Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Οικονομία

ανθρωποφαγικές ιδεολογίες[1]

Οι θεσμοί του «φιλελεύθερου κράτους» και μετέπειτα της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» που θεμελιώθηκαν με τα Συντάγματα και ρυθμίζουν τα όρια εξουσίας των κυβερνώντων απέναντι στους υπηκόους, έχουν ηλικία δύο μόλις αιώνων. Θεσπίσθηκαν στην Αμερική με τον αγώνα της Ανεξαρτησίας (1776) και στη Γαλλία μετά την Επανάσταση (1789) και ήταν κατάκτηση της αστικής τάξης στη σύγκρουσή της με την απολυταρχική μοναρχία και την αντιδραστική φεουδαρχία. Οι αστοί διεκδικούσαν προστασία της ιδιοκτησίας και ελευθερία ανταγωνισμού στην οικονομική ζωή. Όχι επεμβάσεις του κράτους, ανοιχτή αγορά, κανένα εμπόδιο στην ιδιωτική πρωτοβουλία – laissez faire, laissez passer, lemonade va de lui meme, όπως δίδασκαν οι φυσιοκράτες οικονομολόγοι του ΙΗ΄ αιώνα. Ελευθερία ανταγωνισμού αλλά και ατομικά δικαιώματα – προσωπική ασφάλεια, απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, ελευθερία της έκφρασης, απόρρητο αλληλογραφίας, ελευθεροτυπία.

Τα «φιλελεύθερα πολιτεύματα» καθόριζαν τα όρια της κρατικής εξουσίας και καθιέρωναν τον ελεύθερο ανταγωνισμό αλλά νομιμοποιούσαν και την ελεύθερη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Θα χρειαστούν μακροχρόνιοι αγώνες και θυσίες βαρειές για να θεσπιστεί η συλλογική δράση των μισθωτών και ο συνδικαλισμός.

Τη ροπή της εξουσίας προς την ασυδοσία είχε επισημάνει ο Μοντεσκιέ. «Όποιος ασκεί εξουσία έχει τάση για κατάχρησή της. Προχωρεί έτσι ακάθεκτος ώσπου να συναντήσει κάποιο φραγμό»[2].

Με τη γενίκευση των πολιτικών ελευθεριών οι λαϊκές μάζες αξιοποιούν το συνταγματικό δικαίωμα γνώμης και ψήφου, του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι. Αρχίζουν οι κοινωνικοί αγώνες, η διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας και ζωής.

Το καθεστώς του χωρίς όρια ανταγωνισμού, η επικράτηση του ισχυροτέρου και η εξόντωση του αδύναμου, ο οικονομικός δαρβινισμός όπως αποκαλείται, εφαρμοζόταν με ζήλο στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Οι κοινωνικές δαπάνες – για υγεία, πρόνοια, παιδεία – απορρίπτονταν στις περισσότερες πολιτείες. Και όποιος αποτολμούσε να εισηγηθεί πιστώσεις για κοινωνικούς σκοπούς κινδύνευε να χαρακτηρισθεί κομμουνιστής. Στα νομοθετικά σώματα των πολιτειών, γράφει ο Αμερικανός οικονομολόγος Τζων Κ Γκαλμπραίθ, στα δημαρχεία και στις σχολικές επιτροπές, «κάθε συνηγορία για κρατικά κονδύλια χαρακτηριζόταν ανελεύθερη αντίληψη … Κάθε αίτημα για ανέγερση νέων σχολείων, για καταπολέμηση της ρύπανσης και αυστηρότερη εφαρμογή των κανονισμών στις βιομηχανικές ζώνες, ερμηνευόταν ως ένα απαράδεκτο βήμα στον ολισθηρό κατηφορικό δρόμο που οδηγεί στον κομμουνισμό»[3].

Οι υπέρμαχοι του δαρβινισμού στην κοινωνία υποστήριζαν ότι ο ελεύθερος άνθρωπος καταλήγει στην επιβίωση και τον πλουτισμό των νικητών. Αυτοί είναι οι ισχυρότεροι και ικανότεροι. Οι άλλοι, οι ηττημένοι, προορίζονται για τον σκουπιδότοπο.

Γενάρχες αυτής της αμείλικτης και ανθρωποφαγικής ιδεολογίας υπήρξαν κυρίως ο Άγγλος οικονομολόγος Δαυΐδ Ρικάρντο και ο Άγγλος επίσης κοινωνιολόγος Ερβέρτος Σπένσερ (ΙΘ΄ αιώνας). Ο Ρικάρντο έλεγε ότι ο ανθρωπισμός δεν έχει καμμιά θέση στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς. Οι νόμοι για την προστασία των φτωχών πρέπει να καταργηθούν. Δεν είναι λογικό η συμπόνια και η φιλανθρωπία να παρεμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη.

Ο Σπένσερ υποστήριζε ότι δεν πρέπει να επιβαρύνεται το κράτος με την εκπαίδευση. Είναι φροντίδα που αφορά αποκλειστικά τους γονείς. Εκείνοι πρέπει να αποφασίσουν αν τα παιδιά τους θα μορφωθούν – με δικές τους αποκλειστικά δαπάνες – ή θα μείνουν αγράμματα. Ούτε με την υγειονομική περίθαλψη των φτωχών πρέπει να ασχολείται το κράτος. Γιατί η οργάνωση δημόσιων υπηρεσιών υγείας κρατά στη ζωή αδύναμα, δηλαδή άχρηστα άτομα του ανθρώπινου είδους[4].

Αλλά ενώ οι θιασώτες του «φιλελευθερισμού» θεωρούν την αγορά αυτόνομο περιχαρακωμένο στρατόπεδο, αποξενωμένο από την πολιτική, η οικονομική ολιγαρχία όχι μόνο επεμβαίνει σε όλες τις φάσεις του δημόσιου βίου αλλά και ελέγχει την πολιτική εξουσία επιβάλλοντας τους εκλεκτούς της , πρόθυμους πάντοτε να υπερασπισθούν τα συμφέροντα και να επεκτείνουν τα προνόμια των υπερκυριάρχων της οικονομίας.

Μερικοί επικαλούνται τον Άνταμ Σμιθ, τον θεμελιώτη της κλασσικής οικονομίας και προφήτη της «κοινωνίας της αγοράς», για να δικαιολογήσουν το θηριοτροφείο του «φιλελευθερισμού». Αλλά ο επιφανής Άγγλος διανοητής, όπως και ο συμπατριώτης του Τζων Λόκ, ο θεωρητικός της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης, είχαν συνδέσει την ελευθερία των συναλλαγών με τη δίκαιη ρύθμιση των κοινωνικών προβλημάτων, με την ευημερία των λαών και την παγκόσμια ειρήνη. Μιλούσαν για ατομικά δικαιώματα, για λαϊκές ελευθερίες, για περιορισμό των αυθαιρεσιών της εξουσίας, για αντίσταση κατά του αυταρχισμού των ισχυρών, για κοινωνική δικαιοσύνη. Μιλούσαν ακόμα για ηθική συνείδηση, για αλληλεγγύη και ειρηνική συνύπαρξη και απέκρουαν την αρπακτικότητα, τον αδελφοκτόνο ανταγωνισμό και την ασυδοσία των εδραιωμένων συμφερόντων[5]

[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, Η διαφθορά της εξουσίας, σ. 565 κ.επ., Αθήνα 1992
[2] De l’ esprit des lois, βιβλ. XI, κεφ. IV.
[3] the Affluent Society, New York 1958, ελλ. μετ. σ. 89.
[4] Social Statistics, New York 1865, σ. 413. Κατά τον Σπένσερ κάθε προσπάθεια για ανακούφιση της δυστυχίας παραβιάζει θεμελιώδη νόμο της κοινωνικής ζωής – την επιβίωση του ισχυροτέρου (Principles Of Ethics, New York 1897, τ. Β΄, σ. 260). Συνηγορεί ο κοινωνιολόγος Γουίλιαμ Γκράχαμ Σάμερ. Παρέμβαση του κράτους με κοινωνικές δαπάνες οδηγεί στην επιβίωση των ανικάνων. Και τονίζει πως χρειάζεται μάχη εναντίον της φορολογίας και της φιλανθρωπίας (Essays in Politics and Politial Science, σ. 85). Και ο … Αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Χοφστάντερ : Η επιβίωση των ισχυροτέρων είναι πρακτική εφαρμογή ενός νόμου της φύσης και του Θεού ! (Social Darvinism in American thought, Boston 1955, s. 45
[5] Έγραφε ο Άνταμ Σμιθ το 1776: «Το εμπόριο, που από φυσικού του πρέπει να είναι χώρος ομόνοιας και φιλίας, κατάντησε αστείρευτη πηγή μίσους και διαμάχης».

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

πειρατική ... αδεία !

το καθήκον προς την φιλτάτη Πατρίδα

Ο Φρατζής στο Χρονικό της Αλώσεως παραθέτει τον συγκλονιστικό λόγο που ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος απηύθυνε προς τους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας των πόλεων την παραμονή της ύστατης μάχης ενάντια στους Τούρκους επιδρομείς.

«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων.

Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους. Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του.

Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας. Ο αλιτήριος αυτός αμιράς έχει πενήντα εφτά ημέρες αφότου ήρθε, και μας πολιορκεί και μας πολεμάει νυχθημερόν, με κάθε τέχνασμα και με όλη του την ισχύ. Χάρη στον παντεπόπτη Χριστό και Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακήν κακώς πολλές φορές ως τώρα από τα τείχη.

Μην δειλιάσετε και τώρα, αδερφοί, επειδή το τείχος έπεσε σε μερικά μέρη από τα βλήματα και τις εκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, όπως και εσείς βλέπετε, όπως μπορούσαμε το διορθώσαμε. Εμείς κάθε ελπίδα μας τη στηρίζουμε στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Αυτοί έχουν πλήθος όπλα και στρατό και ιππικό, αλλά εμείς έχουμε πίστη στο όνομα του Κυρίου και σωτήρα και, δεύτερον, στα χέρια μας και τη δύναμή μας, που μας χάρισε η θεία πρόνοια.

Ξέρω ότι αυτό το αναρίθμητο μπουλούκι των εχθρών, καθώς είναι η συνήθειά τους, θα βαδίσει εναντίον μας με βαναυσότητα και με έπαρση, με πολύ θράσος και βία, για να μας συνθλίψουν, λόγω του ολιγάριθμου της παράταξής μας, και να μας καταπονήσουν με την κούραση, και με φωνές πολλές και ισχυρές να μας φοβίσουν. Τις φλυαρίες τους αυτές τις ξέρετε καλά και δεν είναι ανάγκη να μιλήσουμε γι’ αυτές. Και σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα αυτά, και θα πετάξουν πάνω μας σαν άμμο της θάλασσας αναρίθμητες πέτρες, βέλη και βλήματα.

Ελπίζω να μη μας βλάψουν με αυτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολύ και τρέφω τη σκέψη μου με ελπίδες σαν κι αυτή, δηλαδή πως, αν και είμαστε λίγοι, είμαστε ωστόσο πολύ επιδέξιοι, επιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ικανοί για μεγάλα έργα, και καλά προπαρασκευασμένοι. Με τις ασπίδες σας καλύπτετε καλά τα κεφάλια σας στις συμπλοκές και τις συρράξεις. Το δεξί σας χέρι, που κρατάει τη ρομφαία, να είναι πάντοτε μακρύ. Οι περικεφαλαίες σας, οι θώρακες και η σιδερέ νια πανοπλία σας είναι πολύ ικανά, όπως και τα άλλα σας όπλα, και στη συμπλοκή θα σας εξυπηρετήσουν πολύ. Οι αντίπαλοι ούτε έχουν τέτοια ούτε γνωρίζουν να τα χρησιμοποιούν.

Εσείς είσαστε, επίσης, προστατευμένοι πίσω από τα τείχη, και οι απροστάτευτοι δύσκολα προχωρούν. Γι’ αυτό γίνετε μαχητές έτοιμοι, ισχυροί και μεγαλόψυχοι, για όνομα του Θεού. Μιμηθείτε τους λίγους ελέφαντες των αρχαίων Καρχηδονίων, που μόνο με τη φωνή και την όψη τους έτρεψαν σε φυγή μέγα πλήθος ρωμαϊκού ιππικού. Και αν είχαν τη δύναμη να τρέψουν σε φυγή ζώα χωρίς λογική, πόσο μάλλον εμείς που είμαστε κύριοι των ζώων· αυτοί που έρχονται να μας αντιπαραταχθούν σαν ζώα χωρίς λογική, είναι χειρότεροι απ’ αυτά. Τα δόρατά μας, οι ρομφαίες μας, τα τόξα μας και τα ακόντιά μας θα στραφούν εναντίον τους.

Και φανταστείτε πως παίρνετε μέρος σε κυνήγι αγριόχοιρων, για να καταλάβουν οι ασεβείς ότι δεν αντιμάχονται με ζώα χωρίς λογική, όπως είναι αυτοί, αλλά με άρχοντες, και αφέντες τους, και απογόνους των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Ξέρετε καλά πως ο ασεβέστατος αυτός αμιράς και εχθρός της αγίας μας πίστης, χωρίς καμιά δικαιολογημένη αιτία, καταπάτησε την ειρήνη που είχαμε και αθέτησε τους πολλούς του όρκους χωρίς να λογαριάζει τίποτε· φτάνοντας ξαφνικά εδώ έστησε οχυρό στο στενό του Ασωμάτου, για να μπορεί να μας βλάπτει κάθε μέρα.

Τα χωράφια μας, τους κήπους μας, τα οικογενειακά μας καταφύγια, τα σπίτια μας τα έχει κιόλας πυρπολήσει. Τους αδερφούς μας τους Χριστιανούς, όσους βρήκε, τους θανάτωσε και τους αιχμαλώτισε. Διέλυσε τη φιλία μας και έπιασε φιλίες με τους κατοίκους του Γαλατά, και αυτοί χαίρονται, μη γνωρίζοντας και αυτοί οι ταλαίπωροι το μύθο του παιδιού του γεωργού, που έψηνε σαλιγκάρια και είπε “ω ανόητα ζώα” και τα λοιπά.

Ήρθε λοιπόν, αδερφοί, και μας απέκλεισε, και κάθε μέρα έχει ανοιχτό το αχανές στόμα του για να βρει ευκαιρία να μας καταπιεί, εμάς και την Πόλη που έκτισε ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, και την αφιέρωσε στην πάναγνη και αειπάρθενη δέσποινά μας, τη Θεοτόκο· και τη χάρισε σ’ εκείνη, ώστε να είναι Κυρία της Πόλεως, αλλά και σύμμαχός της και σκέπη της πατρίδας μας και καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων, το καύχημα όλων που ζουν κάτω από τον ήλιο.

Στράφηκε τότε στους Ενετούς, που στέκονταν προς τα δεξιά και τους είπε:

«Ευγενείς Ενετοί, αγαπημένοι αδερφοί μας εν Χριστώ τω Θεώ, άνδρες ισχυροί και δυνατοί στρατιώτες και δόκιμοι στους πολέμους, εσείς που με τις αστραφτερές σας ρομφαίες θανατώσατε πολλές φορές πλήθος Αγαρηνών, και το αίμα τους έτρεξε από τα χέρια σας σαν ποτάμι, σας παρακαλώ σήμερα την πόλη τούτη, που βρίσκεται σε τόση συμφορά πολέμου, να την υπερασπιστείτε ολόψυχα. Γνωρίζετε πως πάντα την είχατε δεύτερη πατρίδα σας και μητέρα σας. Σας λέω λοιπόν άλλη μια φορά, και σας παρακαλώ, αυτή την ώρα να ενεργήσετε ως φίλοι της πίστης, ομόθρησκοι και αδερφοί».

Κατόπιν, γυρίζοντας προς τα αριστερά, λέει στους Γενουάτες:

«Ω Γενουάτες, αδερφοί εντιμότατοι, άντρες πολεμιστές και μεγαλόκαρδοι και φημισμένοι, ξέρετε καλά και καταλαβαίνετε ότι η δυστυχισμένη αυτή πόλη δεν ήταν πάντοτε μόνο δική μου, αλλά και δική σας, για πολλές αιτίες. Εσείς μας βοηθήσατε πολλές φορές πρόθυμα, και με τη δική σας συνδρομή σώθηκε από τους Αγαρηνούς εχθρούς. Τώρα πάλι έφτασε ο καιρός να δείξετε, βοηθώντας την, την αγάπη σας εν Χριστώ, την ανδρεία σας και τη γενναιότητά σας».

Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε:

«Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».

Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα λέγοντας:

«θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας».

Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος πολλές δωρεές, τους είπε τέλος:

«Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».

πηγή: http://www.defencenet.gr/defence/index.php?option=com_content&task=view&id=12401&Itemid=169

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Λογοτεχνία



Αλληγορίες των Σαλονιών[1]

Ο Κύριος και Αφέντης μου, Μαρκήσιος της Ρεδονδίγια, οργανώνει στο σαλόνι του σπιτιού του βραδιές στις οποίες παρευρίσκονται προσκεκλημένοι της δικής του κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας, άνδρες αρκούντως άξεστοι, ακόλαστοι και ποταποί, οι οποίοι κατέχουν τίτλους ευγενείας και ατελώς θεραπευμένες γονόρροιες. Για τις συγκεντρώσεις αυτές, μισοκαλλιτεχνικές, μισοβιτσιόζικες, ο κύριος και αφέντης μου έχει εφεύρει το παιχνίδι των αλληγοριών, το οποίο δεν ξέρω αν πρέπει να χαρακτηρίσω ως διασκεδαστικό ή ευγενές. Στο παιχνίδι αυτό οι υπηρέτριες πρέπει να πάρουν πόζες που ν’ αντιπροσωπεύουν την Ευημερία, την Τέχνη, το Εμπόριο, την Ευτυχία και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες που αρχίζουν με κεφαλαίο γράμμα. Σ’ εμένα, ως αρχιθαλαμηπόλο και άνθρωπο για όλες τις δουλειές, λαχαίνει η προγύμναση των υπηρετριών, στις οποίες προσπαθώ να εμφυσήσω μια κάποια ευαισθησία, κάποια μεγαλοπρέπεια στις κινήσεις, καθώς και την αυτοπεποίθηση που στη συνέχεια θα τους επιτρέψει να ενσαρκώσουν το ρόλο τους. Στο παιχνίδι των αλληγοριών οι υπηρέτριες πρέπει να ποζάρουν γυμνές, ή εν πάσει περιπτώσει με το αιδοίο τους σε κοινή θέα, και ν’ αφήσουν τον κύριο και αφέντη μου, μαρκήσιο της Ρεδονδίγια, να προσπαθήσει να τις αναγνωρίσει στα τυφλά (προηγουμένως σκεπάζει τα μάτια του μ’ ένα μαντήλι), υπό τις παροτρύνσεις των προσκεκλημένων του. Η απτική μνήμη που επιδεικνύει ο κύριος και αφέντης μου, μαρκήσιος της Ρεδονδίγια, αφήνει άναυδους τους προσκεκλημένους του, οι οποίοι αδυνατούν να επιδείξουν ανάλογες δεξιότητες. Έχοντας το καθήκον τού οργανωτή των τελετών, προσπαθώ ν’ αναθέσω στην κάθε υπηρέτρια μια αλληγορία που να εναρμονίζεται με τα φυσικά της χαρακτηριστικά : στη Μπέρτα, την οικονόμο, μια κυρία ευτραφή, συνεπή στον κυριακάτικο εκκλησιασμό της, αναθέτω το ρόλο της Αφθονίας, της Γονιμότητας, της Αυτοκρατορίας, και γενικά τους ρόλους εκείνους που παραπέμπουν σε πλούσιες σοδειές και ιστορικές παραστάσεις· για την Μπεατρίθ, τη σιδερώτρια, μια πιο λεπτεπίλεπτη κοπέλα, προορίζω αλληγορίες μεγαλύτερης πνευματικότητας : την Ποίηση, τη Μοναξιά, την Απελπισία· όσο για την Ιρένε, τη μαγείρισσα, επωφελούμαι του αισθησιασμού της, της αρμονίας των γοφών και του στήθους της για να της αναθέσω τίτλους ακούσιας έπαρσης : την Ειρήνη, την Ομόνοια, τον Πλατωνικό Έρωτα· και ούτω καθεξής. Οι υπηρέτριες διασκορπίζονται στο σαλόνι, γυμνές και ακίνητες, σε στάσεις που φανερώνουν σταθερότητα, ατονία ή θυμό, ανάλογα με το τι ταιριάζει στο ρόλο τους. Τότε ο κύριος και αφέντης μου ζητά να του δέσουν τα μάτια και παρελαύνει μπροστά από τις υπαλλήλους του, αγγίζοντας φευγαλέα το αιδοίο της καθεμιάς, και στη συνέχεια ανακοινώνει το όνομα της αλληγορίας που εκείνη αναπαριστά. Ποτέ δεν κάνει λάθος· μερικές φορές όμως επιχειρεί κάποιο κόμπιασμα, κάποια κίνηση αβεβαιότητας που να προσδίδει σασπένς στην ετυμηγορία του : «Η Καλοσύνη», λέει ή πάλι «Η Κακοτυχία», ή «Το Κλάμα», ανάλογα με το εάν το αιδοίο που του προσφέρεται προς ψηλάφηση είναι καταδεκτικό ή απρόσιτο, άτονο ή τραχύ, χυμώδες ή κάπως στεγνό. … Οι υπηρέτριες φυσικά πρέπει να παραμείνουν ακίνητες, σαν αγάλματα από σπαρτιάτικη σάρκα, και ν’ αφήσουν να τις πασπατέψει ο κύριος και αφέντης μου, μαρκήσιος της Ρενδοδίγια, εμπειρογνώμων ψηλαφητής αιδοίων και διαλευκαντής αλληγοριών.



[1] Χουάν Μανουέλ Δε Πράδα, «Αιδοία», σ. 32 κ.επ., εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Φιλοσοφία

το χάος των δυστυχιών[1]


Οι μειονότητες, όπως και οι καταπιεσμένοι λαοί, δεν έχουν παρά μόνο ένα – αλλά ιερότατο – δικαίωμα : το δικαίωμα να πάψουν να είναι καταπιεσμένοι και να ξαναγίνουν τα υποκείμενα της Ιστορίας τους· κι εμείς δεν έχουμε απέναντί τους παρά ένα – αλλά απόλυτο – καθήκον : να τους συμπαρασταθούμε. Εντούτοις, το γεγονός πως μια κατηγορία ανθρώπων υπήρξε υπόδουλη δεν της προσδίδει καμιά μεταφυσική ανωτερότητα. Το να δούμε την Ιστορία από τη σκοπιά των ηττημένων, καθώς ζητούσε ο Βάλτερ Μπενζαμιν, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στη θεοποίησή τους. Η άποψη σύμφωνα με την οποία αυτός που υπέστη την εκμετάλλευση έχει πάντα δίκαιο, ακόμα κι όταν εκτρέπεται στην τυφλή βία, δεν είναι πια αποδεκτή. Μια ιδεολογία δεν είναι αναγκαστικά δίκαιη επειδή κάποιοι πεθαίνουν γι’ αυτήν … Καμιά ομάδα δεν είναι απρόσβλητη από τη βαρβαρότητα λόγω της ιστορίας της, κανείς δεν έχει αποκτήσει ένα είδος θείας χάρης λόγω των δεινών που υπέστη, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να δίνει κανένα λογαριασμό και να μπορεί να υποστηρίζει πως τα συμφέροντά του ταυτίζονται με τα συμφέροντα της ηθικής και του δικαίου. Τέλος, κανείς δεν είναι περιβεβλημένος με την οιστρήλατη αποστολή να λυτρώσει ή να καθοδηγήσει το ανθρώπινο γένος σαν καινούριος Μεσσίας. Οι ρόλοι του διώκτη και του διωκόμενου έχουν γίνει εναλλάξιμοι, οποιαδήποτε ομάδα – ή οποιοδήποτε άτομο – μπορεί να υιοθετεί πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Τέρμα λοιπόν με τους λαούς αρχαγγέλους, με τα ανέγκιχτα άτομα που απαγορεύουν στους άλλους να τα κρίνουν και να ρίχνουν σε όλον τον κόσμο ένα βλέμμα αποδοκιμασίας, πιστεύοντας πως τους χρωστά τα πάντα λόγω των συμφορών που πέρασαν.



Εντούτοις, δεν πρέπει να πάψουμε να συντρέχουμε τον αδικημένο, τον αδύναμο, δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε στη μοίρα τους τούς καταπιεσμένους με το πρόσχημα πως στο εξής η οποιαδήποτε επανάσταση βαρύνεται με την υποψία πως κλωσσά το έγκλημα και πως επιδιώκει απλώς να αντικαταστήσει μια τυραννία με μια άλλη. Η εύλογη δυσπιστία μας απέναντι στα ψεύδη του αιώνα … θα επιφέρει την επίταση της αδικίας αν απαγορεύσει κάθε επανάσταση κι εξέγερση, αν αποκλείσει όλες τις εξόδους καταλήγοντας στην οδυνηρή συμμόρφωση με την κατεστημένη τάξη των πραγμάτων. Πρέπει να αφήσουμε μια ανοικτή πύλη για την εξέγερση, έστω κι αν πρόκειται για μια στενή πύλη. Κάθε απειλούμενο άτομο ή μειονότητα έχει το απαράγραπτο δικαίωμα της αντίστασης, και οφείλουμε να χαιρετίζουμε με τις μύριες προσπάθειες των αδικημένων και ταπεινωμένων να ξεφύγουν από την εξευτελιστική τους κατάσταση, να ανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους. Έχουμε πάντα δίκιο να επαναστατούμε, όταν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να γίνουμε άνθρωποι.



[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, «ο πειρασμός της αθωότητας», σ. 326-328, Αστάρτη 1995.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

πειρατική ... αδεία !

Φίλες και φίλοι,

όπως ήδη γνωρίζετε η ΝομοΣοφία δέχεται τους τελευταίους μήνες επανειλημμένες πειρατικές επιθέσεις με αποτέλεσμα την αλλοίωση του περιεχομένου της κεντρικής της σελίδας. Οι γνωστοί - άγνωστοι πειρατές επιδεικνύουν εξαιρετική επιμονή στην δράση τους αυτή και για τον λόγο αυτό αποφασίσαμε να ανταποκριθούμε στο πασιφανές αίτημά τους για περισσότερη ΝομοΣοφία. Στο εξής, αντί καταγγελίας, οι πειρατικές αναρτήσεις θα αντικαθίστανται από κείμενα γνώσης ... στο τέλος μπορεί και αυτοί να οφεληθούν ... και ... πού να ξέρει κανείς ; ... ίσως και ν' αλλάξουν μυαλά.

Εθνικοί ήρωες


Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, η πρώτη τους δουλειά ήταν να στείλουν ένα απόσπασμα υπό τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Έλσνιτς για να κατεβάσει τη Γαλανόλευκη από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να υψώσει τη σβάστικα.

Στην θέση Καλλιθέα, στο ανατολικό σημείο του Ιερού Βράχου ο επικεφαλής του αποσπάσματος ζητά από τον εύζωνα που φρουρεί τη γαλανόλευκη να την κατεβάσει και να την παραδώσει.

Ήταν 8:45 το πρωί όταν έφθαναν μπροστά στον φρουρό της σημαίας οι κατακτητές και με το δάκτυλο στην σκανδάλη των πολυβόλων τους τον διέταζαν να κατεβάσει το Εθνικό μας σύμβολο. Αυτός παραμένει ατάραχος. Δεν προδίδει την ψυχική τρικυμία που τον διακατέχει. Απλά αρνείται ! Οι προηγούμενες ώρες της περισυλλογής, που μόνος του είχε περάσει δίπλα στην σημαία, τον είχαν οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση …

“ΟΧΙ”! Αυτό μονάχα πρόφερε και τίποτε άλλο. Μια απλή λέξη με τεράστια όμως σημασία. Η Ελληνική μεγαλοσύνη σε όλη την απλή μεγαλοπρέπειά της κλεισμένη μέσα σε δύο συλλαβές !

Ο λοχαγός Γιάκομπι διατάσσει έναν Γερμανό στρατιώτη να το πράξει. Ο στρατιώτης με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του την κατεβάζει κι αφού την διπλώνει πολύ προσεκτικά, την παραδίδει στα χέρια του Έλληνα φρουρού. Ο εύζωνας, με κατεβασμένο το κεφάλι, κοιτάζει για λίγο το διπλωμένο γαλανόλευκο πανί. Ύστερα με μια κίνηση τυλίγεται με τη σημαία, τρέχει στην άκρη του Ιερού Βράχου και μπρος στα μάτια των εμβρόντητων κατακτητών ρίχνεται μ’ ένα σάλτο στον γκρεμό, βάφοντας το εθνικό μας σύμβολο με το τίμιο αίμα του.

Οι Γερμανοί σκύβουν πάνω από το κενό: 60 μέτρα πιο κάτω, κείτεται ο Εύζωνας, νεκρός στα ριζά του βράχου, σκεπασμένος με το σάβανο πού διάλεξε.
Οι δύο Γερμανοί αξιωματικοί, πού είναι επί κεφαλής των εμπροσθοφυλακών, ο αρχηγός ιππικού Γιάκομπι καί ο λοχαγός Έλσνιτς τής 6ης ορεινής μεραρχίας, χρησιμοποιούν τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών για να στείλουν μήνυμα στον Χίτλερ:

«Μάϊν Φύρερ, στίς 27 Απριλίου, στις 8 και 10, εισήλθαμε εις τάς Αθήνας, επί κεφαλής των πρώτων γερμανικών τμημάτων στρατού, και στις 8 και 45, υψώσαμε την σημαία τού Ράϊχ πάνω στην Ακρόπολη και στο Δημαρχείο. Χάϊλ, μάϊν Φύρερ».

Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρεώνει την κυβέρνηση αχυρανθρώπων υπό τον Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας, υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει. Όμως οι στρατιώτες κι οι επικεφαλής του γερμανικού αποσπάσματος είχαν συγκλονιστεί απ’ αυτό που είδαν και δεν κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Στις 9 Ιουνίου η είδηση δημοσιεύθηκε στην DAILY MAIL με τίτλο: “A Greek carries his flag to the death(Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο).

Η θυσία του Έλληνα στρατιώτη έγινε αιτία να εκδοθεί διαταγή από τον Γερμανό φρούραρχο να υψώνεται και η ελληνική σημαία δίπλα στη γερμανική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, εκεί στα Αναφιώτικα κάτω από τον Ιερό Βράχο, ζούσαν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες, που είδαν το παλληκάρι να γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα μάτια τους τυλιγμένο με την Γαλανόλευκη. Και κάθε χρόνο, στο μνημόσυνό του στις 27 Απριλίου, άφηναν τα δάκρυά τους να κυλήσουν στη μνήμη του. Ουδείς ενδιαφέρθηκε ποτέ να καταγράψει την μαρτυρία τους.

Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι τ’ όνομα του ευζώνου.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

ιστορικό μυθιστόρημα




Γρήγορα και αποτελεσματικά[1]

Το τέλος της ιστορίας είναι πασίγνωστο. …

Το κεφάλι του αδελφού μου κόπηκε νωρίς το βράδυ της 9ης Δεκεμβρίου του έτους 354. Τα χέρια του δέθηκαν πίσω από την πλάτη του σαν να επρόκειτο για κοινό εγκληματία. Δεν έκανε ύστατη δήλωση. Αν έκανε, τα λόγια του δεν έγιναν γνωστά. Ήταν είκοσι οκτώ ετών όταν πέθανε. Λένε πως, τις τελευταίες μέρες του, υπέφερε από τρομερούς εφιάλτες. Μόνον ο Κωνστάντιος κι εγώ απομείναμε ζωντανοί από τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Την 1η Ιανουαρίου του 355, εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψή μου. Εγώ, όμως, είχα ήδη γίνει μέλος ενός μοναχικού τάγματος στη Νικομήδεια. Είμαι βέβαιος ότι κανένας από τους μοναχούς δεν είχε ιδέα για το ποιος ήμουν επειδή είχα ξυρίσει το κεφάλι μου πριν πάω στο μοναστήρι και έμοιαζα με κοινό δόκιμο μοναχό. Με προστάτευε και ο Ορειβάσιος. Όταν έφτασε ο αυτοκρατορικός αγγελιαφόρος στην Πέργαμο για να με συλλάβει, ο Ορειβάσιος του είπε ότι βρισκόμουν στην Κωνσταντινούπολη.

Δεν νομίζω πως θα μάθω ποτέ πώς εντοπίστηκα. Ίσως να με αναγνώρισε κανένας μοναχός ή, πιθανώς, να με ανακάλυψαν οι μυστικοί πράκτορες, οι οποίοι παρακολουθούσαν τους καταλόγους νέων τροφίμων των μοναστηριών και θα υποψιάστηκαν κάτι. Άσχετα από το πώς έγινε· έγινε γρήγορα και αποτελεσματικά. Βρισκόμουν στο μαγειρείο της μονής και βοηθούσα τον φούρναρη να ζεστάνει τον φούρνο όταν έφτασε εκεί ένα θορυβώδες απόσπασμα φρουρών. Ο επικεφαλής με χαιρέτησε. «Κατά διαταγή του αυγούστου, ο ευγενέστατος Ιουλιανός πρέπει να μας ακολουθήσει στο Μεδιολάνο».

Δεν διαμαρτυρήθηκα. Οι μοναχοί παρακολουθούσαν τη σκηνή σιωπηλοί καθώς απομακρυνόμουν και διέσχιζα τους κρύους δρόμους της Νικομήδειας προς το αυτοκρατορικό παλάτι. Εκεί με δέχτηκε ο έπαρχος της πόλης. Ήταν νευρικός. Πριν από πέντε χρόνια και κάτω από παρόμοιες συνθήκες, ο Γάλλος είχε διαταχθεί να πάει στο Μεδιολάνο και εκεί είχε ανακηρυχθεί καίσαρας της Ανατολής. Μπορεί να είχα και εγώ την ίδια τύχη. Δεν ήταν εύκολο για έναν επαρχιακό αξιωματούχο να ξέρει πώς ακριβώς να μου συμπεριφερθεί.

Ξεκινήσαμε για την Κωνσταντινούπολη την επομένη. Μολονότι μου φέρονταν ως προς πρίγκιπα, θεώρησα κακό οιωνό το γεγονός πως έπρεπε να ακολουθήσουμε το ίδιο ηπειρωτικό δρομολόγιο που είχε ακολουθήσει και ο Γάλλος για την Ιταλία πριν από μερικούς μήνες.

Καθώς εγκαταλείπαμε την Νικομήδεια, πρόσεξα ένα κεφάλι επάνω σε ένα κοντάρι. Δεν έδωσα σημασία διότι σχεδόν πάντοτε επιδεικνύεται το κεφάλι κάποιου εγκληματία στις κύριες πύλες των πόλεων.

«Λυπούμαι πολύ γι’ αυτό», είπε ξαφνικά ο επικεφαλής της στρατιωτικής συνοδείας μου, «αλλά μας διέταξαν να περάσουμε από αυτή ειδικά την πύλη».

«Και γιατί λυπάσαι ;»

«Διότι σε περνώ μπροστά από το κεφάλι του αδερφού σου».

«Του Γάλλου ;» Στριφογύρισα τελείως επάνω στη σέλα μου και ξανακοίταξα το κεφάλι. Το πρόσωπο ήταν τόσο κακοποιημένο, ώστε δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστούν τα χαρακτηριστικά. Αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία πως τα μαλλιά ήταν του αδελφού μου, μολονότι ήταν σκεπασμένα από αίματα και χώματα.

«Ο αυτοκράτορας το έχει εκθέσει σε όλες τις πόλεις της Ανατολής».

Έκλεισα τα μάτια ζαλισμένος από ναυτία.


[1] Γκορ Βιντάλ, «Ιουλιανός», σ. 139 κ.επ., Εξάντας 1998.



διαβάστε επίσης την σχετική ανάρτηση στον ΔημοΔιδάσκαλο