Πωλ Ελυάρ[1]
Η καμπύλη των ματιών σου γύρο φέρνει την καρδιά μου
Γύρος χορού και γλύκας
Του χρόνου φωτοστέφανος νυχτερινό λίκνο και σίγουρο
Κι αν όλα τα όσα έζησα δεν τα κατέχω πια
Είναι γιατί τα μάτια σου δεν με θωρούσαν πάντα.
Φύλλα ημέρας και δροσιάς αφρός
Του ανέμου καλαμιές ευωδιαστά χαμόγελα
Φτερά σκεπάζοντας τον κόσμο φως
Πλοία κατάφορτα ουρανούς και θάλασσες
Κυνηγοί θορύβων και πηγές χρωμάτων
Μύρα που ξεπετάχτηκαν από της χαραυγής
Το κλώσισμα το αδιάκοπο μες στ’ άχερα των άστρων
Όπως η μέρα κρέμεται απ’ τ’ αγνά σου μάτια
Και ρέει στα βλέμματά τους όλο το αίμα μου.
____________________________________
Κομτ ντε Λωτρεαμόντ[2]
Μαλντορόρ
Από το τέταρτο άσμα
Αχ πού ‘ναι κείνος ο χαζοφιλόσοφος που έσκασε, λένε, στα γέλια κάποτε όταν είδε μπροστά του έναν γάιδαρο να τρώει σύκα! Δεν το λέω έτσι, στα κουτουρού. Πρόκειται για ένα επαίσχυντο και θεληματικό απογύμνωμα της ανθρώπινης ευγένειας, καταγεγραμμένο με το νι και με το σίγμα στα βιβλία τα παλαιά. Όμως εγώ δεν ξέρω καθόλου να γελάω. Ποτέ μου δεν κατάφερα να γελάσω μ’ όλο που το δοκίμασα πολλές φορές.
Είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο πράγμα να μάθεις να γελάς. Εκτός πια κι αν η φυσική απέχθεια που αισθάνομαι γι’ αυτή τη σωστή τερατωδία δεν είναι παρά ένα από τα βασικά γνωρίσματα του χαρακτήρα μου και τίποτε άλλο. Που λέτε, μου έτυχε κι εμένα κάποτε να ιδώ με τα ίδια μου τα μάτια κάτι ακόμη πιο καταπληκτικό : ένα σύκο να τρώει γάιδαρον ολόκληρο. Ε λοιπόν, δεν ένιωσα την παραμικρή διάθεση να γελάσω. Το λέω με ειλικρίνεια. Μήτε που χάραξε καθόλου το χείλι μου. Μάλλον η ανάγκη να κλάψω με κυρίεψε και μάλιστα με τε΄τοια δύναμη που ένιωσα στο τέλος ένα δάκρυ να κυλάει απ’ τα μάτια μου. «Ω φύση, φύση, φώναζα κλαίγοντας με λυγμούς δυνατούς, το γεράκι κατασπαράζει το σπουργίτι, τα σύκα τρώνε τους γαϊδάρους και ο σκούληκας αφανίζει τον άνθρωπο !»