενος, αλλ’ επί παιδεία ως τον ιδιώτην και τον ελεύθερον πρέπει[10]». Στα χρόνια της κλασσικής ακμής, η διδασκαλία των κειμένων απέβλεπε, κατά κύριο λόγο, στην διάδοση της γνώσης των λεγομένων «καλών τεχνών». Στην κατοχή, δηλαδή, της ευγλωττίας, στην λογοτεχνική και φιλοσοφική γνώση, στις θεωρητικές ικανότητες και στην τέχνη της διακυβέρνησης της πολιτείας. Για τον Πλάτωνα «Παιδεία μεν έσθ’ η πάιδων αλκή τε και αγωγή προς το υπό του λόγου ορθόν ειρημένον[11]». Ακόμα, θεωρεί ο Πλάτων αγωγή «την προς αρετήν εκ παίδων παιδείαν, ποιούσαν επιθυμητή τε και εραστήν του πολίτη γενέσθαι τέλεον άρχει τε και άρχεσθαι επιστάμενον μετά δίκης[12]». Ο φιλόσοφος δεν θεωρεί την επαγγελματική εκπαίδευση παιδεία.

Οι σοφιστές όμως και ο Ισοκράτης, στη διδασκαλία τους επέμεναν κατεξοχήν στη γνώση της γλωσσικής φόρμας, επειδή με αυτήν υπηρετείται η καλλιέπεια και ο πειστικός λόγος. Σ’ αυτούς οφείλουν το ξεκίνημά τους οι μεταγενέστερες σχολές γραμματικής και ρητορικής, που τυποποίησαν τις σπουδές και έδωσαν σ’ αυτές μορφή εξωτερική και ρητορική. Γενικά, οι σοφιστές αναδείχτηκαν σε δασκάλους της σχετικιστικής πνευματοκρατικής εκπαίδευσης και αξιοποίησαν τα κείμενα για την επίτευξη στόχων που πραγμάτωναν αυτό το είδος παιδείας.
_________________________________

[1] Αθανασίου Βερτσέτη, "Διδακτική των Αρχαίων Ελλήνων", Αθήνα 1994
[2] Η αγωγή ως καλλιτεχνική και γυμναστική – αγωνιστική άσκηση των νέων είχε προηγηθεί της γραμματικής αγωγής. Αλλά και η οικοδιδασκαλία είχε προηγηθεί της ομαδικής (σχολικής) αγωγής, χωρίς η μορφή αυτή της εκπαίδευσης να εκλείψει μεταγενεστέρως. [Αριστοτέλη, «Ηθικά Νικομάχεια», 1180Β – Κοϊντιλιανού, Ι 2].
[3] «Νεφέλαι», στ. 986 κ.ε. Πρέπει να παρατηρηθεί πως οι μαχητές του 490 π.Χ. ήσαν σε ηλικία εκπαίδευσης πριν από το 500 π.Χ., εξ’ ου και τεκμαίρεται πως με ασφάλεια μπορούμε να μιλήσουμε για την ύπαρξη οργανωμένης δημόσιας εκπαίδευσης ήδη από την εποχή εκείνη.
[4] «Βίον Θεμιστοκλέους», όπου ο Πλούταρχος λέγει ότι οι Τροιζήνιοι αποφάσισαν «υπέρ αυτών (των παίδων) διδασκάλοις τελείν μισθούς», κεφ. 10 3
[5] «Πολιτεία», Χ 606 Ε
[6] Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί» VIII 347 E
[7] Σε σωζόμενο απόσπασμα της κωμωδίας «Δαιταλής» (=συνδαιτημόνες) αναπτύσσεται ο εξής διάλογος μεταξύ δύο μαθητών ενός σχολείου:
- «Προς ταύτα σύ λέξον ομηρείους γλώττας, τί καλούσι κόρυβα…τί καλούσ’ αμενηνά κάρηνα;
- Ο μεν ουν σος, εμός δ’ ούτος αδελφός φρασάτω τί καλούσιν ιδυίους;»

Οι όροι «κόρυβα¨(=κορυφές) και «αμενητά κάρηνα» (=νεκροκεφαλές) προέρχονται από τον Όμηρο και ο όρος «ιδυίους» (=μάρτυρες) από τους νόμους του Σόλωνα.
[8] Ο Δημόκριτος είχε συγγράψει συγγράμματα με τίτλους «Περί Ομήρου ή ορθοεπειής και γλωσσέων», όπου γλώσσα = λέξη με σκοτεινή διαδικασία, «Περί καλλοσύνης επέων», ενώ ο Πρωταγόρας είχε ασχοληθεί με το γένος των ονομάτων και τη σημασία των εγκλίσεων.
[9] Στην εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου (1ος π.Χ. αι.) αναπτύχθηκε ο λεγόμενος «ρωμαϊκός ανθρωπισμός», που είχε τη μορφή εκτεταμένων μελετών, αναλύσεων και δημιουργικών απομιμήσεων των έργων των μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων. Οι Ρωμαίοι, που πρώτοι τράπηκαν προς τον ανθρωποκεντρικό αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, επονομάστηκαν «πρώτοι ανθρωπιστές» Ας παρατηρηθεί πως οι Ρωμαίοι δεν χρησιμοποίησαν τη λατινική μετάφραση erudition graeca για να αποδώσουν την ελληνική παιδεία στα Λατινικά, αλλά τον όρο humanitas, που δηλώνει την πρώτη αναγνώριση από ξένο λαό της ανθρωποπλαστικής υφής της ελληνικής παιδείας. Τον όρο studia humanitatis πρώτος χρησιμοποίησε ο Κικέρων το 62 π.Χ. στο λόγο του Pro Archia poeta, παρ. 5.
[10] Πλάτωνα, «Πρωταγόρας», 312 Β
[11] Πλάτωνα, «Νόμοι», 312 Β
[12] Πλάτωνα, «Νόμοι», Ι 643 Ε

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

Παγκοσμιοποίηση


Επιστήμες και Ηθική[1]

Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, εξωτερικοί παράγοντες αρχίζουν να επηρεάζουν ολοένα και πιο έμμεσα, ολοένα και πιο έντονα τα τεκταινόμενα μέσα στα επιστημονικά εργαστήρια, τις πανεπιστημιακές αίθουσες, ακόμα και τα επιστημονικά συνέδρια. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός πως η βασισμένη στην επιστήμη τεχνολογία, της οποίας η δύναμη πολλαπλασιάστηκε με την οικονομική έκρηξη, φαινόταν να επιφέρει θεμελιώδεις, ίσως μάλιστα και αμετάκλητες αλλαγές στον πλανήτη γη ή τουλάχιστον στην γη ως την κατοικία ζώντων οργανισμών. Κι αυτό ήταν ακόμα πιο ανησυχητικό υπό το βάρος της προοπτικής μιας ενδεχόμενης πυρηνικής καταστροφής, εφιάλτη που βίωνε ο μέσος δυτικός και ανατολικός πολίτης κατά τη μακρά διάρκεια της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης. Και μολονότι ένας πυρηνικός πόλεμος μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ. αποφεύχθηκε, τελικά, τα παράγωγά της βασισμένης στην επιστήμη οικονομικής ανάπτυξης δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν. Έτσι το 1973, δύο χημικοί, οι Ρόουλαντ (Rowland) και Μολίνα (Molina) ήταν οι πρώτοι που επεσήμαναν πως οι φθοριούχοι άνθρακες[2] κατέστρεφαν το όζον στην ατμόσφαιρα του πλανήτη. Θα ήταν ίσως πολύ δύσκολο να παρατηρήσει κανείς κάτι τέτοιο νωρίτερα, καθώς η εκπομπή τέτοιων χημικών[3] στην ατμόσφαιρα ανερχόταν συνολικά στους σαράντα χιλιάδες τόνους πριν από τις αρχές της δεκαετίας του ’50[4]. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όλοι ήδη γνώριζαν περί της ύπαρξης «τρυπών όζοντος» στην ατμόσφαιρα και το μόνο ερώτημα που απασχολούσε την επιστημονική κοινότητα ήταν το πόσο σύντομα θα προχωρούσε η καταστροφή αυτού του στρώματος του όζοντος, καθώς και το πόσο σύντομα η εξέλιξη αυτή θα έφτανε σε σημείο που θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες του πλανήτη να αναπληρώνει με φυσικούς μηχανισμούς τις απώλειες αυτές. Τα αποτελέσματα του φαινομένου του «θερμοκηπίου», της ανεξέλεγκτης δηλαδή ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη, λόγω των δίχως όριο εκπομπών διαφόρων αερίων[5] αποτέλεσε κύριο ζήτημα για τους ειδήμονες και πολιτικούς, ταυτόχρονα, για πρώτη φορά στην δεκαετία του ’80. Μολονότι ορισμένες φορές η διόγκωση των δεδομένων ήταν προφανής, ο κίνδυνος ήταν πλέον μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.

Την ίδια περίπου εποχή, η λέξη «οικολογία»[6] απέκτησε το γνωστό και ημιπολιτικό νόημά της [Νίκολσον (Nicholson), 1977][7]. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε άλλωστε να θεωρηθεί η κατακλείδα ή διαφορετικά οι φυσική συνέπεια μιας εποχής εκπληκτικής οικονομικής υπερανάπτυξης, που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει ποτέ στο παρελθόν η ανθρωπότητα.

Οι ανησυχίες αυτές θα αρκούσαν για να εξηγήσουν την επιστροφή[8] στο πλάι των φυσικών επιστημών της πολιτικής και της ιδεολογίας, για πρώτη φορά μετά το τέλος της θρησκευτικής ηγεμονίας. Η διείσδυσή τους μέσα στις ίδιες τις επιστήμες θα πάρει σύντομα τη μορφή διαμάχης αναφορικά με την ανάγκη να τεθούν ορισμένα πρακτικά και ηθικά όρια στην επιστημονική έρευνα.

Ουδέποτε άλλοτε, από το τέλος της θεολογικής ηγεμονίας, είχαν εγερθεί τόσο σοβαρά ζητήματα. Δεν αποτελεί άλλωστε έκπληξη το ότι τα ερωτήματα αυτά προήλθαν από εκείνο τον κλάδο των φυσικών επιστημών που πάντα είχε ή έστω φάνηκε να έχει άμεσες συνέπειες στα ανθρώπινα πράγματα: την γενετική δηλαδή και την εξελικτική βιολογία. Διότι μέσα σε δέκα χρόνια από τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου σημειώθηκε πραγματική επανάσταση στις «ζωντανές» επιστήμες διά μέσου της προόδου που επιτεύχθηκε στο επίπεδο της μοριακής βιολογίας[9] και την αποκάλυψη του καθολικού μηχανισμού της κληρονομικότητας, του «γενετικού κώδικα».
_________________

[1] Ερρίκος Χομπσμπάουμ, «Η εποχή των άκρων», κεφ. 18ο, V, εκδόσεις Θεμέλιο, 1997
[2] Που χρησιμοποιήθηκαν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην κατασκευή των ψυγείων, καθώς και στο παρελθόν στην κατασκευή των περίφημων «αεροζόλ»
[3] CFC 11 και CFC 12 χλωροφθοράνθρακες
[4] Εντούτοις στο διάστημα 1960-1972 η ποσότητα αντίστοιχων εκπομπών στην γήινη ατμόσφαιρα ανήλθε σε πάνω από 3,6 εκατομμύρια τόνους
[5] Το θέμα αυτό άρχισε να συζητείται σοβαρά ήδη από το 1970
[6] Ο όρος «οικολογία» επινοήθηκε για πρώτη φορά το 1873 και χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλωθεί ο κλάδος εκείνος της βιολογίας που μελετούσε τις αμοιβαίες σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον τους
[7] «η οικολογία […] είναι επίσης ο κυριότερος διανοητικός επιστημονικός κλάδος και το κυριότερο εργαλείο που μας επιτρέπει να ελπίζουμε πως η ανθρώπινη εξέλιξη μπορεί να μεταλλαχθεί, μπορεί να μετακινηθεί προς μια νέα πορεία, ούτως ώστε ο άνθρωπος να πάψει να μεταβάλλει σε κόλαση το περιβάλλον από το οποίο εξαρτάται το μέλλον του»
[8] Στην δεκαετία του 1970
[9] Μετά το 1914 μπορούσε να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι θα έπρεπε και θα μπορούσε ο άνθρωπος να εξηγήσει τη ζωή διά μέσου της φυσικής και της χημείας και όχι υπό το πρίσμα κάποιας προσιδιάζουσας στους ζώντες οργανισμούς ουσίας. «Πώς μπορεί η φυσική και η χημεία να ερμηνεύσουν τα γεγονότα που συντελούνται στο χώρο και στον χρόνο εντός των χωρικών ορίων ενός ζώντος οργανισμού;», αναρωτιόταν ο Σρέντιγκερ (Schroedinger) το 1944. Πράγματι , τα βιοχημικά μοντέλα για την πιθανή προέλευση της ζωής πάνω στην γη, το ηλιακό φως, η μεθάνη, η αμμωνία και το νερό, προτάθηκαν για πρώτη φορά στην δεκαετία του ’20 – έχοντας κυρίως αντιθρησκευτικά κίνητρα – στην Σοβιετική Ρωσία και την Βρετανία και έκτοτε έθεσαν το θέμα στην επιστημονική ημερήσια διάταξη

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Δημοκρατία και Τυραννία


Περί Δημοκρατίας

Οι αγώνες υπέρ της δημοκρατίας, στον ελληνικό χώρο, αποτελούν πανάρχαιη παράδοση, συνυφασμένη με την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα. Και μπορεί μεν η Ελλάδα να υπήρξε, ταυτόχρονα, η κοιτίδα όλων των γνωστών στον άνθρωπο πολιτευμάτων, η Τυραννία όμως δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται παρεκτροπή και τροχοπέδη στην ανάπτυξη της «πόλης». Τα αποσπάσματα που ακολουθούν, από το βιβλίο της καθηγήτριας Ιωάννας Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, «Θεσμοί της αρχαιότητας» [εκδόσεις Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1987] καταδεικνύουν περίτρανα πως το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων υπέρ της δημοκρατίας αποτελεί ίδιον της φύσης της φυλής μας.
Ι.Λ.

Τα δύο ολιγαρχικά καθεστώτα που βίωσε η Αθήνα, των Τετρακοσίων (411 π.Χ.) και των Τριάκοντα (404 π.Χ.), ανταποκρίνονται απόλυτα στην ολιγαρχία, έτσι όπως την περιγράφουν οι θεωρητικοί. Η ολιγαρχία εγκαθιδρύεται κατά κανόνα «τοις πράγμασι». Οι νόμοι και οι πολίτες αγνοούνται, οι αντίπαλοι του καθεστώτος διώκονται, συχνά θανατώνονται, οι περιουσίες τους δημεύονται. Οι λόγοι του Λυσία και τα Ελληνικά του Ξενοφώντα αναφέρουν με αποστροφή τα εγκλήματα με τα οποία οι Αθηναίοι συνέδεσαν τους Τριάκοντα, αρχή παραπλήσια της τυραννίδας[1].

Τα ολιγαρχικά καθεστώτα της Αθήνας υπήρξαν μάλλον βραχύβια και είχαν, κατά κάποιο τρόπο, πραξικοπηματικό χαρακτήρα. Σε άλλα μέρη όμως αποτελούσαν το φυσικό και διαρκές καθεστώς, όπως στη Σπάρτη όπου η ολιγαρχία εμφανίζει σχήμα πυραμίδας (είλωτες - περίοικοι - τριάντα γέροντες - πέντε έφοροι). Όπως δε χαρακτηριστικά λέγεται «οι μεν Αθηναίοι κατέλυαν παντού τις ολιγαρχίες, οι δε Λάκωνες τις δημοκρατίες»[2].

Ψήφισμα του Δημοφάντους κατά των τυράννων
410/409 π,Χ.
Ανδοκίδης, Περί Μυστηρίων (Ι), 96-98.

Εάν τις δημοκρατίαν καταλύη την αθήνησιν, ή αρχήν τινα άρχη καταλελυμένης της δημοκρατίας, πολέμιος έστω Αθηναίων και νηποινεί τεθνάτω, και τα χρήματα αυτού δημόσια έστω, και της θεού το επιδέκατον. Ο δε αποκτείνας τον ταύτα ποιήσαντα και ο συμβουλέυσας όσιος έστω και ευαγής.
Ομόσαι δ’ Αθηναίους άπαντας καθ’ ιερών τελειών, κατά φυλάς και κατά δήμους, αποκτενείν τον ταύτα ποιήσαντα…

Όποιος καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αθήνα ή ασκήσει οποιαδήποτε αρχή μετά την κατάλυση της δημοκρατίας, να θεωρηθεί εχθρός των Αθηναίων και να φονευθεί ατιμωτητί, η δε περιουσία του να δημευθεί και το ένα δέκατο να περιέλθει στην θεά (Αθηνά). Αυτός που θα φονεύσει τον τύραννο ή τον συνεργό, καθώς και ο ηθικός αυτουργός, να είναι απαλλαγμένοι από το μίασμα (που επιφέρει η ανθρωποκτονία).
Να ορκισθούν όλοι οι Αθηναίοι, κατά φυλές και κατά δήμους, επάνω από ακέραια θυσιάσματα, ότι θα φονεύσουν τον τύραννο ή τον συνεργό.

Νόμος του Ευκράτους κατά της Τυραννίδος
336 π.Χ.

Ευκράτης Αριστοτίμου Πειραιεύς είπεν. Αγαθήι τύχηι του δήμου του Αθηναίων. Δεδόχθαι τοις νομοθέταις. Εάν τις επαναστήι τώι δήμωι επί τυραννίδι ή την τυραννίδα συνκαταστήσηι ή τον δήμον τον Αθηναίων ή την δημοκρατίαν την Αθήνησιν καταλύσηι, ος αν τον τούτων τι ποιήσαντα αποκτείνηι, όσιος έστω. Μη εξείναι δε των βουλευτών των της βουλής της εξ Αρείου Πάγου, καταλελυ(μ)ένου του δήμου ή της δημοκρατίας της Αθήνησιν ανιέναι εις Άρειον Πάγον μηδέ συνκαθίζειν εν τώι συνεδρίωι μηδέ βουλεύειν μεδέ περί ενός. Εάν δε τις του δήμου ή της δημοκρατίας καταλελυμένων των Αθήνησιν ανίηι των βουλευτών των εξ Αρείου πάγου εις Άρειον Πάγον ή συγκαθίζηι εν τώι συνεδρίωι ή βουλεύηι περί τινος, άτιμος έστω και αυτός και γένος το εξ εκείνου και η ουσία δημοσία έστω αυτού και της θεού το επιδέκατον.

Πρόταση του Ευκράτους του Αριστοτίμου, από το δήμο του Πειραιά: Κρίθηκε ορθό από τους νομοθέτες, αν κάποιος καταλύσει το δημοκρατικό καθεστώς και να εγκαθιδρύσει τυραννίδα, συνεργασθεί με το τυραννικό καθεστώς, αποστερήσει τους Αθηναίους πολίτες από τις εξουσίες τους ή καταλύσει τη δημοκρατία επιτρέπεται να φονευθεί ατιμωρητί. Στο διάστημα που πολίτες έχουν στερηθεί τις εξουσίες τους και έχει καταλυθεί η δημοκρατία στην Αθήνα, απαγορεύεται στα μέλη του Αρείου Πάγου η προσέλευση στον Άρειο Πάγο, η συμμετοχή στις συνεδριάσεις, καθώς και η λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως. Αν στο διάστημα που οι πολίτες έχουν στερηθεί τις εξουσίες τους και έχει καταλυθεί η δημοκρατία στην Αθήνα, κάποιο από τα μέλη του Αρείου Πάγου μεταβεί στον Άρειο Πάγο ή μετάσχει σε συνεδρίαση ή σε λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως, τιμωρείται με την ποινή της ατιμίας, ο ίδιος και η γενιά του, δημεύεται η περιουσία του και το ένα δέκατο περιέρχεται στη θεά (Αθηνά).

Νόμος του Ιλίου κατά των Τυράννων, Ολιγαρχίας και Δήμου καταλύσεως
3ος π.Χ. αι.

Ος [δ’] αν απ[ο]κτείνηι τα[ον τα]ύραννο[ν] ή τον ηγεμόνα τη[ς] ολιγαρ[χ]ίας ή τον την δ[]ημοκρατίαν καταλύον[τ]α, α΄ν μεν έναρχο[ς], τάλαντον αργυρ[‘ι]ου λ[α]μβάνειν παρά της πόλεως αυθημε[ρον] ή τη Δευτέρα [κα]ι εικό[να] χαλκήν αυ[τα]ο[ύ στ]ή[σ]α[ι τα]ο[ν δή]μον, είναι δε αυτώι και σίτ[ησιν ε]ν πρ[υτα]νεί[ω, έ]ως [αν] ζ[η] και εν τοις αγώ[σι] εις π[ρο]εδρίαν [κηρύ]σσεσθαι ονομαστεί και δύο δ[ρ]αχμάς δίδοσθαι αυτώι εκάστης ημέρας μέχρι αν ζήι. Εάν δε ξένοςήι ο απ[οκ]τα[εί]νας, ταυτά δίδοσθαι αυτώ[ι] και πολίτης έστω [κα]ι ε[ις φυλ]ήν εξέστω αυ[τα]ώ[ι] εισελθείν ην αν βούληται. Εάν δε δούλος ήι ο [α]ποκτ[είνας, επί]τιμος [έ]στω και πολιτείας [μ]ε[τεχέτω κατά τον ν]όμον και τριάκοντα μνας λαμβανέτω παρά της πόλεω[ς] αυθημερόν ή τα[η Δευτέρα και, μέχρι αν ζη, εκάσ]της ημέρας λαμβανέτω δραχμήν. … της αρχής οι με … τάλαντον αργ]υρίου λαμβανέτ[ωσαν …] τριάκοντα μνα[ς] … τω πολίτη.

Όποιος σκοτώσει τον τύραννο ή τον ηγέτη της ολιγαρχίας ή αυτόν που προσπάθησε να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα, αν μεν ανήκει στην κατηγορία των πολιτών που δικαιούνται να ασκούν δημόσια αξιώματα, να λάβει από την πόλη την ίδια ημέρα ή την επόμενη, ένα αργυρό τάλαντο. Ο δήμος να φροντίσει να στηθεί χάλκινη η προτομή του, να σιτίζεται εφ’ όρου ζωής στο πρυτανείο, να έχει τιμητική θέση στους αγώνες όπου θα προσφωνείται από τον κήρυκα ονομαστί και όσο ζει να λαμβάνει δύο δραχμές την ημέρα. Αν ο φονεύσας είναι ξένος, εκτός από τα παραπάνω, να του απονεμηθεί επιπλέον η ιδιότητα του πολίτη και να εγγραφεί σε όποια φυλή θέλει. Αν ο φονεύσας είναι δούλος, να γίνει επίτιμος (πολίτης) και να μετέχει στα κοινά σύμφωνα με τον νόμο. Να λάβει δε από την πόλη, αυθημερόν ή την επομένη, τριάντα μνας, καθώς και μία δραχμή την ημέρα, εφ’ όρου ζωής.
___________________

[1] Ξενοφών, Ελληνικά ΙΙ, 3, 16: ώσπερ τυραννίδος,
[2] Αριστοτέλης, πολιτικά V, VI, 8, 13076. Γ. Κοντογιώργης, La theorie des revolutions chez Aristote, 1978

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

Γαστρονομία


«η φτώχεια ήταν πάντοτε
σύντροφος της Ελλάδας
»
(Ηρόδοτος 7, 102)


Κι όμως φαίνεται πως η ως άνω ρήση του Ηροδότου δεν αντικατοπτρίζει επακριβώς την πραγματικότητα, καθώς ως φαίνεται οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν τον τρόπο να θεραπεύουν με επιτυχία τις διαιτητικές επιπτώσεις της φτώχειας. Και είναι, επιπλέον, βέβαιο πως τα πλούσια ελέη που μας περιγράφει, μέσα από τις πηγές, ο Χρήστος Μότσιας στο βιβλίο του "Τί έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες" [εκδόσεις Κάκτος] δεν "γέμιζαν" μόνο τις τράπεζες των πλουσίων, αλλά αποτελούσαν μέρος των διατροφικών συνηθειών των μέσων αστών.

Ι.Λ.


Ένα πλούσιο δείπνο, την εποχή του Περικλή, ασφαλώς και δεν θα μας άφηνε αδιάφορους. Θα μπορούσαμε ν’ απολαύσουμε: λαγό μαγειρεμένο με αρώματα μέντας και θυμαριού, ψητές τσίχλες ή σπίνους, διατηρημένους μέσα σ’ ευωδιαστό λάδι, αρνάκι ή γουρουνόπουλο σούβλας, ποτισμένο με «θυλήματα», γλυκίσματα από ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, πασπαλισμένα με μελωμένο κρασί και με σουσάμι, αρμυρά τσουρέκια, βρεγμένα στο γάρο, ψητά ορτύκια[1], τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, «αίθοπα οίνο» από τη Χίο και τη Λέσβο, σταφύλια από τη Μένδη της Παλλήνης, χέλια και ψάρια από τη λίμνη Κωπαΐδα, θαλασσινά από τις πλούσιες ακτές της Εύβοιας, δαμάσκηνα από τη Δαμασκό της Συρίας, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, φάβα ή ζωμό από μπιζέλια[2], τηγανίτες βουτηγμένες στο λάδι και το μέλι, τυρί αλογίσιο[3], βραστούς βολβούς[4], ραπάνια για να περνά η μέθη και βέβαια πίτες της Αθήνας, το καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα «νωγαλεύματα».

Ο Αθήναιος[5] τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από την καλοπέραση των αρχαίων προγόνων μας, ώστε θέλησε ν’ αποτυπώσει σε κείμενα τις διατροφικές συνήθειές τους. Γύρω στα τέλη του 2ου μ.Χ. αι. έγραψε τους «Δειπνοσοφιστές», μια, κατ’ ουσίαν, γαστρονομική πραγματεία, που μας μεταφέρει ποκίλες λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των προγόνων μας, επικεντρώνοντας, ειδικά, στο θέμα της διατροφής.

Ο συγγραφέας των «Δειπνοσοφιστών» βρίσκει την ευκαιρία να παρεμβάλει στις συζητήσεις των «συμποσιαζομένων» πληροφορίες για όλες σχεδόν τις τροφές της αρχαιότητας, διάφορες συνταγές, τα πρώτα σε προτίμηση μεταξύ των εδεσμάτων, τις οινοπαραγωγές και φρουτοπαραγωγές περιοχές, καθώς και σχετικά με τις μεγάλες αγορές τροφοδοσίας.

Όμως, ο καθημερινός βίος των αρχαίων ελλήνων απασχόλησε και τους νεώτερους ερευνητές. Ο Γάλλος Παύλος Γκιρώ (Paul Guiraud) στο βιβλίο του «Η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας» (Παρίσι 1909) μας παραθέτει πολλά στοιχεία της αρχαίας ζωής, σημειώνοντας ακόμη και το κοστολόγιο των τροφίμων, περί της άνθησης του εμπορίου και σχετικά με τις διακυμάνσεις του τιμάριθμου.

Οι έρευνες του Καρόλου Πικάρ (Charles Picard), επίτιμου διευθυντή της γαλλικής αρχαιολογικής σχολής στην Αθήνα (1934), καταλήγουν στο καθόλου ενδιαφέρον συμπέρασμα πως οι αρχαίοι «έτρωγαν φαγητά που προτιμούν, συνήθως, οι ναυτικοί. Η μαγειρική των έμοιαζε με την σημερινή των … Κινέζων ή των Ιαπώνων. Οι τροφές των αρχαίων σκοπό είχαν να ερεθίσουν κι όχι να βαρύνουν το στομάχι, γι’ αυτό άλλωστε ήταν πλούσιες σε καρυκεύματα με ρίγανη, κύμινο και διάφορα άλλα αρωματικά βότανα».

Πολλά από τα μυστικά του διαιτολογίου των αρχαίων Ελλήνων και δεκάδες άλλες πληροφορίες αντλούμε από τα ομηρικά έπη, τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, τα ποικίλα συγγράμματα[6] φιλοσόφων, ιστορικών, ποιητών, λογογράφων, γιατρών και δειπνολόγων, που οι περισσότεροι αποτέλεσαν τις πηγές απ’ όπου άντλησε στοιχεία ο Αθήναιος.

______________________


[1] Οι Αθηναίοι του 5ου π.Χ. αι. αγαπούσαν ιδιαιτέρως τις ορτυκομαχίες και για τον λόγο αυτό εκτρέφανε με περισσή φροντίδα τα ορτύκια
[2] ο ζωμός από μπιζέλια ήταν, σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση το αγαπημένο έδεσμα του Ηρακλή
[3] το αλογίσιο τυρί αποτελούσε μέρος της διατροφής των πολεμοχαρών κατοίκων της μακρινής Σκυθίας
[4] οι κατανάλωση βολβών προτεινόταν ως αφροδισιακό
[5] γραμματικός ή σοφιστής από τη Ναύκρατι της Αιγύπτου. Έζησε στο τέλος του 2ου και στις αρχές του 3ου μ.Χ. αι. Έζησε στην Αλεξάνδρεια, όπου και δίδασκε. Προς το τέλος της ζωής του (επί αυτοκρατορίας Μάρκου Αυρήλιου) επισκέφθηκε την Ρώμη, όπου και παρέμεινε έως τον θάνατό του. Συγγράμματά του οι «Δειπνοσοφιστές», σε 15 βιβλία, το «Περί των εν Συρία Βασιλευσάντων», το «Περί του θαλασσίου ιχθύος Θράττης» και μια πραγματεία περί μονομαχίας.
[6] Πλάτωνας, Ηρόδοτος, Πλούταρχος, Ησίοδος, Αλκαίος, Θεόκριτος, Πολύβιος, Μένανδρος

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

Λαογραφία


Κέλτες, λατινόφωνοι και Βλάχοι*

Το όνομα «Βλάχος», καθώς και το αντίστοιχό του το «Τσίντσαρος» φαίνεται πως δεν προέρχονται σε ευθεία γραμμή από την βλάχικη διάλεκτο, καθώς και τα δύο αυτά ονόματα δεν σημαίνουν ετυμολογικά τίποτε στα βλάχικα. Οι γλωσσολόγοι που μελέτησαν το ζήτημα της προέλευσης της λέξης «Βλάχος» δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε ομόφωνο πόρισμα. Σήμερα συναντάμε δύο κυρίαρχες τάσεις.

Η πρώτη άποψη (γερμανική σχολή) προέρχεται από την γερμανική ιστοριογραφία και υποστηρίζει πως το όνομα «Βλάχος» προήλθε από τις γερμανικές ομόριζες λέξεις Βελχ (Welch) και Βάλας (Walash), με την οποία οι Γερμανοί προσδιόριζαν τους λατινόφωνους πληθυσμούς, με τους οποίους γειτνίαζαν γεωγραφικά[1].

Υπό αυτήν την έννοια η λέξη Βλάχος (Wallash) έχει την ίδια ετυμολογική ρίζα με τις λέξεις Ουαλλός (Walles) και Βαλώνος (Wallon). Εκτιμάται λοιπόν, πως το όνομα Βλάχος παραδίδεται από τους Γερμανούς στους Σλάβους και δια μέσου αυτών μεταλαμπαδεύεται σε όλη την Βαλκανική χερσόνησο. Με αυτόν τον τρόπο μια ξένη λέξη, που δεν έχει καμία ετυμολογική σημασία στην ντόπια λαλιά, πολιτογραφήθηκε τελικά στο λεξιλόγιο των ρωμανόφωνων της χερσονήσου.

Η δεύτερη άποψη (σλαβονική σχολή) προέρχεται από την σλαβική ιστοριογραφία. Από μελέτη του καθηγητή Μίλαν Σίμοβιτς, με τίτλο «Die Altslavische sprache[2]» μαθαίνουμε για την ύπαρξη της λέξης «βλας[3]», «βλάσι» στην παλαιοσλαβική γλώσσα. Παράλληλες έρευνες επί του ισχυρισμού του καθηγητή Μ. Σίμοβιτς επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές, της ύπαρξης, δηλαδή, της ως άνω παλαιοσλαβικής λέξης με την σημασία που της απέδωσε πρώτος ο Σίμοβιτς. Υπό αυτήν την έννοια, φαίνεται πως οι κατερχόμενοι[4] στην βαλκανική Σλάβοι αποκάλεσαν Βλάχους τους προγενέστερους κατοίκους των εν λόγω περιοχών διέλευσης και τελικής τους εγκατάστασης. Οι πρώτοι ρωμανόφωνοι λαοί τους οποίους οι Σλάβοι συνάντησαν στην πορεία τους ήταν οι Δάκες, βορείως του Δούναβη. Έκτοτε η λέξη «Βλάχος» θα χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίζει όλους τους ρωμανόφωνους πληθυσμούς της Βαλκανικής.

Την σλαβονική σχολή ενισχύει και το γεγονός ότι ως «Βλάχοι» αναφέρονται μόνο οι ρωμανόφωνοι της Βαλκανικής και όχι οι υπόλοιποι λατινόφωνοι λαοί της βόρειας, κεντρικής και νοτιοδυτικής Ευρώπης, παρά την χωροταξική γειτνίασή σους με τους Γερμανούς, γεγονός που παραπέμπει σε γλωσσολογικό γεγονός, άμεσα συνδεδεμένο με τις μεταναστευτικές κινήσεις των λαών στην προσδιορισμένη γεωγραφική περιοχή, στις αρχές της μεσαιωνικής περιόδου.

Τον ισχυρισμό του Μ. Σίμοβιτς ενισχύει και ο Τσέχος ιστορικός Ιωσήφ Παύλος Σάφαρικ, ο οποίος ισχυρίζεται πως οι παλαιοσλάβοι – πρωτοσλάβοι χρησιμοποιούσαν το όρο Βάλκ – Βλαχ για να προσδιορίσουν τους κελτικούς πληθυσμούς[5]. Επειδή όμως την εποχή που οι Σλάβοι έρχονται σε πρώτη επαφή με τους Κέλτες, οι τελευταίοι έχουν ήδη δεχτεί ως εθνική τους γλώσσα την λατινική, μπορεί, άφοβα, να εξαχθεί το συμπέρασμα πως όντως οι λέξεις Βλάχος – Βαλλώνος – Ουαλλός έχουν κοινή ρίζα, προσδιοριστική των λατινόφωνων πληθυσμών.

Την θέση του Ι.Π. Σάφαρικ στηρίζει και ο Ρώσος εθνογράφος Σ.Π. Τολστώφ, ο οποίος το 1984 διεξήγαγε σχετική έρευνα.

Σχετικά με το όνομα Τσίντσαρος, με το οποίο καταγράφουν οι σερβοκροατικές, οι γερμανικές και οι αυστροουγγρικές πηγές τους Βλάχους, που φτάνουν στις περιοχές τους από την Ηπειρομακεδονία κατά τη διάρκεια των 16ου, 17ου, 18ου και 19ου αί., υπάρχει μόνο μία ετυμολογική εξήγηση, όπως μας την παρουσιάζει ο επιφανής Σέρβος ακαδημαϊκός και ιστορικός της Βυζαντινής τέχνης Ντέγιαν Μεντάκοβιτς[6].

Αναφέρει λοιπόν ο Ν. Μεντάκοβιτς πως το όνομα Τσίντσαροι προέρχεται από την ρουμανική γλώσσα[7] και σημαίνει ισχυρός, πλούσιος, μεγαλέμπορος. Πρόκειται για προσδιοριστικό όνομα που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι Ρουμάνοι για να αντιδιαστείλουν τους Βλάχους της Ηπειρομακεδονίας[8] (στους οποίους αναφέρεται το εν λόγω όνομα) από τους Βλάχους της Μολδοβλαχίας.
___________________
*Στέφανου Σωτηρίου, "Οι Βλαχόφωνοι του Ευρωπαϊκού και Βαλκανικού χώρου", εκδόσεις Πελασγός, 1998
[1] Θεόδωρου Π. Σαράντη, «Οι Βλαχόφωνοι του ελληνικού χώρου», Αθήνα 1985
[2] Μίλαν Σίμοβιτς, «Die Altslavische sprache», Βερολίνο 1931
[3] ξένος – αλλότριος, αλλόφυλος
[4] η κάθοδος των Σλάβων στην χερσόνησο του Αίμου χρονολογείται από τον 6ο μ.Χ. αί.
[5] Εξ’ ου και Ουαλλός (Βρετανία) και Βαλλώνος (Βέλγιο)
[6] Βλάχος στην καταγωγή, από την Κορυτσά, το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Καμπέρης
[7] σύνθετη λέξη, τσιν + τσαρ (τσάρος) = ισχυρός, πλούσιος, μεγαλέμπορος
[8] Μικρή και Μεγάλη Βλαχία: Με τον όρο Βλαχία προσδιορίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία η περιοχή της Θεσσαλίας, κατά τους 12ο, 13ο και 14ο αί. Επί Συμεών Ουρεσίου Παλαιολόγου έκτασή της τότε έφτανε έως την Αχρίδα. Όπως μας μαρτυρούν οι Βυζαντινοί Νικήτας Χωνιάτης και Γεώργιος Ακροπολίτης η Θεσσαλία ονομαζόταν Μεγάλη Βλαχία και ήταν αυτόνομο διοικητικό διαμέρισμα με πρωτεύουσα την Τρίκκη (στην βλάχικη διάλεκτο το άρθρο «λα» χρησιμοποιείται στο τέλος της λέξης που προσδιορίζει, παρεφθαρμένο ως «λου». Τρίκκη>Τρίκκολου>Τρίκαλα). Στη συνέχεια η πρωτεύουσα της επαρχίας μεταφέρεται στις Νέες Πάτρες (Υπάτη). Την Μεγάλη Βλαχία παραχώρησε ο Σέρβος τσάρος Στέφανος Δουσάν στον αδελφό του Συμεών Ούρος (Σίνισα), τον επωνομαζόμενο Παλαιολόγο από την μητέρα του Μαρία Παλαιολογίνα, η οποία ήταν κόρη του Δεσπότη Ιωάννη Δούκα Παλαιολόγου. Ο πλήρης τίτλος του ήταν Κυρ Συμεών ο Παλαιολόγος, αυτοκράτωρ Ρωμάιων, Σερβίας και Ρουμανίας, ο Ούρεσις. Ο τίτλος αυτός φέρεται στα χρυσόβουλα που εξέδωσε στις Μονές των Μετεώρων, στα οποία υπογράφει ως αυτοκράτωρ της Ρουμανίας και των Ρωμαίων, είναι δε η πρώτη ιστορική αναφορά στους όρους Ρουμάνος – Βλάχος – Βλαχία, σε αντιδιαστολή (οι δύο τελευταίοι προσδιόριζαν σαφώς ελληνικούς πληθυσμούς και περιοχές).
Ο όρος Μεγάλη Βλαχία διατηρήθηκε στην Θεσσαλία από τον 12ο έως τον 19ο αιώνα (Πουκεβίλ, Ληκ).
Παράλληλα δημιουργείται και ο όρος Μικρή Βλαχία, που καλύπτει την ηπειρωτική πλευρά της Πίνδου, έως και την Αιτωλοακαρνανία και τα παράλια του Κορινθιακού. Όταν, κατά τον 14ο αι. οι Τούρκοι προωθούνται στην Βαλκανική προσαρμόζουν στην γλώσσα τους τις χωροταξικές αυτές διαφοροποιήσεις μετονομάζοντας σε Κουτσόβλαχους (κιουτσούκ = μικρός) τους κατοίκους της δυτικής Πίνδου και σε Μπουγιούκ Βαλακί (μπουγιούκ = μεγάλος) τους Θεσσαλομακεδόνες.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Πολιτικό σχόλιο

Το παρακάτω απόσπασμα από την Οδύσσεια του Ομήρου, θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί μέρος του διαλόγου της «επόμενης» μέρας στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. (Πολύφημος: Ευάγγελος Βενιζέλος, Κανένας: Γεώργιος Παπανδρέου, Φίλοι: τα στελέχη που συμπαρατάχθηκαν με την πλευρά Βενιζέλου).

Ι.Λ.

Οδύσσεια [Ραψωδία Ι΄, 403-412] *

«Τί έπαθες, Πολύφημε, κι αγκομαχάς και σκούζεις,
μες στην αθάνατη νυχτιά και μας χαλάς τον ύπνο;
Μήπως κανείς τα πρόβατα σ’ αρπάζει αθέλητά σου,
Ή μη με δόλο και με βια να σε σκοτώσει εβάλθη;»

Κι ο δυνατός Πολύφημος κράζει από μέσα: «Φίλοι,
Με δόλο, όχι με δύναμη μ’ αφάνισε ο Κανένας».

Κι εκείνοι με φτερόφευγα τ’ αποκριθήκαν λόγια:
«Αφού ως είσαι μοναχός κανένας δε σου ρίχτη,
πώς θες να φύγεις το κακό, που σού ‘στειλεν ο Δίας;
Κάλλια στον κύρη σου ευκές τον Τρανταχτή[1] να κάνεις».
____________________

* Κώστα Σταμάτη, "Όμηρος, ο βουκολικός"
[1] Αναφέρεται στον Ποσειδώνα, πατέρα του Κύκλωπα Πολύφημου

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Ηθική

Η Αξία και η Τύχη[1]

«Το πεζικό είναι ο βασιλιάς της μάχης», λένε οι στρατιωτικοί. «Η τιμιότης είναι ο βασιλιάς στη μάχη της ζωής», πρέπει να λέμε κι’ εμείς. Κι’ η ζωή είναι μάχη. Όποιος επιτύχει χωρίς μάχη, δεν είναι νικητής, είναι απλώς τυχερός.

Το πώς ο τίμιος, ο άξιος θα πάει μπροστά και θα νικήσει, είναι μεγάλο και πολύπλοκο πρόβλημα. Ο άξιος χρησιμοποιεί την αξία του και την αρετή του. Αυτό, είπαμε, είναι το πεζικό, το βασικό όπλο. Ναι, αλλά υπάρχουν κι’ άλλα όπλα. … Με αυτά ίσως θα νικήσουν τον ενάρετο, θα τον υπερφαλαγγίσουν και θα τον εξουδετερώσουν, γιατί αυτά τα όπλα ο άξιος άνθρωπος δεν ξέρει να τα χειρισθεί.

Κάθε μέρα βλέπουμε γύρω μας ανθρώπους να διακρίνονται, ν’ ανεβαίνουν, να φθάνουν στην κορυφή. Πολλοί απ’ αυτούς φθάνουν με όπλο την ακαταμάχητη εκείνη επιτηδειότητα, την ακούραστη, την ανεξάντλητη, την εφευρετική, την υποκριτική εκείνη ειλικρίνεια που ξέρει να εξαπατά και τους πιο έμπειρους. Σπρώχνουν, μεριάζουν, κλωτσούν, κολακεύουν, ποδοπατούν, τρέχουν (Θεέ μου, πόσο τρέχουν μέρα και νύχτα !) και τέλος, να τους που έφθασαν στην κορυφή χωρίς να έχουν αξία. «Ουκ εξ αρετής μάλλον ή κακουργίας η Προεδρία !», φώναζε από τότε, οργισμένος ο θαυμάσιος Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός, αγανακτώντας για τις τέτοιες περιπτώσεις. Και προσθέτει: «ου των αξιωτέρων, αλλά των δυνατωτέρων οι θρόνοι[2].

Και όχι μόνο αυτό. Συμμαχούν μεταξύ τους και η «ιερή συμμαχία» τους, η ένδοξη και πανάθλια, ανέχεται και συγχωρεί τα πάντα, εκτός από την αξία και την αρετή.

Οι ανάξιοι και οι επιτυχίες τους

… Μην επιχειρήσετε να βράσετε το νερό πάνω από τους 100 βαθμούς. Δεν έχει 101, 102, 103. Μετά το 100, είναι όλα ίσα. Αυτό έλεγε ένας παλιός συγγραφέας για να προσθέσει: Έτσι συμβαίνει και με τους μεγαλοφυείς. Πάνω από ωρισμένη βαθμίδα, είναι όλοι το ίδιο. Η μεγαλοφυΐα είναι η χώρα των ίσων.

Κατά παράδοξο τρόπο, συμβαίνει το ίδιο και με το φαινόμενο εκείνων που φτάνουν ψηλά χωρίς να το αξίζουν. Εφ’ όσον έφθασαν εκεί χωρίς αξία, κανείς τους δεν είναι πιο ψηλά ή πιο χαμηλά. Αρχηγός ή κλητήρας, είναι όλοι ίσοι. Τους ισοπεδώνει όλους η κακή μέθοδος, η χρήση των «άλλων» μέσων. Ισοπεδώνονται λοιπόν όλα τα αξιώματα, γιατί ακριβώς τους αφήρεσε την σημασία τους την αρχική, η μέθοδος με την οποίαν αποκτήθηκαν. Γιατί η σημασία των αξιωμάτων είναι συνυφασμένη ηθικά με τον κανονικό και δίκαιο τρόπο καταλήψεώς των. Από τη στιγμή που δεν καταλαμβάνονται επάξια, χάνουν και τη σημασία τους – και άρα, μέσα σ’ αυτή την αποδυνάμωσή τους, ισοπεδώνονται.

Οπωσδήποτε, έφθασαν λοιπόν εκεί πάνω. Τί γίνεται ύστερα; Λίγοι απ’ αυτούς θα είναι τόσο έξυπνοι, ώστε να έχουν και λίγο χιούμορ[3] και να το πάρουν και λίγο στ’ αστεία. «Φθάσαμε εδώ, ας μην το λέμε ούτε του παπά! Τσιμουδιά τώρα και φρόνιμα».
____________________

[1] Μιχαήλ Στασινόπουλου, «Το πινάκιον φακής και ο νόμος των λύκων», Εστία
[2] Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον, κεφ. κς΄.
[3] Εκ της ελληνικής λέξεως «χυμός». Στην Ηλειακή διάλεκτο το τελικό «ς» μετατρέπεται σε «ρ», «χυμόρ» εξ ου και «χιούμορ». Πρόκειται για τον «χυμό» [το εκλεκτότερο μέρος] του αστεϊσμού, της εύθυμης διάθεσης.