Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Δίκαιο


Η δικαιική τάξη κατά τους μεταβυζαντινούς αιώνες[i]

Μπορεί η Άλωση του 1453 να σήμανε το τέλος του βυζαντινού κράτους δεν σήμανε όμως και το τέλος του βυ­ζαντινού δικαίου. Μέσω σουλτανικών προνομίων, πολλά από τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι την Επανάσταση, η Ορ­θόδοξη Εκκλησία, κατά πρώτο λόγο, και ορισμένες ελλη­νικές κοινότητες, συνέβαλαν στο να διαφυλαχτεί, κατά τους τέσσερις αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας, σημαντι­κό μέρος της βυζαντινής νομικής παράδοσης.

Τα προνόμια - Τα προνόμια που χορηγήθηκαν στους Έλληνες κατοίκους της οθωμανικής αυτοκρατορίας διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α) στα εκκλησιαστικά, β) τα διοικητικά και γ) τα δικαστικά προνόμια.
α) Η ανεξαρτησία και αυτονομία της Ορθόδοξης Εκ­κλησίας αναγνωρίστηκε από το Σουλτάνο, ο οποίος εξέ­δωσε σχετική πράξη (βεράτιο). Με την πράξη αυτή καθο­ρίζονται οι σχέσεις μεταξύ του Σουλτάνου και του Πα­τριάρχη, καθώς και ή έκταση των εξουσιών του τελευ­ταίου, β) Με ειδικά προνόμια που τους απονεμήθηκαν, κυρίως από τον 17ο αιώνα και πέρα, ορισμένες ελληνικές κοινότητες δικαιούνται να εκλέγουν τους διοικητικούς και δικαστικούς τους άρχοντες. Το σώμα των εκλεκτόρων συντίθεται αποκλειστικά από Έλληνες κατοίκους της συγ­κεκριμένης κοινότητας, οι οποίοι καλούνται σε δημόσια συνάθροιση για το σκοπό αυτό. Το καθεστώς και το πε­ριεχόμενο των διοικητικών προνομίων δεν είναι ενιαίο, αλλά ποικίλλει κατά κοινότητα. Επιπλέον δε, ανά πάσα στιγμή ήταν δυνατή η ανατροπή του από τους τοπικούς τούρκους αξιωματούχους. Τέλος, γ) μέσω των δικαστικών προνομίων, διατηρήθηκε η δικαιοδοτική εξουσία του κλήρου και αναγνωρίστηκε δικαστική αρμοδιότητα στις κοινοτικές αρχές (τους προεστώτες και τους κοτζαμπάσηδες). Κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκικής κυ­ριαρχίας, τα τελευταία αυτά δικαιοδοτικά όργανα κερδί­ζουν έδαφος σε σχέση με τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα οποία φαίνεται πως έχουν γίνει "ασυμπαθή" στο λαό.

Το τεκμήριο αρμοδιότητας
Η αρμοδιότητα της Εκκλησίας για την επίλυση δια­φορών οικογενειακού δικαίου που, όπα>ς είδαμε πιο πάνω, είχε αναγνωριστεί κατά τους τελευταίους βυζαντι­νούς αιώνες, διατηρείται και μετά την τουρκική κατά­κτηση. Η δικαιοδοσία της Εκκλησίας εξακολουθεί να ισχύει, κυρία)ς σε θέματα σχετικά με το γάμο και το διαζύ­γιο, μέσω προνομίου που παραχώρησε ο Σουλτάνος Μωά­μεθ Β' ο Κατακτητής, για όλους τους Ορθοδόξους κατοί­κους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας (και της βενετοκρατίας), η Ορθόδοξη Εκκλησία κατόρθωσε να επεκτεί­νει το πεδίο δικαιοδοσίας της και πέρα από τις διαφορές του οικογενειακού δικαίου. Επικαλούμενη το τεκμήριο (Αρμοδιότητας κατέληξε να κρίνει το μεγαλύτερο μέρος των αστικών διαφορών μεταξύ Ορθόδοξων κατοίκων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αρμόδια να κρίνουν τις διαφορές σε πρώτο βαθμό ήσαν τα κατά τόπους εκκλησιαστικά δικαστήρια, αποτε­λούμενα από επισκόπους που ενεργούσαν ως εκπρόσωποι του Πατριάρχη. Κατά την εκδίκαση των διαφορών, οι επί­σκοποι επικουρούνταν από Συμβούλιο, μέλη του οποίου μπορούσαν να είναι και άλλοι κληρικοί. Σε δεύτερο βαθμό αναγνωριζόταν αρμοδιότητα του Πατριάρχη και της Ιεράς Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (ή των δικαστηρίων της Βενετίας για τις βενετοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας). Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια απέκτησαν μεγάλο κύρος μεταξύ του πληθυσμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έτσι ώστε, τουλάχιστον κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, να προσφεύγουν σε αυτά όχι μόνο Έλλη­νες, αλλά και Ιουδαίοι ή και Τούρκοι, που δυσπιστούσαν απέναντι στην αμεροληψία των τουρκικών δικαστηρίων.

Τα εφαρμοζόμενα δίκαια
Από τον 17ο αιώνα και μέχρι την Επανάσταση, στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο ισχύουν παράλληλα: το τουρκικό δίκαιο, που εφαρμόζεται από τα τουρκικά δικαστήρια και το βυζαντινό δίκαιο, κυρίως η Εξάβιβλος του Αρμενοπού­λου, την οποία χρησιμοποιούν, παράλληλα με ορισμένους νομοκάνονες των 16ου και 17ου αιώνα (κυρίως του Μανουήλ Μαλαξού και του ιερομόναχου Ιακώβου, τη λεγόμε­νη Βακτηρία αρχιερέων) τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Παράλληλα όμως, κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκι­κής κυριαρχίας γνώρισε μεγάλη άνθηση το εθιμικό δίκαιο. Στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών προνομίων που τους απονεμήθηκαν, οι ελληνικές κοινότητες (καθώς και οι συ­ντεχνίες) εφαρμόζουν τοπικά έθιμα, τα οποία άλλοτε μεν προσεγγίζουν αντίστοιχες διατάξεις του βυζαντινού δι­καίου, άλλοτε όμως όχι. Ορισμένα από τα τοπικά αυτά έθιμα καταγράφηκαν (π.χ. Νάξου, Μυκόνου, Θήρας).

Αντίθετα από την κυρίως Ελλάδα που κατά τους αι­ώνες της τουρκοκρατίας γνώρισε πλήρη νομοθετικό μαρα­σμό, ο ελληνισμός των παραδουνάβιων Ηγεμονιών επέ­δειξε έντονη νομοθετική δραστηριότητα. Κατά τον 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα, οι Φαναριώτες ηγεμόνες της Μολδαυΐας και της Βλαχίας συνέβαλαν στην διαφύλαξη της βυζαντινής νομικής παράδοσης, μέσω της έκδοσης κωδικοποιητικών έργων όπως: Το Νομικόν Πρόχειρον του Μιχαήλ Φωτεινοπούλου, το Συνταγμάτων Νομικόν τον Α­λεξάνδρου Υψηλάντη, ο Πολιτικός Κώδικας της Μολ­δαυΐας του Καλλιμάχη και ο Βλάχικος Κώδικας του Ιω­άννη Καρατζά.

Η γένεση του νεώτερου ελληνικού (αστικού) δι­καίου
Ένα από τα πρώτα μελήματα των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν η δημιουργία μιας έννομης τάξης στις απε­λευθερωμένες από τον τουρκικό ζυγό περιοχές. Σχετικές διατάξεις απαντούν στα συνταγματικά κείμενα που καταρ­τίστηκαν από τις διαδοχικές τοπικές ή Εθνικές Συνελεύ­σεις, τόσο κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου απελευθε­ρωτικού αγώνα όσο και μετά τον τερματισμό του.

[i] Σπ. Τρωϊάνου, Ι. Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, «Ιστορία Δικαίου», μέρος 4ο, σ. 342-345, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 1997.