Όξω το σπληνάντερο !
Διάβασα στην «Καθημερινή[1]», στη στήλη «γνώμες» ένα άρθρο του Θάνου Βερέμη[2]. Ο τίτλος του άρθρου ήταν «φρονηματισμός και λαϊκισμός». Μέσα από το άρθρο του αυτό ο συγγραφέας ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο τα σύγχρονα μαθητικά βιβλία παρουσιάζουν την ιστορία του τόπου. Γράφει χαρακτηριστικά ο κος Βερέμης : «Βλέπαμε τους Τούρκους ατάκτους να πέφτουν λυσσασμένοι στο Χάνι (της Γραβιάς) και να σκάβουν με τα μαχαίρια τους τον τοίχο που τους χώριζε από μια χούφτα Έλληνες υπό τον γίγαντα Ανδρούτσο. Αντίθετα από τον εχθρό οι Έλληνες ήταν [εκτός από τους προδότες] εύμορφοι, μεγαλόψυχοι και ατρόμητοι.
Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε και κάποιοι από τη γενιά μου επιμένουν στην παιδική αντίληψη της Ιστορίας. Από τη μια οι δικοί μας οι καλοί, οι γενναίοι, οι δίκαιοι και από την άλλη οι κακοί, οι βάρβαροι και οι τύραννοι. Εννοούν άραγε (αναρωτιέται ο συγγραφέας) ότι ο μηχανισμός αυτού του φρονηματισμού είναι καλός για τα παιδιά ή ότι έτσι είναι η πραγματικότητα ;
… Όμως οι αγωνιστές με τα άρματα και τις φουστανέλες, παρά τις προσπάθειες των συγγραφέων, φαντάζουν πια μακρινές φιγούρες που δεν ανταποκρίνονται στο πρότυπο του πολίτη ενός σύγχρονου κράτους. …»
Το άρθρο διανθίζεται από ζωγραφικό πίνακα, όπου αναπαριστάται ο Κολοκοτρώνης έφιππος, ακολουθούμενος από Έλληνα σημαιοφόρο που κραδαίνει την σπάθα του.
Ο συγγραφέας έχει προφανώς δίκαιο όταν διαφωνεί με τους συγγραφείς των σχολικών βιβλίων, που εμπνεόμενοι από παρόμοιες ζωγραφικές παραστάσεις αισθάνονται τους αγωνιστές του ’21, όχι μόνο κοντά τους αλλά και γίγαντες, ατρόμητους και ηρωϊκούς. Αγνοούν προφανώς [οι δυστυχείς] την ιστορία στο σύνολό της, αφού μια πιο προσεκτική ανάγνωση μας αποκαλύπτει τον καθημερινό πόλεμο αυτών των κατ’ ευφημισμό, κατά το πνεύμα του άρθρου, ακατάβλητων ηρώων με την πείνα, τις ψείρες, την γύμνια, την έλλειψη πολεμοφοδίων και την παγωνιά. Πώς είναι δυνατόν ο σύγχρονος μοσχοαναθρεμένος Νεοέλληνας, ο μαθημένος να οδηγεί υπερπολυτελή αυτοκίνητα, που ο ίδιος δεν παράγει, να ζει σε σπίτια εισαγόμενης υψηλής σχεδιαστικής αντίληψης, να σπαταλά τους παχυλούς μισθούς που δεν ανταποκρίνονται στο ασήμαντο προϊόν της εργασίας του [ή έστω τα παχυλά δάνεια που εκταμιεύει ασύδοτα] να ανέχεται ως προγόνους αυτούς τους λερούς, βρωμύλους και χυδαίους κατσικοκλέφτες, που σήκωσαν κεφάλι στην καθεστηκυία τάξη των εκλεπτυσμένων Τούρκων και Ελλήνων συνεργατών τους ; Πώς είναι δυνατόν ο σύγχρονος νεωτεριστής και τρυφηλός πολίτης της παγκοσμιοποιημένης δημοκρατίας να διαπαιδαγωγείται από καθυστερημένα και άκρως ακατάλληλα πρότυπα, όπως η έννοια της τιμής, του καθήκοντος, της αγνότητας και της αγάπης για την πατρίδα ; Ανήκουστο !
Κι όμως κε Βερέμη, υπάρχουν και οι Έλληνες του μόχθου και της βιοπάλης που καθημερινά αγωνίζονται να επιβιώσουν και είναι αυτοί οι Έλληνες που νιώθουν κοντά τους τον γίγαντα Ανδρούτσο και τον θεϊκό Κολοκοτρώνη, τον ατρόμητο Καραϊσκάκη και τον αγνό Μακρυγιάννη. Αυτοί οι Έλληνες δεν κοιτούν με περιφρόνηση τα κατορθώματα των προγόνων τους, ούτε αισθάνονται καταφρόνια για την γύμνια τους. Τους τιμούν γιατί τους χάρισαν την ελευθερία, το πολυτιμότερο αγαθό στην μίζερη ζωή τους και χαίρονται για τούτο το απόχτημα κι είναι αυτοί που θα δώσουν την ζωή τους [όπως έκαναν και το ’40 και στη διάρκεια της αντίστασης κατά των ξένων κατακτητών και στην διάρκεια του ξεσηκωμού κατά των εγχώριων αυτόκλητων σωτήρων] για να επαναλάβουν τις πράξεις ηρωισμού των προγόνων τους, σε ένδειξη σεβασμού προς τις προσταγές αυτών των προγόνων, καθήκοντος στην πατρίδα και την δημοκρατία και ευγνωμοσύνης για την ύψιστη παιδευτική αξία της θυσίας υπέρ ενός ανώτερου σκοπού, που δεν μπορεί παρά να διαφέρει από την αποθησαύριση πλούτου και τίτλων.
Το απόσπασμα που ακολουθεί από το έργο του Σπύρου Μελά, «ο Γέρος του Μωριά[3]» παρουσιάζει ανάγλυφα, χωρίς καλλωπισμούς και άλλες αλλοιώσεις, την πραγματική εικόνα των αγωνιστών του ’21, που όσο βρώμικη και πειναλέα και αποκρουστική κι αν είναι, είναι εντούτοις και η ουσία του ηρωισμού τους.
Ιωάννης Λιάκουρας
"Ο επαναστατικός στρατός άρχισε να παίρνει ταχτοποιημένη μορφή. Λύθηκε πρώτα – πρώτα το αιώνιο πρόβλημα των τσαρουχιών. Μετά τις νίκες του Βαλτετσίου, των Δολιανών και των Βερβένων, οι Υδραίοι έστειλαν στον Κολοκοτρώνη αρκετό πετσί, που όλος ο στρατός να μπορεί να ποδεθεί και προ πάντων να μπαλώνεται. Όλα τα παλικάρια ήταν υποχρεωμένα νάχουν στο σακκούλι τους, μαζί με τα σκόρδα και τα κρεμμύδια – που δεν απόλειπαν ποτέ – τις βελόνες, τα ράμματα, τις στουρναρόπετρες κι από ένα τσαγκαροσούβλι για τα τσαρούχια τους. Έπρεπε να ξέρουν όλοι να τα μπαλώνουν, γιατί καινούργια δεν παίρνανε παρά μονάχα όταν τα παλιά δεν σήκωναν πια μπαλώματα. Ομοιομορφία στο ντύσιμο άρχισε σιγά – σιγά, να επιβάλλεται : Φουστανέλα με λίγες μάνες για το στρατιώτη, με πολλές για τον αξιωματικό, ζώνη στην μέση, γελέκι απλό από σαγάκι, φέσι. Πολλοί φορούσαν και σερβέτες σαν τους Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης έβγαλε διαταγή αυτά τα κεφαλογύρια να μην τα φορούν, όταν κινούν για τη μάχη – για να ξεχωρίζουν απ’ τους Τούρκους – κι έτσι σιγά – σιγά τα’ άφησε αργότερα ο στρατός. Βάση της ομοιομορφίας στη στολή, ασάλευτη, μπήκε μια φορά η φουστανέλα και το τσαρούχι. Δεν ήταν ανάγκη από κανονισμούς για να φυλαχτεί αυτό. Η κοροϊδία έφτανε. Δεν μπορούσε να ξεμυτίσει κανένας στα στρατόπεδα ντυμένος διαφορετικά. Τον περιγελούσαν άγρια.
- Ε, ε, το ψαλιδοκέρι ! του φώναζαν όλοι αν φορούσε παντελόνι. Ή :
- Όξω το σπληνάντερο !
…
Για καθαριότητα ούτε κουβέντα. Η ψείρα έβραζε. Όλοι μάτωναν τα κορμιά τους, να ξύνονται ολοένα και φόρα. Τους βασάνιζε χίλιες φορές περισσότερο από τον τούρκο. Στο τέλος πάψανε να ψειρίζονται. Άναβαν μεγάλες φωτιές, έβγαζαν όλα τα ρούχα τους και τα τίναζαν επάνω στις φλόγες. Έτριζαν οι φωτιές από το κακό. Μα δεν είχαν τελειωμό, την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Στο τέλος λιποταχτούσαν πολλοί μόνο γι’ αυτό.
- Που ήσαστε, μωρέ ;
- Πήγαμε ν’ αλλάξουμε.
«Πάει ν’ αλλάξει» γίνηκε συνώνυμο με το λιποτάχτησε. Τυρί, ελιά, κρασί, ψωμί και κρέας ψητό, μια φορά τη βδομάδα – πολλές φορές κι αραιότερα – η τροφή τους. Όλες οι στάνες έστελναν στα πενήντα τους πρόβατα και πότε και στα είκοσι ακόμα, το ένα. Κι είχανε παραδείγματα μεγάλα φιλοτιμίας, όπως αυτό του τσέλιγκα Κυριάκου Τσώλη, που πήγε τα εκατόν είκοσι τραγιά του στο στρατόπεδο σουρίζοντας δαιμονισμένα.
- Πού πας, βρε ; τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης.
- Σ’ εσένα τα φέρνω, καπετάνιο. Τα κάνω χαλάλι για την πατρίς.
Έδωσε το κοπάδι του στον στρατό. Κι έφυγε για το χωριό του με τον σκύλο, την αγκλίτσα και την φλογέρα του.
…
Το ψωμί δεν βρισκόταν κάθε μέρα. Οι φούρνοι δεν προφταίναν τα στρατόπεδα. Τότε δίνανε στα παλικάρια μπομποτάλευρο. Το παίρναν και το ζυμώναν, αποζύμωτο, απάνω σε πλάκα, σε σανίδα, σ’ ένα πετσί κι εφτιαναν θράκα, ύστερα πετούσαν ανάλατη τη μπομπότα μέσα, τη βγάζανε μισοψημένη και την τρώγανε με τις στάχτες".
_____________________
[1] Καθημερινή της Κυριακής, 25 Νοεμβρίου 2007.
[2] Ο Θάνος Βερέμης είναι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας και αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.
[3] Της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρη, Αθήνα 1957.
Διάβασα στην «Καθημερινή[1]», στη στήλη «γνώμες» ένα άρθρο του Θάνου Βερέμη[2]. Ο τίτλος του άρθρου ήταν «φρονηματισμός και λαϊκισμός». Μέσα από το άρθρο του αυτό ο συγγραφέας ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο τα σύγχρονα μαθητικά βιβλία παρουσιάζουν την ιστορία του τόπου. Γράφει χαρακτηριστικά ο κος Βερέμης : «Βλέπαμε τους Τούρκους ατάκτους να πέφτουν λυσσασμένοι στο Χάνι (της Γραβιάς) και να σκάβουν με τα μαχαίρια τους τον τοίχο που τους χώριζε από μια χούφτα Έλληνες υπό τον γίγαντα Ανδρούτσο. Αντίθετα από τον εχθρό οι Έλληνες ήταν [εκτός από τους προδότες] εύμορφοι, μεγαλόψυχοι και ατρόμητοι.
Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε και κάποιοι από τη γενιά μου επιμένουν στην παιδική αντίληψη της Ιστορίας. Από τη μια οι δικοί μας οι καλοί, οι γενναίοι, οι δίκαιοι και από την άλλη οι κακοί, οι βάρβαροι και οι τύραννοι. Εννοούν άραγε (αναρωτιέται ο συγγραφέας) ότι ο μηχανισμός αυτού του φρονηματισμού είναι καλός για τα παιδιά ή ότι έτσι είναι η πραγματικότητα ;
… Όμως οι αγωνιστές με τα άρματα και τις φουστανέλες, παρά τις προσπάθειες των συγγραφέων, φαντάζουν πια μακρινές φιγούρες που δεν ανταποκρίνονται στο πρότυπο του πολίτη ενός σύγχρονου κράτους. …»
Το άρθρο διανθίζεται από ζωγραφικό πίνακα, όπου αναπαριστάται ο Κολοκοτρώνης έφιππος, ακολουθούμενος από Έλληνα σημαιοφόρο που κραδαίνει την σπάθα του.
Ο συγγραφέας έχει προφανώς δίκαιο όταν διαφωνεί με τους συγγραφείς των σχολικών βιβλίων, που εμπνεόμενοι από παρόμοιες ζωγραφικές παραστάσεις αισθάνονται τους αγωνιστές του ’21, όχι μόνο κοντά τους αλλά και γίγαντες, ατρόμητους και ηρωϊκούς. Αγνοούν προφανώς [οι δυστυχείς] την ιστορία στο σύνολό της, αφού μια πιο προσεκτική ανάγνωση μας αποκαλύπτει τον καθημερινό πόλεμο αυτών των κατ’ ευφημισμό, κατά το πνεύμα του άρθρου, ακατάβλητων ηρώων με την πείνα, τις ψείρες, την γύμνια, την έλλειψη πολεμοφοδίων και την παγωνιά. Πώς είναι δυνατόν ο σύγχρονος μοσχοαναθρεμένος Νεοέλληνας, ο μαθημένος να οδηγεί υπερπολυτελή αυτοκίνητα, που ο ίδιος δεν παράγει, να ζει σε σπίτια εισαγόμενης υψηλής σχεδιαστικής αντίληψης, να σπαταλά τους παχυλούς μισθούς που δεν ανταποκρίνονται στο ασήμαντο προϊόν της εργασίας του [ή έστω τα παχυλά δάνεια που εκταμιεύει ασύδοτα] να ανέχεται ως προγόνους αυτούς τους λερούς, βρωμύλους και χυδαίους κατσικοκλέφτες, που σήκωσαν κεφάλι στην καθεστηκυία τάξη των εκλεπτυσμένων Τούρκων και Ελλήνων συνεργατών τους ; Πώς είναι δυνατόν ο σύγχρονος νεωτεριστής και τρυφηλός πολίτης της παγκοσμιοποιημένης δημοκρατίας να διαπαιδαγωγείται από καθυστερημένα και άκρως ακατάλληλα πρότυπα, όπως η έννοια της τιμής, του καθήκοντος, της αγνότητας και της αγάπης για την πατρίδα ; Ανήκουστο !
Κι όμως κε Βερέμη, υπάρχουν και οι Έλληνες του μόχθου και της βιοπάλης που καθημερινά αγωνίζονται να επιβιώσουν και είναι αυτοί οι Έλληνες που νιώθουν κοντά τους τον γίγαντα Ανδρούτσο και τον θεϊκό Κολοκοτρώνη, τον ατρόμητο Καραϊσκάκη και τον αγνό Μακρυγιάννη. Αυτοί οι Έλληνες δεν κοιτούν με περιφρόνηση τα κατορθώματα των προγόνων τους, ούτε αισθάνονται καταφρόνια για την γύμνια τους. Τους τιμούν γιατί τους χάρισαν την ελευθερία, το πολυτιμότερο αγαθό στην μίζερη ζωή τους και χαίρονται για τούτο το απόχτημα κι είναι αυτοί που θα δώσουν την ζωή τους [όπως έκαναν και το ’40 και στη διάρκεια της αντίστασης κατά των ξένων κατακτητών και στην διάρκεια του ξεσηκωμού κατά των εγχώριων αυτόκλητων σωτήρων] για να επαναλάβουν τις πράξεις ηρωισμού των προγόνων τους, σε ένδειξη σεβασμού προς τις προσταγές αυτών των προγόνων, καθήκοντος στην πατρίδα και την δημοκρατία και ευγνωμοσύνης για την ύψιστη παιδευτική αξία της θυσίας υπέρ ενός ανώτερου σκοπού, που δεν μπορεί παρά να διαφέρει από την αποθησαύριση πλούτου και τίτλων.
Το απόσπασμα που ακολουθεί από το έργο του Σπύρου Μελά, «ο Γέρος του Μωριά[3]» παρουσιάζει ανάγλυφα, χωρίς καλλωπισμούς και άλλες αλλοιώσεις, την πραγματική εικόνα των αγωνιστών του ’21, που όσο βρώμικη και πειναλέα και αποκρουστική κι αν είναι, είναι εντούτοις και η ουσία του ηρωισμού τους.
Ιωάννης Λιάκουρας
"Ο επαναστατικός στρατός άρχισε να παίρνει ταχτοποιημένη μορφή. Λύθηκε πρώτα – πρώτα το αιώνιο πρόβλημα των τσαρουχιών. Μετά τις νίκες του Βαλτετσίου, των Δολιανών και των Βερβένων, οι Υδραίοι έστειλαν στον Κολοκοτρώνη αρκετό πετσί, που όλος ο στρατός να μπορεί να ποδεθεί και προ πάντων να μπαλώνεται. Όλα τα παλικάρια ήταν υποχρεωμένα νάχουν στο σακκούλι τους, μαζί με τα σκόρδα και τα κρεμμύδια – που δεν απόλειπαν ποτέ – τις βελόνες, τα ράμματα, τις στουρναρόπετρες κι από ένα τσαγκαροσούβλι για τα τσαρούχια τους. Έπρεπε να ξέρουν όλοι να τα μπαλώνουν, γιατί καινούργια δεν παίρνανε παρά μονάχα όταν τα παλιά δεν σήκωναν πια μπαλώματα. Ομοιομορφία στο ντύσιμο άρχισε σιγά – σιγά, να επιβάλλεται : Φουστανέλα με λίγες μάνες για το στρατιώτη, με πολλές για τον αξιωματικό, ζώνη στην μέση, γελέκι απλό από σαγάκι, φέσι. Πολλοί φορούσαν και σερβέτες σαν τους Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης έβγαλε διαταγή αυτά τα κεφαλογύρια να μην τα φορούν, όταν κινούν για τη μάχη – για να ξεχωρίζουν απ’ τους Τούρκους – κι έτσι σιγά – σιγά τα’ άφησε αργότερα ο στρατός. Βάση της ομοιομορφίας στη στολή, ασάλευτη, μπήκε μια φορά η φουστανέλα και το τσαρούχι. Δεν ήταν ανάγκη από κανονισμούς για να φυλαχτεί αυτό. Η κοροϊδία έφτανε. Δεν μπορούσε να ξεμυτίσει κανένας στα στρατόπεδα ντυμένος διαφορετικά. Τον περιγελούσαν άγρια.
- Ε, ε, το ψαλιδοκέρι ! του φώναζαν όλοι αν φορούσε παντελόνι. Ή :
- Όξω το σπληνάντερο !
…
Για καθαριότητα ούτε κουβέντα. Η ψείρα έβραζε. Όλοι μάτωναν τα κορμιά τους, να ξύνονται ολοένα και φόρα. Τους βασάνιζε χίλιες φορές περισσότερο από τον τούρκο. Στο τέλος πάψανε να ψειρίζονται. Άναβαν μεγάλες φωτιές, έβγαζαν όλα τα ρούχα τους και τα τίναζαν επάνω στις φλόγες. Έτριζαν οι φωτιές από το κακό. Μα δεν είχαν τελειωμό, την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Στο τέλος λιποταχτούσαν πολλοί μόνο γι’ αυτό.
- Που ήσαστε, μωρέ ;
- Πήγαμε ν’ αλλάξουμε.
«Πάει ν’ αλλάξει» γίνηκε συνώνυμο με το λιποτάχτησε. Τυρί, ελιά, κρασί, ψωμί και κρέας ψητό, μια φορά τη βδομάδα – πολλές φορές κι αραιότερα – η τροφή τους. Όλες οι στάνες έστελναν στα πενήντα τους πρόβατα και πότε και στα είκοσι ακόμα, το ένα. Κι είχανε παραδείγματα μεγάλα φιλοτιμίας, όπως αυτό του τσέλιγκα Κυριάκου Τσώλη, που πήγε τα εκατόν είκοσι τραγιά του στο στρατόπεδο σουρίζοντας δαιμονισμένα.
- Πού πας, βρε ; τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης.
- Σ’ εσένα τα φέρνω, καπετάνιο. Τα κάνω χαλάλι για την πατρίς.
Έδωσε το κοπάδι του στον στρατό. Κι έφυγε για το χωριό του με τον σκύλο, την αγκλίτσα και την φλογέρα του.
…
Το ψωμί δεν βρισκόταν κάθε μέρα. Οι φούρνοι δεν προφταίναν τα στρατόπεδα. Τότε δίνανε στα παλικάρια μπομποτάλευρο. Το παίρναν και το ζυμώναν, αποζύμωτο, απάνω σε πλάκα, σε σανίδα, σ’ ένα πετσί κι εφτιαναν θράκα, ύστερα πετούσαν ανάλατη τη μπομπότα μέσα, τη βγάζανε μισοψημένη και την τρώγανε με τις στάχτες".
_____________________
[1] Καθημερινή της Κυριακής, 25 Νοεμβρίου 2007.
[2] Ο Θάνος Βερέμης είναι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας και αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.
[3] Της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρη, Αθήνα 1957.