Η εκστρατεία των Ελλήνων κατά των Βυζαντινών [8ος αιώνας]
Πρώτος, όστις φέρεται λαβών μέτρα κατά των εικόνων, είναι ο σύγχρονος του Λέοντος Γ΄ χαλίφης Ιζίδ Β΄[720-724], εκδούς διάταγμα απαγορεύον την ανάρτησιν εικόνων εις τας χριστιανικάς εκκλησίας του κράτους του[1]. Ο βυζαντινός μονάρχης από του 726 έθεσεν εις κίνησιν τον προπαγανδιστικόν μηχανισμόν αλλά δεν προέβη εις έκδοσιν απαγορευτικού των εικόνων διατάγματος, ως κατά καιρούς επιστεύθη[2]. Ο λαός δεν έμεινεν ασυγκίνητος, εις δε την Κωνσταντινούπολιν έλαβε χώραν το πρώτον σοβαρόν επεισόδιον, ότε βασιλικοί άνθρωποι εις εκτέλεσιν αυτοκρατορικής εντολής επεχείρησαν να αφαιρέσουν από της μεγάλης Χαλκής πύλης των ανακτόρων την εικόνα του Χριστού[3] και προεκάλεσαν την έκρηξιν της λαίκής οργής με συνέπειαν τον θάνατον του επί κεφαλής σπαθαροκανδιδάτου. Εις την θέσιν του Χριστού εχαράχθη κατά βασιλικήν εντολήν ο τρισόλβιος τύπος του σταυρού, ως λέγει και το συγχαραχθέν εξάστιχον επίγραμμα[4].
Η αυτοκρατορική απόφασις είχε σοβαρώτερον αντίκτυπον εις τον ελληνικόν χώρον[5], όπου ο τουρμάρχης των Ελλαδικών Αγαλλιανός, μορφή γενναία και ηρωϊκή, ως έδειξε και το εκούσιον τέλος του, εκίνησε τον στόλον του Ελλαδικού θέματος και των Κυκλάδων νήσων εις εκστρατείαν κατά της πρωτευούσης. Η ναυτική επιχείρησις προϋποθέτει τόλμην και οργανωτικάς ικανότητας και μάλιστα, όταν στρέφεται κατά ηγεμόνος προ ολίγου κατατροπώσαντος τον πανίσχυρον αραβικόν στόλον. Φαίνεται όμως ότι αι εικονόφιλοι πεπεοιθήσεις του πληθυσμού των ευρωπαϊκών περιοχών και το θάρρος του Αγαλλιανού υπερνίκησαν τας δυσχερείας και την 18ην Απριλίου 727 τα ελλαδικά πλοία κατέπλευσαν προ της βασιλίδος των πόλεων. Το υγρόν πυρ του αυτοκρατορικού στόλου κατέκαυσεν ελλαδικά και κυκλαδικά σκάφη. Τα διασωθέντα πληρώματα προσεχώρησαν εις τον αυτοκράτορα, ενώ ο Αγαλλιανός ένοπλον εαυτόν επόντωσεν[6].
Ήτο φανερόν ότι η αυτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουεν εις το κοινόν αίσθημα και ιδία του λαού της πρωτευούσης και του πληθυσμού των ευρωπαϊκών επαρχιών.
[1] Α. Α. Βασίλιεφ: The iconoclastic edict of the Caliph Yazid II a.D. 721 εν DOP τ. 9/10 (1956) σ. 23-47. Ο Χ. Γ. Μπεκ: Von der Fragwurdigkeit der Ikone (ανωτ.) σσημ. 23 έχει την γνώμην ότι το διάταγμα του χαλίφου Ιαζίδ αφεώρα επίτασιν από αμκρού υφισταμένης απαγορεύσεως, συμφώνως προς την οποίαν οι χριστιανοί δεν επετρέπετο εις δημοσίους χώρους (πλατείας, οδούς) να κρατούν εικόνας και κηρία.
[2] Την αντίθετον άποψιν υπεστήριξεν εκ νεόυ ο Μ. Α. Αναστος: Leo’s edict against the images in the year 726-727 and the italobyzantine relations between 726 and 730 εν Byzantinische Forschungen τ. 3 (1968/1971) (=Πολυψηορδια t. III) σ. 5-41 αλλά δεν εύρεν απήχησιν.
[3] Α. Φρόλοου: Le Christ de la Chalce εν Byzantion τ. 33 (1963) σ. 107-120. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου "Βυζαντινή Ιστορία", Β1, κ. Α΄, σ. 28-30, περί της χρησιμοποιήσεως του σταυρικού συμβόλου εις την εικονογράφησιν των νομισμάτων από των διαδόχων του Ηρακλείου και εξής.
[4] Το επεισόδιον περιγράφεται κατ’ αφελή τρόπον και εις την ελληνιστί μόνον σωζομένην επιστολήν του πάπα Γρηγορίου Β΄ προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ (βλ. ανωτ. σ, 97). Το επίγραμμα κάτωθι του Σταυρού εις την πύλην της Χαλκής εν PG τ, 100 στ. 437
[5] Η συνύπαρξις χριστιανικών κοινοτήτων και αρχαίων θρησκειών και η διαμόρφωσις της χριστολογικής θεολογίας επέδρασαν εις την ανάπτυξιν εικονικών παραστάσεων εκ των διηγήσεων της Γραφής, προοριζομένων να διαφωτίσουν και να διδάξουν τον αδαήν πιστόν. Η προσέγγισις προς την ειδωλολατρείαν ήτο η κατηγορία, ην οι εικονόφιλοι θεολόγοι των πρώτων αιώνων ώφειλον να αποσείσουν. Εις την ελληνο-λατινικήν Δύσιν και τας μικρασιατικάς παραλίους περιοχάς με πληθυσμόν παλαιόθεν ελληνικόν ή απολύτως εξελληνισμένον η χριστιανική εικονογραφία διεδόθη και επεβλήθη ενωρίς. Τον Η΄ αιώνα είχον διαμορφωθή από τε εικονοφίλου και εικονομαχικής πλευράς αι βασικαί αρχαί της περί εικόνων θεολογίας με κέντρον την χριστολογικήν διδασκαλίαν και αναφοράν εις την περί ιδεών πλατωνικήν φιλοσοφίαν.
[6] Θεοφ. σ. 405 (επόντωσεν εκ του πόντος), Νικηφόρου Ιστ. σ. 58: συν τη πανοπλία εαυτόν τω βυθώ παραδέδωκεν. Η πράξις του Αγαλλιανού προεκάλεσεν αίσθησιν εις την εποχήν του.
*από την "Βυζαντινή Ιστορία", της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Β1, κ. Η΄, σ. 108-109, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.