Ο τελευταίος Φιλικός[I]
Η ιδιότητα του Φιλικού, μετά την αποτυχία στη Βλαχομολδαβία, όχι μόνο δεν είναι τιμητική, αλλά ταυτιζόταν με τα φρονήματα των «φερέοικων» και των «τυχοδιωκτών». Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε τα αισθήματα εχθρότητας και αποξένωσης που κατέκλυσαν τους δύο πρωτοΦιλικούς. Αντί για την αναγνώριση του οραματιστή και πρωτουργού, συναντούσαν την περιφρόνηση και την αδιαφορία. Άλλωστε, όντας καλαμαρλάδες και διόλου άνθρωποι των όπλων, εντάσσονταν αυτόχρημα στα φραγκοντυμένα ξενόφερτα ψαλιδοκέρια (τους «κωλοπλυμένους»). Το μόνο που αναφέρει ο Ξάνθος για την παραμονή του στην επαναστατημένη χώρα είναι ότι «διωρίσθη και μέλος εις μίαν επιτροπήν διά να δικάση διαφορά τινα μεταξύ του Αντιπροέδρου του Βουλευτικού Βρυσθένης και τινων στρατιωτών». Τότε, κατά μία εκδοχή, ο Δημήτριος του ανέθεσε να μεταβεί στο Μούνκατς και να επιδιώξει τη φυγάδευση του αδελφού του Αλέξανδρου. «Ο επιτήδειος και ουχ ήττον τολμηρός Ξάνθος», γράφει ο Φιλήμων, «απελθών επέτυχεν, όπως γράψη διά θεραπαινίδος τινός προς τον Υψηλάντη τα περί της αποστολής αυτού. Αλλ’ ούτος, υπό το ιδίων, ως και πρότερον, ορμώμενος λόγων, απήντησε προς τούτον: «Φύγε, διότι θέλεις κάμει δυστυχεστέραν την θέσιν μου»». (Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ανέλαβε την αποστολή, πάντως ο Αλέξανδρος μεταφέρθηκε από το Μούνκατς στο Τερένζιεστατ τον Ιανουάριο του 1823). Μετά κι από αυτή την αποτυχία ο Πάτμιος επανήλθε και του λοιπού «διετέλει αγωνιζόμενος ως απλούς πολίτης».
Είναι προφανές ότι ο Μοριάς ήταν και για τους δύο – Ξάνθο και Τσακάλωφ – ξένος τόπος. Ενώ ο Αναγνωστόπουλος και ο Δικαίος, σαν Πελοποννήσιοι, αξιώθηκαν να φορέσουν τα άρματα και να εξιλεωθούν, ο Πάτμιος και ο Ιωαννίτης παρέμειναν ξένοι και παρεπίδημοι. Οικείος τόπος γι’ αυτούς ήταν ο Βορράς, γι’ αυτό άλλωστε επανήλθαν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν.
Ο Τσακάλωφ, με την έλευση του Καποδίστρια, θα διοριστεί υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου (λογιστικόν του στρατού), θα υπογράψει ως πληρεξούσιος στην εν Άργει Εθνοσυνέλευση και θα επισκεφθεί την ιδιαιτέρα του πατρίδα. «Αλλ’ οίαν φρικώδη διαφοράν εύρεν αυτόσε». Όταν είχε αποδημήσει από τα Γιάννενα, υπήρχαν δύο σχολεία, του Καπλάνη και των Ζωσιμάδων, με πλούσιες βιβλιοθήκες, με μεγάλη συλλογή εργαλείων φυσικής και πειραματικής, επίσης νοσοκομείο και γεροντοκομείο. Τώρα το μόνο που βρήκε ήταν ένα φτωχό σχολείο στεγασμένο σε οθωμανική οικία, «ένθα οι μαθηταί εδιδάσκοντο κατά το πλέιστον εν υπαίθρω». Οριστικά θα αναχωρήσει από τη χώρα μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη.
…
Όσο για τον Ξάνθο, θα υπηρετήσει ως σταφέτο (= ταχυδρόμος) τον Δημήτριο Υψηλάντη – πάντα το κατά δύναμιν. … Θα παραμείνει στην Τελέγκα έως τη στιγμή που η έκδοση του Δοκιμίου περί της Φιλικής του Φιλήμονα θα τον εξαναγκάσει να κατέλθει στην Οθωνούπολη για να υπερασπιστεί την τιμή του με τα γνωστά αποτελέσματα. Ο θάνατός του περιγράφεται από τον Γούδα: «Σφόδρας συζητήσεως ούσης εν τη Βουλή και Βουλευτών τινών ελθόντνω εις χείρας, ο Ξάνθος, ευρίσκετο ατυχώς εν τω μεγάλως θορυβηθέντι θεωρίω. Διαταγείσης της εκκενώσεως τούτου και των πάντων εμφόβως φευγόντων, κατήρχετο εσπευσμένως της κλίμακος και ο υπερεβδομηκοντούτης Ξάνθος, κατά κακήν δε τύχην η κλίμαξ εστερείτο του επ’ αυτήν ξύλου ένθα απακομβώσιν οι αναβαίνοντες και καταβαίνοντες. Ο Ξάνθος ωθούμενος και μη έχων που να στηριχθή, εξέπεσεν από της κορυφής της κλίμακος εις το λιθόστρωτον έδαφος και έμεινεν αναίσθητος και σχεδόν ημιθανής – απεδόθησαν δ’ αυτώ αι τιμαί στρατηγού».
Η επιστολή που του στέλνει ο Ξόδιλος το 1836 (από το Γαλάτσι) πιθανότατα είναι και η καλύτερη νεκρολογία του:
Α! Άριστέ μοι και ακριβέ. Ας μη μελαγχολώμεν, ας μη βαρυγνωμώμεν, και ουδόλως ας μην ασχάλλωμεν. Ελληνική σημαία κυματεί εις όλον τον κόσμο, ελλάς ήρχησε να υπάρχη εν μέσω των δεδοξασμένων λαών. Πρέσβεις της εις όλας τας μεγάλας του κόσμου πόλεις. Πρόξενοι και υποπρόξενοι και εις τους παραμικροτέρους του εχθρού λιμένας …