Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008

μαθήματα πολιτικής ιστορίας


Φοβού τους … "παρακοιμώμενους" και ειδικά τους κόλακες[1]

Τον μήνα Αύγουστο, της τρίτης ινδικτιώνος (975), εφάνηκε κομήτης που τον είπαν Πωγωνία. Και ήταν ορατός μέχρι τον μήνα Οκτώβριο της τέταρτης ινδικτιώνος. Ήταν αυτός προμήνυμα στου βασιλιά[2] τον θάνατο και στα αβάσταχτα κακά των εμφυλίων πολέμων που επρόκειτο τη χώρα των Ρωμαίων να βασανίσουν.

Και επειδή οι πόλεις που είχε ο Νικηφόρος[3] κατακτήσει και ήσαν φόρου υποτελείς εις τους Ρωμαίους, όπως πιο πάνω είπαμε, επαναστάτησαν κι’ απέσεισαν τη ρωμαϊκή εξουσία, ο βασιλιάς εκστράτευσε εναντίον τους κι’ έφθασε μέχρι Δαμασκού[4].

Κι’ αφού ανέκτησε τις πόλεις, άλλες με την πειθώ και με τον λόγο κι’ άλλες με πόλεμο και βία, πήρε τον δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεύουσα. Φθάνοντας όμως στην Ανάβαρζα και στον Ποδανδό και δίπλα σ’ άλλους τόπους προσπερνώντας και βλέποντας μπροστά του επαύλεις όλο πολυτέλεια και εύφορα χωράφια με πλήθος τους καρπούς, ρωτούσε όσους εύρισκε σε ποιόν ανήκουν όλα αυτά. Και όταν του απαντούσαν πως ακριβώς είναι όλα αυτά του παρακοιμωμένου Βασιλείου και πως αυτό κι’ αυτό το κτήμα ήλθαν στα χέρια των Ρωμαίων πρόσφατα από τον βασιλιά τον Νικηφόρο, κι’ αυτό με αγώνα του δομεστίκου των Σχολών, ενώ εκείνο από άλλον, κι’ αυτό όπως κι’ αυτό από σένα, βασιλιά, και έχουν όλα στον Βασίλειο[5] δωρηθεί, ενώ δεν είδε να έχει μείνει στο Δημόσιο κανένα αξιόλογο απ’ τα κτήματα, λυπήθηκε κατάκαρδα και είπε αναστενάζοντας: «είναι στ’ αλήθεια φοβερό, όσοι μ’ ακούτε, που τα δημόσια χρήματα ξοδεύονται και τα ρωμαϊκά στρατεύματα υποφέρουν και οι βασιλείς αναλαμβάνουν τόσους κόπους σε μέρη μακρυνά, για να ‘χει ένας ευνούχος κτήμα του, αυτά που αποκτήθηκαν με μόχθους και θυσίες».

Αυτά είπε τότε ο βασιλιάς. Κάποιος όμως από αυτούς που ήσαν παρόντες και τα άκουσαν, μετέφερε του βασιλιά τα λόγια στον Βασίλειο και προς οργή τον εξερέθιζε. Ζητούσε έκτοτε ευκαιρία τον βασιλιά να βγάλει από τη μέση. Με κολακείες λοιπόν παρέσυρε και εξαπάτησε με δώρα αυτόν που είχε ο βασιλιάς συνήθως να του γεμίζει το ποτήρι με κρασί, και δηλητήριο του έδωσε, κι’ αυτός κερνάει τον βασιλιά. Ήταν φαρμάκι όχι από εκείνα που είναι δραστικώτατα και επιφέρουν γρήγορα τον θάνατο, αλλά απ’ αυτά που είναι αργά και λίγο-λίγο δαπανούν τη δύναμη εκείνου που τα πίνει[6]. Αφού το ήπιε, σιγά-σιγά αρρώσταινε και έχανε δυνάμεις. Στο τέλος εμελάνιασε στους ώμους κι’ από τα μάτια του άφθονο αίμα έτρεξε. Μπήκε λοιπόν στη Βασιλεύουσα και πέθανε, αφού βασίλευσε έξι χρόνια και έξι μήνες[7]. Διαδόχους άφησε τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο, του Ρωμανού τα τέκνα.



[1] Ιωάννου Σκυλίτση, χρονογραφία [811-1057], νεοελληνική μετάφραση του κώδικα της Μαδρίτης, εκδόσεις Μίλητος
[2] Ιωάννη Τζιμισκή
[3] Νικηφόρος Φωκάς
[4] Ο Σκυλίτζης παραλείπει γενικώς να μας δώσει λεπτομέρειες από τις εκστρατείες του Τζιμισκή στην Ανατολή (972-975).
[5] Μετά την δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά, ο Ιωάννης Τζιμισκής [αυτουργός της δολοφονίας] ανέλαβε την έγνοια να κυβερνήσει τους Ρωμαίους. Είχε συμβασιλείς τους γυιούς του Ρωμανού, Βασίλειο και Κωνσταντίνο, εκ των οποίων ο πρώτος ήταν στο έβδομο της ηλικίας του έτος κι’ ο δεύτερος στο πέμπτο. Ευθύς λοιπόν μέσα στη νύκτα εκάλεσε τον παρακοιμώμενο Βασίλειο, για να τον έχει βοηθό στη διακυβέρνηση. Ο βασιλιάς Νικηφόρος [Φωκάς], επειδή πολύ τον είχε βοηθήσει στην κατοχή της εξουσίας, τον είχε αναδείξει πρόεδρο, αξίωμα δηλαδή που δεν υπήρχε μέχρι τότε, αλλά αυτός το είχε πρώτος απονείμει. Για χρόνια αρκετά είχε ασκήσει αξιώματα πολιτικά, στη βασιλεία του πατρός του, Ρωμανού του παλαιού, και Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, του γαμπρού του, κι’ είχε πολλάκις εκστρατεύσει ενάντια στους Αγαρηνούς και γνώριζε να προσαρμόζεται έξυπνα σε υποθέσεις δύσκολες. Ο παρακοιμώμενος μόλις ανέλαβε καθήκοντα, έβγαλε από τη μέση όλους εκείνους που είχαν διάθεση ευνοϊκή στον Νικηφόρο [Φωκά].
[6] Άλλη εκδοχή για τον θάνατο του Τζιμισκή είναι ότι αρρώστησε από τύφο.
[7] Ο ακριβής υπολογισμός του διαστήματος της βασιλείας του Τζιμισκή είναι 6 χρόνια και ένας μήνας.