Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Λογοτεχνία

Η Πενθερά[i]

Η Χαρμολίνα εκατοίκει πλησίον της κόρης της, εις εν χαμώγειον της μεγάλης οικίας. Είχε «γραφή σκλάβα» εις τον γαμβρόν της. Όπως ισοβίως έφερε της χηρείας τα δεσμά, ισοβίως είχεν αναλάβει και τον ζυγόν της θητείας πλησίον της κόρης της και του γαμβρού της.

Εις τα ευρύχωρα παραρτήματα της οικίας, τους κήπους και τα προαύλια, και εις το ελαιοτριβείον – το οποίον εσχόλαζε δεκαοχτώ μήνες εις τους εικοσιτέσσαρας και όλον αυτόν τον καιρόν εχρησίμευε ως πλυσταρείον, αλλά και ως αποθήκη – είχεν όρνιθες, πάπιες, χήνας, μίαν προβατίναν με το αρνί της, μίαν κατσίκαν με τα ερίφιά της, δύο μικρά γουρουνόπουλα (τα οποία εις χωρικός είχε δώσει απέναντι χρέους, κι’ επειδή δεν ήτο κατάλληλος εποχή όπως πωληθώσιν ή σφαγώσιν, ο γαμβρός επέβαλεν εις την πενθεράν του να φροντίζη και δι’ αυτά) και τέλος μίαν όνον με το πουλάρι της. Όλ’ αυτά, καθώς και τα επτά παιδιά, ήσαν εις την δικαιοδοσίαν της πενθεράς.

Μίαν ημέραν, η γειτόνισσά της Γκιολή η Βοσταντζίνα, μια πρωτινή γραία της είπε:
- Τί ήθελες παιδάκι μου, να μπης στα βάσανα του κόσμου;
Η Χαρμολίνα εγέλασεν εκ καρδίας, ακούσασα την επιφώνησιν ταύτην της γραίας. Ω! ήτον τόσος καιρός ήδη, αφότου αυτή είχεν εμβή «στα βάσανα του κόσμου». Και της εφαίνετο ως όνειρον. Και το όνειρον είχε καλυφθή, ενιαυτόν μετά ενιαυτόν, και είχε ταφή εις το παρελθόν το απίστον, όπως εις τα κορυφάς των υψηλών ορέων, όπου αι χιόνες, από χειμώνος εις χειμώνα, καλύπτουσι τας χιόνας, ώστε η πολυχρόνιος μάζα γίνεται πλέον ως βράχος ή ως ο πάγος του Πόλου.

Ήτον, άρα, η χήρα Χαρμολίνα, εις την υπηρεσίαν του γαμβρού της, συνάμα κηπουρος, ορνιθοτρόφος, χοιροβοσκός, συβώτις, αιγοβοσκός και ονηλάτης … και συγχρόνως παραμάννα διά τα επτά παιδιά, εξαιρουμένου του μικρού το οποίον εθήλαζεν ακόμη η μάννα του, και του εμβρύου, το οποίον αύτη είχεν εντός της κοιλίας της.

Είχε καθημερινόν πρόγραμμα εργασίας, η προώρως γηράσασα χήρα, ν’ αντλή νερόν, να γεμίζη την στέρναν, να το διανέμη στα αυλάκια, να ποτίζη τα ολίγα λαχανικά, όπως και τας γλάστρας με τα’ άνθη, είτα να ταΐζη τις κότες, τις πάπιες, τις χήνες, να ελαύνη τα τελευταίας με την καλαμιάν, όταν εξήρχοντο εις το λιβάδι. Ενίοτε να πιάνη καυγάν με την γειτόνισσαν, ένεκα μικράς ζημίας, την οποίαν έκαμνε μία χήνα, εις τον γειτονικόν κήπον, να τράφη τα δύο γουρουνόπουλα, να τα οδηγή εις την λάσπην του γειτονικού ρεύματος, διά να κυλισθούν, να εξάγη προς βοσκήν εις τα χωράφια την κατσίκαν με τα ερίφιά της, την αμνάδα με το αρνίον της, να δένη την προβατίνανν εις την άκραν του κάμπου, εις την υπωρείαν του λόφου την κατσίκαν, ολίγον παραπάνω επί της κλιτύος του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις σχοίνους και πρινάρια, να επισκέπτεται και πάλιν την κατσίκαν και προβατίναν διά να τας «αλλάξη», ήτοι να τας μεταφέρη και τας δέση παρέκει. Να οδηγή την γαϊδουρίτσαν με το πουλαράκι της εις τα χωράφια, να την δένη εις ένα κορμόν, και πάλιν να την επισκέπτεται. Να κουβαλά από τον αχυρώνα άχυρον διά την όνον, εις τα ισόγεια και τας αυλάς της οικίας δεμάτια χόρτου διά την αμνάδα και την αίγα, διά την νύκτα, και εν ελλείψει επαρκούς βοσκής.

Ώφειλεν από πρωΐας να νίψη όλα τα παιδιά, να τα ενδύση, να τα χτενίση, να τα βάλη να σταυρώσουν τα χέρια και να πουν το «Πάτερ ημών» εμπρός εις τα εικονίσματα, να τους δώση να κολατσίσουν … να οδηγάη τα δύο τρία εξ αυτών «εις το σχολειό», … να επιβλέπη αδιακόπως τα άλλα, να επαρκή εις όλας τας απαιτήσεις των, να θεραπεύη όλας τας ορέξεις των … Έπειτα να κουνή τα δυο μικρότερα παιδιά στα πόδια της απλωμένα ή στην κούνιαν, διά να τα αποκοιμίση να τους λέγη τραγούδια …

Κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλι τα προικιά σου,
Στη Βενετιά τα ρούχα σου, στη Σμύρνη τα καλά σου.


[i] Α. Παπαδιαμάντη, «Άπαντα», τ. Δ΄, "Η θητεία της Πενθεράς", εκδόσεις Φυτράκη – Κουτσουμπού», Αθήνα, 1966.