τα λάθη τα δικά μας και τα λάθη των αλλωνών[1]
Όπως έλεγε ο Αίσωπος, δύο σακούλια έχουμε κρεμασμένα στο λαιμό: μπροστά έχουμε το σακούλι με τα λάθη των άλλων, και πίσω το σακούλι με τα δικά μας. Κι έτσι, μια ζωή βλέπουμε των αλλωνών, ενώ για τα δικά μας δεν έχουμε μάτια. Όλοι δέχονται πως ο μύθος αυτός λέει την αλήθεια. Μάλιστα, ο Πλάτων εξηγεί και τον λόγο: «ο εραστής», λέει, «τυφλώνεται από το αντικείμενο της αγάπης του». Και αν ο καθένας μας αγαπάει πάνω από όλα τον εαυτό του, είναι φυσικό να μη βλέπει αυτά που έχουν να κάνουν με τον ίδιο. Πώς, λοιπόν, θα δει κάποιος τα προσωπικά του ελαττώματα, και πώς θα αντιληφθεί τα σφάλματά του ; Τόσο ο μύθος του Αισώπου όσο και ο λόγος του Πλάτωνα προφανώς μας λένε πως έχουμε πολύ λίγες ελπίδες να ανακαλύψουμε τα προσωπικά μας λάθη : αν κάποιος δεν μπορεί να πάψει να αγαπά τον εαυτό του τότε αναπόφευκτα θα είναι τυφλός ως προς το αντικείμενο της αγάπης του.
[Δύο …, ως Αίσωπος έλεγε, πήρας εξήμμεθα του τραχήλου, των μεν αλλοτρίων την πρόσω, των ιδίων δε την οπίσω, και διά τούτο τα μεν αλλότρια βλέπομεν αεί, των δ’ οικείων αθέατοι καθεστήκαμεν. Και τούτον γε τον λόγον ως αληθή προσίενται πάντες. Ο δε πλάτων και την αιτίαν αποδίδωσι του γιγνομένου. Τυφλώττεινγαρ φησι το φιλούν περί το φιλούμενον. Είπε ρουν έκαστος ημών εαυτόν απάντων μάλιστα φιλεί, τυφλώττειν αναγκαίον εστιν αυτόν εφ’ εαυτού. Πώς ουν όψεται τα ίδια κακά ; και πώς αμαρτάνων γνώσεται ; πολλώ γας έοικεν ο τε του Αισώπου μύθος και ο του Πλάτωνος λόγος ανελπιστοτέραν ημίν την των ιδίων αμαρτημάτων εύρεσιν αποφαίνειν. Ει γαρ μη του φιλείν τις εαυτόν αποστήσαι δύναται, τυφλώττειν αναγκαίον εστι το φιλούν περί το φιλούμενον]
…
Τον πρώτο καιρό, ακόμα και αν διαπιστώσεις ύστερα από προσεκτική εξέταση ότι κάποιος σε κατηγορεί άδικα με σκοπό να σε προσβάλει, μην προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν έχεις πέσει σε σφάλμα. Δέξου ως πρώτο δίδαγμα της φιλοσοφίας το να υπομένεις την αρνητική στάση των άλλων. Κάποια στιγμή αργότερα, όταν νιώσεις ότι πια τα πάθη σου έχουν καταλαγιάσει αρκετά, θα δώσεις απάντηση σε όποιον σε πρόσβαλε. Όχι όμως με πικρία ούτε με τρόπο επιτιμητικό ή εριστικό, δίνοντας την εντύπωση ότι θέλεις να τον κατατροπώσεις, αλλά με σκοπό το δικό σου όφελος: έτσι που αν σου ανταπαντήσει και πει κάτι αληθοφανές, απλώς και μόνο για να σε αντικρούσει, εσύ ή να πειστείς ότι αυτός έχει καλύτερη άποψη ή μετά από προσεχτικό έλεγχο να βρεις ότι οι αιτιάσεις του είναι αβάσιμες
[Εν μεν δη των πρώτω χρόνω μηδ’ εάν και σκεπτόμενος ακριβώς εύρης επηρεαστικώς τε και ψευδώς (ως) εγκεκληκότα σοί τινα, πειρώ σαυτόν πείθειν, ως ουδέν ήμαρτες, αλλά σοι τούτο πρώτον φιλοσόφημα το καρτερείν επηρεαζόμενον. Ύστερον δέ ποτε κατεσταλμένων ικανώς ,των. σαυτού παθών αισθόμενος επιχειρήσεις απολογείσθαι τοις επηρεάζουσι μηδέποτε πικρώς μηδ’ ελεγκτικώς μηδέ τοι φιλόνεικως εμφαίνων (μηδέ) καταβάλλειν εθέλειν εκείνον, αλλ’ ωφελείας ένεκα της σης, ίνα τι και προς την αντιλογίαν αντειπόντος αυτού πιθανόν ήτοι πεισθής εκείνον άμεινον γιγνώσκειν ή μετά πλείονος εξετάσεως εύρης αυτόν έξω των εγκλημάτων <όντα>.]
…
Παιδαγωγούς χαρακτήριζε ο Ζήνων τους πολλούς που είναι πρόθυμοι να επιπλήττουν τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, ακόμα κι αν δεν τους το ζητάει κανένας. Μόνο που θα πρέπει, αυτός που θα ακούει την κριτική να μην είναι ούτε πλούσιος ούτε πρόσωπο με υψηλή πολιτική θέση γιατί από φόβο κανείς δε θα του μιλήσει με ειλικρίνεια, ακριβώς όπως στους πλούσιους οι κόλακες δεν λένε την αλήθεια από συμφέρον. Έστω και λίγο ειλικρινής να φανεί κάποιος, θα τον κάνουνε πέρα. Αν θέλει, λοιπόν, να γίνει καλός και ενάρετος κάποιος πολύ ισχυρός ή πλούσιος, θα χρειαστεί να παραιτηθεί από αυτά τα προνόμια. Και πολύ περισσότερο τώρα, που δεν θα βρει ένα Διογένη με σθένος να του μιλήσει σταράτα, ακόμη και αν είναι ζάπλουτος ή και μονάρχης. Ετούτοι λοιπόν, ας το σκεφτούν και ας αποφασίσουν μόνοι τους. Εσύ όμως, που ούτε πλούσιος είσαι ούτε ισχυρός πολιτικά, δίνε το δικαίωμα να σου λένε γι’ αυτά που δεν τους αρέσουν πάνω σου και μην αγανακτάς με κανέναν. Έχε του όλους για παιδαγωγούς, όπως έλεγε ο Ζήνωνας.
[Ωνόμαζε … ούτως[2] εκείνος ο ανήρ[3] τους πολλούς των ανθρώπων ετοίμους όντας τοις πέλας επιτιμάν, καν μηδείς αυτούς παρακαλή. Χρη δε τον ακούοντα μήτε πλούσιον είναι μήτε αιδούς έχειν πολιτικής, ως, αν γε ταύτην έχη, διά φόβον ουδείς αυτώ ταληθή λέξει, καθάπερ ουδέ τοις πλουτούσι διά κέρδος οι κόλακες. Αλλά καν ει τις αληθεύων παραφανή, διανίσταται προς αυτών. Εάν ουν τις ήτοι πολλά δυνάμενος ή και πλούσιος εθελήση γενέσθαι καλός καγαθός, αποθέσθαι πρότερον αυτόν δεήσει ταύτα, και μάλιστα νυν, όπου <γ’> ουχ ευρήσει Διογένη δυνάμενον ειπείν τούτω ταληθή, καν πλουσιώτατος η, καν μόναρχος. Εκείνοι μεν ουν υπέρε εαυτών βουλεύσονται. Συ δ’ ο μη πλούσιος μηδέ δυνατός εν πόλει πάσι μεν επίτρεπε λέγειν, α καταγιγνώσκουσί σου, προς μηδένα δ’ αυτός αγανάκτει, και ούτως έχε πάντας, ως Ζήνων έλεγε, παιδαγωγούς.]