Στη δεμένη με το όνομα του θράκα τραγουδιστή 'Ορφέα μ υ σ τη ρ ι α κ ή θρησκεία … ο Διόνυσος είναι … κύριος τής ζωής και του θανάτου. Τον Ίδιο, πού είχε πάρει μορφή ταύρου—έτσι το λέγει ο τελετουργικός μύθος—τον ξέσκισαν οι Τιτάνες και κατάπιαν τα μέλη του. Μόνο την καρδιά του τη γλίτωσε η Αθηνά και την πήγε στο Δία, κ' εκείνος έφτιαξε απ’ αυτή το νέο Διόνυσο – Ζαγρέα. Ό Δίας τσάκισε τους Τιτάνες με τον κεραυνό κι από τη στάχτη τους γεννήθηκαν οι άνθρωποι πού παρουσιάζουν διπλή φύση : είναι μια ένωση του τιτανικού στοιχείου, που έδρα του έχει το σώμα, και του θεϊκού-διονυσιακού, κι απ’ αυτό βαστάει ή ψυχή. Το σώμα είναι εφήμερο, ή ψυχή αιώνια, δηλαδή χωρίς αρχή και τέλος. Ή ψυχή, για να τιμωρηθεί για κάποιο παραστράτημα κατά τη διάρκεια τής θεϊκής της ζωής, εξορίστηκε στο γήινο σώμα, πού είναι το όργανό της, μαζί όμως κ' ή αλυσίδα της, φυλακή και τάφος της (σώμα-σήμα). Είναι υποχρεωμένη χιλιάδες των χιλιάδων χρόνια να ξαναγεννιέται ολοένα, να καθαρίζεται μένοντας σε αναμεταξύ διαστήματα στον Άδη και σε κάθε μια από τις γεννήσεις να μπαίνει σε πλήθος σώματα φυτών, ζώων, ανθρώπων, και μόνο αν πάρει το δρόμο τής σωτηρίας ακολουθώντας τις εντολές του 'Ορφέα, του άρχοντα, και ζήσει καθαρή ζωή και βάζοντας ασκητικό περιορισμό στον εαυτό της αποφεύγει κάθε σαρκική τροφή κι άλλα απαγορευμένα φαγητά (λ.χ. κουκιά) κι απέχει από αιματηρές θυσίες, μπορεί στο τέλος να γλιτώσει από τον κύκλο των γεννήσεων και να ξαναγυρίσει στη χαμένη θεϊκή μακαριότητα. Γύρω στο δόγμα αυτό τής μετεμψύχωσης συγκεντρώθηκαν οι ορφικοί σύλλογοι, πού ξαπλώθηκαν στη μητρόπολη, ιδιαίτερα στην Αττική, περισσότερο όμως στις δυτικές αποικίες τής Κάτω Ιταλίας και τής Σικελίας. "Έχομε, από μεταγενέστερα όμως χρόνια (4°-2° αιώνα π.Χ.), χρυσές πλάκες από την Πετηλία, τούς Θούριους, τις Ελευθερνές τής Κρήτης, τη Ρώμη, πού τις έθαβαν με πεθαμένα μέλη ορφικών συλλόγων. Οι επιγραφές πού βρίσκονται επάνω σ' αυτές βεβαιώνουν την ψυχή του ή τής πεθαμένης πώς έρχεται «καθαρή από καθαρούς», πώς ξέφυγε τον πονεμένο κύκλο (των γεννήσεων) κ' ύστερα απ’ αυτό την προσφωνούν: «Καλότυχη και μακαρισμένη! θα γίνεις θεός αντί άνθρωπος» Με το δόγμα αυτό τής μετεμψύχωσης είταν δεμένη στην ορφική διδασκαλία μια κοσμολογική θεωρία, πού οι λεπτομέρειες της δεν είναι ολότελα εξακριβωμένες. Ξέρομε όμως με βεβαιότητα, πώς γι’ αρχές του κόσμου έβαζαν το χάος και τη νύχτα. Ή τελευταία γεννούσε ένα αβγό κι απ’ αυτό έβγαινε ένας φτερωτός Έρωτας. Είναι επίσης βέβαιο πώς ή όρφική θεολογία, πού την περιείχαν οι Ιεροί λόγοι, δεν ξεπερνούσε ολότελα την πολυθεΐα, όμως στα πολλά ονόματα των θεών έβλεπε μόνο διάφορες ονομασίες για τις ποικίλες ενέργειες και φανερώματα τής μιας στο βάθος θεϊκής ουσίας, πού αποτελεί τον πυρήνα ολόκληρου του κόσμου. Έτσι ή ορφική αυτή θεολογία πρόβαλλε με δόγματα σαν τ' ακόλουθα :
Ο Δίας αρχή, ο Δίας μέση, από το Δία όλα γένηκαν.
Ο Δίας βυθός τής γης και του αστρόσπαρτου ουρανού,
είτε :
Ένα πράμα είναι ο Δίας, ο Άδης, ο Ήλιος κι ο Διόνυσος.
Ένας θεός κατοικεί σε όλα. Και τραβάει πέρα ως το κατώφλι του πανθεϊσμού, χωρίς όμως να το περάσει. Πάσκισε, καθώς φαίνεται, τον κόσμο να το νιώσει σα μιαν ενότητα, που την κυβερνάει ένας σταθερός νόμος. Δεν κατάφερνε όμως να ξεφορτωθεί την αντίθεση : ύλη και πνεύμα, θεός και κόσμος, σώμα και ψυχή. Ό άνθρωπος με το δόγμα τής μετεμψύχωσης σύρθηκε μέσα στην κοσμική στροφή τής γέννησης και του χαμού κ' ή μοίρα του συντελιέται κατά τον αυστηρό νόμο : «ό,τι έφτιαξες υπόφερε το».
Αυτή ή ορφική μυστηριακή θρησκεία με τη διδασκαλία της για τον άνθρωπο αναποδογυρίζει ολότελα την ελληνική αντίληψη για τη ζωή. Εκεί ο σωματικός άνθρωπος είναι ο καθαυτό άνθρωπος, ή ψυχή ένα αδύναμο είδωλο, Εδώ το αιώνιο κι αχάλαστο είναι ή ψυχή, το σώμα το εφήμερο, το ακάθαρτο, το παρακατιανό. Εκεί ή ζωή πάνω στη γη και μέσα στο φως τού ήλιου είναι ή αληθινή ζωή, ο πέρα κόσμος ένα αχαμνό και θολό της αντίγραφο, εδώ ή ζωή πάνω στη γη ένα είδος κόλαση, μέρες φυλακής, τιμωρία, και μόνο στον πέρα κόσμο, όταν ή ψυχή λυτρωθεί από τη φυλακή του κορμιού, χαμογελάει ή αληθινά θεϊκή ύπαρξη. Έτσι αυστηρά ένιωθε ήδη την αντίθεση αυτή ο Ευριπίδης, πού σε μια του από τις χαμένες τραγωδίες βάζει κάποιο πρόσωπο να πει:
Ποιος ξέρει αν η ζωή δεν είναι θάνατος κι αυτό πού εμείς θάνατο λέμε, κάτω εκεί να λέγεται ζωή.
Το τέλειο αυτό αναποδογύρισμα του πηγαίου και γνήσιου τρόπου, πού ο Έλληνας νιώθει τη ζωή, κ' ή συνέπειά του, ή ξαναπροσαρμογή όλων των άξιων, ιδιαίτερα ή υποτίμηση του σωματικού κι ο ασκητικός τρόπος της ζωής πού πηγάζει απ’ αυτή, είναι κάτι ολότελα ξένο για την ουσία του Έλληνα και γι' αυτό μαρτυρεί προέλευση εξωελλαδική, ανατολίτικη. Μπορεί αυτή η μυστικόπαθη πνευματική κατεύθυνση να βρήκε κάποια σημεία επαφής στην ελληνική ουσία, να ικανοποιούσε κάποιες ανάγκες, πού τις ένιωθαν εξαιρετικά ζωηρά ίσα, ίσα γιατί πρωτοπαρουσιάζονται τον καιρό αυτό, μπορεί ή ελληνική περιπάθεια να ρίχτηκε ξαφνικά στη θρησκεία και να ήθελε να ξεδιψάσει στην εκστατική μέθη. Ωστόσο ο δυϊσμός αυτού του μυστικισμού, πού την ανθρώπινη φύση τη χωρίζει σε δυο εχθρικά το ένα στο άλλο στοιχεία, είναι ξένη σταγόνα μέσα στο ελληνικό αίμα. Πατρίδα τής ιδέας αυτής του λυτρωμού, του ξεσκλαβωμού δηλαδή της ομοούσιας με το θεό ψυχής από τα δεσμά του γήινου κορμιού, είναι χωρίς αμφιβολία ή Ινδία, όπου προβάλλει στα ερμηνευτικά των Βέδας θεολογικά συγγράμματα, τις Ουπανισάδες, κάπου ανάμεσα στα 800 και 600, τον καιρό πού απονεκρώνεται ή βεδική πίστη σε θεούς. Ενώ εδώ διαμορφώθηκε περισσότερο θεωρητικά, στο Ιράν, στη θρησκεία του Ζαραθούστρα, δέθηκε με τούς παλιούς περσικούς λαϊκούς θεούς. Την ξέρουν ήδη τα παλαιότερα Γκάθας τής Άβέστα και σ' ένα κομμάτι του Ζαραθούστρα, πού βρέθηκε τελευταία, προβάλλει αυτός σαν ο σταλμένος από τον ουρανό σωτήρας, πού ελευθερώνει την ψυχή από το «αγκάλιασμα» του κορμιού. Η Θράκη χρησίμεψε σα γέφυρα πού την πέρασε ή ανατολική αυτή ιδέα του λυτρωμού για να έρθει στην Ελλάδα. Σε διάφορες φυλές τής χώρας αυτής βρίσκομε πολύ παλιά ίχνη όχι μόνο της πίστης στην αθανασία παρά και του αναποδογυρισμού τού εδώ και τού άλλου κόσμου, πού φανερώνεται στο έθιμο να θρηνούν τούς νεογέννητους και να μακαρίζουν στην κηδεία τούς πεθαμένους για την καλή τους τύχη. Κ' ή Θράκη είταν, καθώς ξέρομε, ή πατρίδα του Ορφέα, πού με τ' όνομά του απλώθηκε ή διδασκαλία αυτή στην Ελλάδα.
[1] Τσέλλερ – Νεστλέ, «Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας», 1η περίοδος, σελ. 18-22, Εστία, Αθήνα 1980.