Η Ελβετία βρίσκεται χωμένη ανάμεσα στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Ο δρόμος μέσω των συμμαχικών κρατών είναι κλειστός[2] για τον επαναστάτη Λένιν. Από τη Γερμανία και την Αυστρία δεν μπορεί να περάσει, επειδή είναι Ρώσος υπήκοος, μέλος μιας εχθρικής δύναμης. Και το αποκορύφωμα του παραλογισμού: από τη Γερμανία του Κάιζερ Βίλχελμ ο Λένιν έχει να περιμένει περισσότερη επιείκεια και μεγαλοθυμία, παρά απ’ τη Ρωσία του Μιλιούκοφ και τη Γαλλία του Πουανκαρέ[3]. Η Γερμανία, στα πρόθυρα της κήρυξης του πολέμου απ’ την πλευρά της Αμερικής, χρειάζεται οπωσδήποτε την ειρήνη με τη Ρωσία. Η παρουσία, λοιπόν, ενός επαναστάτη, που θα δημιουργήσει δυσκολίες στους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας, είναι γι’ αυτή ευπρόσδεκτη βοήθεια.
Παράτολμο, όμως, φαντάζει ακόμα και για τον ίδιο το σχέδιο: ν’ αρχίσει ξαφνικά διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία του Κάιζερ, που αμέτρητες φορές έχει απειλήσει και στηλιτεύσει στα γραπτά του. Γιατί στα μάτια της παραδοσιακής ηθικής αποτελεί, φυσικά, έσχάτη προδοσία η είσοδος κατά τη διάρκεια του πολέμου σε εχθρικό έδαφος, με την άδεια μάλιστα του Γενικού Επιτελείου των αντιπάλων. Κι ο Λένιν δεν αγνοεί, βεβαίως, ότι κατ’ αυτό τον τρόπο βάζει σε κίνδυνο το κόμμα του και το όραμα της επανάστασής του. Ότι θα θεωρηθεί ύποπτος. Ότι θα τον περάσουν για πληρωμένο πράκτορα, που η γερμανική κυβέρνηση έστειλε επίτηδες στη Ρωσία. Κι ότι, αν προχωρήσει στο πρόγραμμά του κλείνοντας αμέσως ειρήνη με τη Γερμανία, τότε η Ιστορία θα του φορτώσει για πάντα το φταίξιμο μιας επονείδιστης ειρήνης και θα τον κατηγορήσει πως εμπόδισε τη νίκη της Ρωσίας. Δεν αντιδρούν, λοιπόν, μονάχα οι μετριοπαθείς, οι ηπιότεροι της Επανάστασης. Ακόμα και οι ομοϊδεάτες του Λένιν διαφωνούν με φρίκη και αποτροπιασμό όταν τον ακούν να τους λέει ότι δεν θα διστάσει να βαδίσει ακόμα κι αυτόν τον πιο επικίνδυνο, τον πιο παράτολμο δρόμο, για να φτάσει στο στόχο του. Του θυμίζουν αναστατωμένοι πως οι Ελβετοί σοσιαλδημοκράτες έχουν ήδη ξεκινήσει προσπάθειες και αγωνίζονται από τον δρόμο της νομιμότητας και της ουδετερότητας να εξασφαλίσουν την επιστροφή των Ρώσων επαναστατών στην πατρίδα τους. Ο Λένιν, όμως, ξέρει ότι ο δρόμος αυτός θα ’ναι μακρύς, μακρύς, χωρίς τέλος. Ξέρει τα τερτίπια και τα τεχνάσματα που θα επιστρατεύσει η ρωσική κυβέρνηση για να αναβάλει επ’ αόριστο την επιστροφή των ανεπιθύμητων. Και ξέρει επίσης ότι κάθε μέρα που περνάει, κάθε ώρα, είναι κρίσιμη και αποφασιστική. Έχει το βλέμμα καρφωμένο στο στόχο του. Ενώ οι άλλοι, λιγότερο κυνικοί, λιγότερο παράτολμοι, δεν τολμούν να επιχειρήσουν ένα βήμα που σύμφωνα με όλους τους νόμους και τις κρατούσες αντιλήψεις είναι καθαρή προδοσία. Αλλά ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν έχει πάρει την απόφασή του.
[1] Στέφαν Τσάιχ, «οι Μεγάλες Στιγμές της Ανθρωπότητας», «το σφραγισμένο βαγόνι», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1996
[2] Σ’ όλα τα κράτη της Αντάντ έχουν φτάσει οι μαύρες λίστες με τα ονόματα όσων είχαν πάρει μέρος στην Τρίτη Διεθνή στο Τσίμερβαλντ.
[3] Ραιιμόν Πουανκαρέ (1860-1934). Γάλλος δικηγόρος και πολιτικός, διετέλεσε υπουργός σε αρκετά υπουργεία, και από το 1913 ως το 1920 πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας.