Ανθολογήματα από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο[i]
Υπό κατοχή και «αποκλεισμένοι»
Στις 14 Δεκεμβρίου 1941 ο Εμμ. Τσουδερός έγραφε στον Ουΐστον Τσώρτσιλ:
«Από παντού, μέσα και έξω της Ελλάδος, μας φθάνουν εκκλήσεις αγωνίας διά την τραγικήν κατάστασιν η οπόια υπάρχει εις την πατρίδα μου λόγω πείνης.
… οι θάνατοι ημερησίως εις Αθήνας και Πειραιά, χωρίς υπερβολήν, ανέρχονται εις χιλίους. Θέλετε να παραδεχθώ ότι κατά το ήμισυ μόνον ο αριθμός αυτός είναι ο αληθινός; Πάλιν η εικών είναι φοβερά.
… Επετράπη βέβαια η εκ Τουρκίας και μόνον εισαγωγή εις Ελλάδα προϊόντων τουρκικών. Είμαι ευγνώμων διά την μικράν αυτήν εξαίρεσιν. Αλλά το ζήτημα της καταστροφής του Ελληνικού Λαού δεν προλαμβάνεται με 4.000 τόννους τροφίμων κατά μήνα, και ιδίως όταν δεν επιτρέπεται η εκείθεν εισαγωγή σιτηρών.
… Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί εύχονται βέβαια να φθάση εις τελείαν εξάντλησιν ο λαός αυτός διά να τον εκδικηθούν, αλλά και διά να του λέγουν χαρούμενοι ότι οι φίλοι των τους εγκατέλειψαν και συνεπώς ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι διά την δυστυχίαν των. …»
Στις 18 Δεκεμβρίου 1941 ο Έλλην Πρωθυπουργός [Ε. Ι. Τσουδερός] απηύθυνε έκκληση προς τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Του εξιστορούσε την συμφορά του λιμού. Του έγραφε εν συνεχεία:
«Η συγκίνησις όλων των ελλήνων είναι απερίγραπτος προ της φοβεράς αυτής καταστάσεως, και πανταχόθεν, εντός και εκτός της Ελλάδος, λαμβάνω εκκλήσεις αγωνίας υπέρ του εκ πείνης εξολοθρευομένου πληθυσμού μας. Η αρχή καθ’ ην ο κατακτητής οφείλει να διαθράψη την κατεχομένην χώραν είναι του διεθνούς δικαίου, αλλ’ ο απαίσιος Γερμανός έχει από πολλού αγνοήσει το δίκαιον και δεν αποβλέπει παρά εις την υποταγήν του κόσμου διά πυρός, σιδήρου και πείνης.
Επομένως δεν πρέπει, κατοχυρούμενοι όπισθεν, μιας αρχής Δικαίου, να παραγνωρίσωμεν μίαν κατάστασιν. Δεν επαύσαμεν νε είμεθα υπέρ του αποκλεισμού ως μέτρου πολεμικού, αλλά κάθε μέτρον, όσον και αν είναι σκόπιμον διά τον πόλεμον, όταν παραβλέπη εν τη εφαρμογή του τας αρχάς εκείνας που είναι επιβεβλημέναι εκ του καθήκοντος προς τους ανυπερασπίστους ανθρώπους, γυναίκας και παιδιά, φοβούμαι ότι θα κριθή εν καιρώ αυστηρώς και θα καταδικασθή από την Ιστορίαν …»
Ο χειμώνας του 1941/42 εξακολουθούσε το φοβερό του έργο. Αν με το λίγο λάδι και με τα λίγα τρόφιμα που αποσπούσε με τόσους αγώνες η Οργάνωσις της Εκκλησίας εύρισκαν ένα λιτό γεύμα τα άπορα παιδιά των Αθηνών, όμως για τις χιλιάδες του λαού το πρόβλημα της διατροφής του ήταν πάντα φοβερό. Άλευρα δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα. Όσα έρχονταν από την Ιταλία ήταν σε ποσότητες ανεπαρκείς. Η μερίδα του ψωμιού ήταν μόνο 30 δράμια στας Αθήνας, και πολλές φορές είχε σταμτήσει η διανομή γιατί δεν υπήρχε αλεύρι. Ο καιρός της συγκομιδής της νέας εσοδείας ακόμα αργούσε. Τα λίγα τρόφιμα που έφθαναν από την Τουρκία[1] επήγαιναν κυρίως στα συσσίτια και στα νοσοκομεία. Και ο χειμώνας ήταν δριμύς. Και τα νέα του πολέμου ήταν κακά για τους Συμμάχους. Η ελπίδα ολοένα και αυτή λιγόστευε στις καρδιές των Ελλήνων.
Τότε, απρόβλεπτα, το βράδυ της 19ης προς την 20η Φεβρουαρίου 1942 οι ακροατές του ραδιοφώνου, που παρακολουθούσαν μυστικά τις απαγορευμένες εκπομπές του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Λονδίνου και του Καΐρου, άκουσαν επείγον μήνυμα που μετέδιδε ο Σταθμός του Καΐρου προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών. Ήταν για τον επισιτισμόν της Ελλάδας. Έλεγε το μήνυμα ότι στο Πορτ-Σάιδ ήταν έτοιμο ένα σιτοφορίο 8.000 τόννων για την ελλάδα. Δεν χρειαζόταν παρά η συγκατάθεση των Αρχών Κατοχής για να ξεκινήση το πλοίο που θα έφερνε το σιτάρι. Και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός παρεκαλείτο να ενεργήση επειγόντως για να δοθή αυτή η συγκατάθεση.
…
Ένα σιτοφορίο δεν έλυε βέβαια το επισιτιστικό ζήτημα της Ελλάδας. Και επειδή το πρόβλημα της διατροφής ήταν πάντα οξύ, ο Αρχιεπίσκοπος σκέφθηκε και κάτι ακόμη. Σκέφθηκε να διαθέση όλη την περιουσία της Εκκλησίας, όλα τα τιμαλφή, τα ιερά σκεύη και τα άμφια, για να βρη τρόφιμα.