Αργινούσες[1]
Μετά τη κατάληψη της Δεκέλειας και την πανωλεθρία της Σικελίας, η πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Αθήνα γινόταν όλο και περισσότερο κρίσιμη και επισφαλής. Οι Αθηναίοι από στιγμή σε στιγμή απειλούνταν να δουν τους εχθρούς τους από τη Σικελία, μαζί με πρώην συμμάχους τους από τα νησιά και τα παράλια της Μ. Ασίας, να επιτίθενται κατά του Πειραιά, ενώ η Σπάρτη με τη βοήθεια των Περσών είχε δημιουργήσει ισχυρό στόλο. Η Βουλή, μην μπορώντας να αντιμετωπίσει την κρίσιμη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Πόλη, αναγκάστηκε να αναθέσει τη διοίκηση των επειγουσών υποθέσεων του Δήμου σε δεκαμελή επιτροπή, αυτήν των Προβούλων, ενώ οι πολιτικές παρατάξεις των αριστοκρατών και μετριοπαθών δημοκρατικών ενώθηκαν και απειλούσαν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο λαός όμως είχε ήδη κουραστεί από τον μακροχρόνιο πόλεμο, χάρη του οποίου είχε υποστεί πολλές θυσίες, χωρίς μάλιστα να έχει πια ελπίδες για νίκη. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η ολιγαρχική παράταξη, με αρχηγούς τον Πείσανδρο, τον Αντιφώντα και τον Φρύνιχο, που με τη βοήθεια των παραπάνω παρατάξεων το 411 κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα. Στη θέση της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής ορίστηκε μια συνέλευση των «Πέντε Χιλιάδων», που εκπροσωπούσε την ανώτερη και μεσαία τάξη, ουσιαστικά όμως η εξουσία συγκεντρώθηκε στην Αρχή των Τετρακοσίων, που και αυτή μετά τετράμηνο καταλύθηκε, γιατί αθέτησε τις υποχρεώσεις, που είχε αναλάβει έναντι του Δήμου και κυρίως το να επιτύχει μια συνδιαλλαγή με τη Σπάρτη. Μετά από ταραχές στην Αθήνα οι μετριοπαθείς υπό τους Θηραμένη και Αριστοκράτη, επεκράτησαν των ολιγαρχικών και επανέφεραν τη συνέλευση των «Πέντε Χιλιάδων». Στην κατάλυση της Αρχής των Τετρακοσίων συνέβαλε κατά πολύ η απόφαση των πληρωμάτων του στόλου που βρίσκονταν στη Σάμο, για την προάσπιση του ανατολικού Αιγαίου, να αποκηρύξουν τους ολιγαρχικούς και να ζητήσουν να ανατεθεί η στρατηγία στον Αλκιβιάδη, ο οποίος είχε διαρρήξει τους δεσμούς του με τη Σπάρτη, ενώ διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Τισσαφέρνη. Αλλά και το πολίτευμα που καθιδρύθηκε από τον Θηραμένη, που τόσο θαύμαζε ο γνωστός για την κριτική του στάση έναντι της δημοκρατίας Θουκυδίδης και το οποίο τόσο επαινούσε ο Αριστοτέλης, δεν διατηρήθηκε για πολύ. Μετά από διαπραγματεύσεις με τον στόλο της Σάμου μετριοπαθείς και δημοκρατικοί συμφιλιώνονται, ενώ οι φιλολάκωνες ολιγαρχικοί εκτελούνται ή δραπετεύουν στην Δεκέλεια, την οποία κατείχαν οι Λακεδαιμόνιοι. Ο Αλκιβιάδης ανακαλείται από την Σάμο, όπου φυγοδικούσε, αποκαθάρει εαυτόν από την εις βάρος του ερήμην καταδικαστική απόφαση για ασέβεια και του ανατίθεται η γενική αρχηγία. Ο Αλκιβιάδης επιστρέφει στη Σάμο και από εκεί οδηγεί τον στόλο στο Νότιο, κοντά στη Έφεσο, όπου ναυλοχεί ο Λύσανδρος με τον στόλο των Σπαρτιατών. Ο Αλκιβιάδης αναθέτει την επιμελητεία του στόλου στον κυβερνήτη Αντίοχο και ο ίδιος αποπλέει προς τα Μικρασιατικά παράλια με σκοπό αφενός να καταστείλει τον κίνδυνο ανταρσία των παράλιων πόλεων και αφετέρου να συγκεντρώσει χρήματα. Παρά την ρητή του εντολή προς τον Αντίοχο, να αποφευχθεί κάθε σύγκρουση με τον Λύσανδρο, αυτός επιτίθεται πρώτος και ηττάται, χάνοντας την ίδια του τη ζωή. Οι Αθηναίοι υφίσταται σημαντικές απώλειες σε ανθρώπους και σε πλοία. Τα δυσάρεστα νέα εξοργίζουν τους πολίτες της Αθήνας, μεταστρέφουν τον Δήμο ενάντια στον Αλκιβιάδη, ο οποίος καθαιρείται άμεσα και η αρχηγία ανατίθεται σε δέκα νέους στρατηγούς[2]. Η γενική αρχηγία του στόλου ανατάθηκε κατά τον μήνα Οκτώβριο του 407 ή Ιανουάριο του 406 στον Κόνωνα. Με το ηθικό των πληρωμάτων πεσμένο, ο Κόνων αποπλέει, με εβδομήντα τριήρεις, προς υπεράσπιση της Μηθύμνης, την οποία κατέλαβε πρόσφατα ο Καλλικρατίδας, αντικαταστάτης του Λύσανδρου στην αρχηγία του σπαρτιατικού στόλου. Έξω από τη Μυτιλήνη ο Κόνων αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τον ισχυρότερο στόλο που είχαν ποτέ παρατάξει Πελοποννήσιοι, αποτελούμενο από 170 τριήρεις, με αποτέλεσμα να ηττηθεί, χάνοντας τριάντα τριήρεις, και να αποκλειστεί στο λιμάνι της πόλης. Η προσπάθεια του στρατηγού Διομέδοντα, ο οποίος σπεύδει με δώδεκα τριήρεις να τον επικουρήσει, δεν καρποφόρησε. Ο Διομέδοντας ηττάται και αυτός και διαφεύγει με μόλις δύο πλοία, τα δε υπόλοιπα περιέρχονται στην κατοχή του εχθρού.
…
Οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο Κόνων, όταν ένα πλοίο του σπάει τον αποκλεισμό, που του έχει επιβάλλει ο πελοποννησιακός στόλος. Αποφασίζουν την άμεση ανασυγκρότηση του στόλου τους και παροχή βοήθειας εκατόν δέκα πλοίων προς τον αποκλεισμένο Κόνωνα. Μέσα σε ένα μόλις μήνα κατασκευάζουν εξήντα νέα πλοία και επανδρώνουν τον νέο στόλο με πολίτες από κάθε τάξη, μέτοικους, ακόμα και ξένους στους οποίους παραχωρούν το δικαίωμα του πολίτη. Το τελευταίο αυτό γεγονός δεν περνά απαρατήρητο από τον Αριστοφάνη. Στο έργο του Βάτραχοι (405), ο Ξανθίας, δούλος του θεού Διονύσου, έχοντας βαρεθεί την αυταρχικότητα και τις τρέλες του αφεντικού του ξεσπάει με θλίψη «Αχ, γιατί δεν πήρα και εγώ μέρος στη ναυμαχία, να είμαι τώρα κύριος;» ενώ ο κορυφαίος του χορού προσθέτει: «Δεν είναι καλό ξαφνικά οι δούλοι, χάρη σε μια μόνο ναυμαχία, να γίνουν αφεντικά» και, τέλος, ο Χάροντας: «Α! Δεν παίρνω δούλους, εκτός αν είναι απ’ αυτούς που ναυμάχησαν στις Αργινούσες». Ο στόλος κατέπλευσε στη Σάμο, όπου μαζί με 30 πλοία των συμμάχων, 10 των Σαμίων και όσα από τα πλοία βρίσκονταν στη θάλασσα, η δύναμή του ξεπέρασε τα 150. Από τη Σάμο κατευθύνθηκε στην Μυτιλήνη, με σκοπό να λύσει την πολιορκία και αγκυροβολεί στις Αργινούσες, συστάδα τριών νησίδων, που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τη μικρασιατική γη, απέναντι από το ακρωτήριο Μαλέας[3] της Λέσβου, σε απόστασε 8 ναυτικών μιλίων από αυτήν.
Ο Καλλικρατίδας, ο οποίος είχε ήδη πληροφορηθεί την άφιξη του αθηναϊκού στόλου στη Σάμο, αφού άφησε στη Μυτιλήνη πενήντα πλοία για την περιφρούρηση της, με τα υπόλοιπα εκατόν είκοσι κινήθηκε προς συνάντηση του εχθρού και αγκυροβόλησε στον Μαλέα. Οι αντίπαλοι, με προσορμισμένα τα πλοία τους στις παραπάνω θέσεις, ετοιμάζονταν για τη μεγάλη σύγκρουση, μολονότι οι μάντεις την απαγόρευαν και στους δύο. Οι Αθηναίοι, εξ αιτίας της δυνατής βροχής και του ανέμου που ενέσκηψε, αποφάσισαν να μη ναυμαχήσουν αμέσως, ενώ το ίδιο γεγονός εμπόδισε και τον Καλλικρατίδα, ο οποίος ήταν έτοιμος να επιτεθεί το βράδυ, για να αιφνιδιάσει τους Αθηναίους. Μόλις όμως ο καιρός καλυτέρευσε, τα ξημερώματα ο Καλλικρατίδας έπλευσε προς συνάντηση του εχθρού στις Αργινούσες και παρέταξε τον στόλο του σε μια σειρά μήκους περίπου 2.200 μέτρων, με τον ίδιο στο δεξιό μέρος και τον Θηβαίο Θρασώνδα στο αριστερό. Το σχέδιο του ήταν να διασπάσει (διάπλους) και να περικυκλώσει (περίπλους) τον σχηματισμό του αντιπάλου, δεδομένου, ότι διέθετε ταχύτερα πλοία. Οι Αθηναίοι αντίθετα αντιπαρέταξαν τον στόλο τους σε τρεις μοίρες και ειδικότερα σε δύο πτέρυγες, με εξήντα πλοία η καθεμιά, που παρατάχθηκαν σε δύο γραμμές, η μία πίσω από την άλλη, με κάθε πλοίο της δεύτερης γραμμής να καλύπτει το κενό ανάμεσα στα πλοία της πρώτης και στο κέντρο, όπου υπήρχαν τριάντα πέντε πλοία. Στην αριστερή πτέρυγα και στην πρώτη γραμμή είχαν τοποθετηθεί οι Αριστοκράτης και Διομέδων και πίσω τους οι Περικλής και Ερασινίδης. Στο κέντρο οι Σάμιοι - υπό τον Ιππέα - και οι άλλοι σύμμαχοι, και στη δεξιά πτέρυγα, στην πρώτη γραμμή, οι Πρωτόμαχος και Θράσυλος και πίσω τους οι Λυσίας και Αριστογένης. Οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν με τον παραπάνω τρόπο, για να μη διασπαστούν από τους αντιπάλους τους, αφού τα πλοία τους ήσαν λιγότερο ευέλικτα. Ενώ τα πλοία των αντιπάλων είχαν παραταχθεί κατά τον παραπάνω τρόπο, ο κυβερνήτης του πλοίου του Καλλικρατίδα, Έρμων από τα Μέγαρα, του συνέστησε να υποχωρήσουν και ναυμαχήσουν, γιατί οι Αθηναίοι υπερτερούσαν στον αριθμό των πλοίων. Τότε ο Καλλικρατίδας τού απάντησε ότι δεν υπάρχει φόβος να διοικηθεί χειρότερα η Σπάρτη αν αυτός πεθάνει, ενώ θα ήταν ντροπή να φύγει. Κατά τον ιστορικό Διόδωρο Σικελιώτη (90-21 π.Χ.) αυτό ειπώθηκε όταν ο μάντης, την παραμονή της ναυμαχίας, είχε προβλέψει ότι ο Καλλικρατίδας θα φονευθεί στη ναυμαχία. Ό ίδιος αναφέρει ότι η ναυμαχία στις Αργινούσες ήταν η μεγαλύτερη απ’ όσες μνημονεύει η ελληνική Ιστορία, γιατί εκτός από τον σημαντικό αριθμό των πλοίων, που έλαβαν μέρος, οι αντίπαλοι αγωνίστηκαν με μεγάλο πείσμα, αφού και οι δύο πίστευαν ότι το αποτέλεσμα της ναυμαχίας θα είχε σημαντική επίδραση στην έκβαση του πολέμου. Ο Ξενοφών, λιτός στην περιγραφή της ναυμαχίας, αναφέρει ότι αυτή κράτησε για πολύ χρόνο, και τα πλοία, ενώ στην αρχή ήσαν συγκεντρωμένα, μετά διασκορπίστηκαν. Στη συνέχεια προσθέτει ότι, όταν ο Καλλικρατίδας κατά την εφόρμηση του πλοίου του έπεσε στη θάλασσα και εξαφανίστηκε, ο Πρωτόμαχος με τις δυνάμεις του νίκησε τους Πελοποννησίους, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να τραπούν σε φυγή, οι περισσότεροι προς τη Χίο και μερικοί προς τη Φώκαια, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στις Αργινούσες νήσους. Ο Διόδωρος, ο οποίος συνέγραψε την ιστορία του μετά τρεις αιώνες, παραθέτει περισσότερες λεπτομέρειες και αναφέρει ότι ο Καλλικρατίδας επιτέθηκε πρώτος εναντίον του πλοίου του Λυσία, το οποίο και βύθισε, και κατόπιν εναντίον του πλοίου του Περικλή, ο οποίος για την ικανότητα του επονομάστηκε «Ολύμπιος». Οι δύο αντίπαλες τριήρεις βρέθηκαν η μία δίπλα στην άλλην και φαίνονταν σαν μία, μεταξύ δε των πληρωμάτων τους έλαβε χώρα λυσσώδης μάχη. Ο Καλλικρατίδας, παρά το γεγονός ότι αγωνίστηκε αδιάκοπα και με μεγάλο σθένος, τελικά κατάκοπος, και αφού δεχόταν επιθέσεις από παντού, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε, ενώ οι Αθηναίοι κατέσφαξαν το πλήρωμα του, αφού προηγουμένως με σιδερένια αρπάγη είχαν φέρει το πλοίο του δίπλα στο δικό τους. Μετά τον θάνατο του Καλλικρατίδα που είχε ως αποτέλεσμα να καμφθεί το ηθικό των Πελλοπονησίων, ούτε ο διάδοχος του, Κλέαρχος, ούτε ο Βοιωτός Θρασώνδας, ο οποίος και αυτός αγωνίσθηκε με σθένος μπόρεσαν να συγκρατήσουν τον στόλο. Έτσι όταν αυτοί διαπίστωσαν, ότι ο κύριος όγκος των νικητών στρεφόταν εναντίον τους, ένα μέρος του στόλου κατέφυγε προς τη Χίο και το άλλο προς την Κύμη. Ως προς τις απώλειες των αντιπάλων, ο Ξενοφών αναφέρει ότι καταστράφηκαν είκοσι πέντε πλοία των Αθηναίων μαζί με το πλήρωμα τους, εκτός από λίγους άνδρες οι οποίοι διασώθηκαν και έφθασαν στην ξηρά και των Πελοποννησίων, εννέα των Λακώνων, από τα δέκα στο σύνολο τους και περισσότερα από εξήντα των άλλων συμμάχων τους, ενώ κατά τον Διόδωρο, οι Πελοποννήσιοι απώλεσαν συνολικά εβδομήντα επτά πλοία.
Κατά τον Άγγλο ιστορικό George Grote (1794-1871), κάθε πλοίο των Αθηναίων ήταν επανδρωμένο με διακόσιους άνδρες και συνεπώς το σύνολο των πληρωμάτων των είκοσι πέντε πλοίων ανερχόταν σε πέντε χιλιάδες. Ο ίδιος υπολογίζει, ότι το μισό πλήρωμα από κάθε πλοίο κινδύνευε να πνιγεί, με συνέπεια και αν ακόμη δεχθούμε ως βυθιζόμενα δέκα μόνο πλοία, οι πνιγόμενοι, οι οποίοι έπρεπε να διασωθούν ήσαν τουλάχιστον χίλιοι άνδρες. Ο ίδιος προσθέτει ότι και κατά την ομολογία του συνηγόρου των κατηγορουμένων Ευρυπτόλεμου, καταστράφηκαν δώδεκα πλοία, ενώ είναι πιθανόν να ήσαν περισσότερα και από τα είκοσι πέντε που αναφέρει ο Ξενοφών. Ο Αμερικανός ιστορικός Ντόναλντ Κέιγκαν, ο οποίος θεωρείται ο περισσότερο έγκυρος σύγχρονος μελετητής της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου, στο πρόσφατο ομώνυμο βιβλίο του αναφέρει, ότι από τα είκοσι πέντε πλοία που έχασαν οι Αθηναίοι στη ναυμαχία επέπλεαν τα ναυάγια των δώδεκα από αυτά και χίλιοι περίπου άνδρες πάλευαν για τη ζωή τους γατζωμένοι στα σκαριά. Συνεπώς, οι άνδρες αυτών των πλοίων, όπως ανέφερε και ο Ευρυπτόλεμος, χρειάζονταν βοήθεια.
Η είδηση της θριαμβευτικής νίκης στη ναυμαχία των Αργινουσών, με άγγελμα προς τη Βουλή και την Εκκλησία, όπως ήταν φυσικό γέμισε με χαρά και αγαλλίαση όλους τους Αθηναίους. Ενώ όμως αυτοί επαινούσαν τους στρατηγούς για τη μεγάλη νίκη και όσους συνέβαλαν σε αυτή, γρήγορα η χαρά τους μετατράπηκε σε θλίψη και μελαγχολία. Η ξαφνική αλλαγή της συμπεριφοράς του λαού είχε ως αιτία τους ψιθύρους που κυκλοφόρηρσαν στην πόλη, ότι αυτοί οι οποίοι έπεσαν ηρωϊκά στα πεδίο της μάχης υπερασπιζόμενοι τα πάτρια, είχαν μείνει αβοήθητοι και άταφοι, αφού οι υπέυθυνοι δεν μερίμνησαν για την διάσωση των ναυαγών, ούτε για την ταφή των νεκρών. Αυτή η αντίδραση των Αθηναίων πολιτών ήταν φυσιολογική, αφού είναι γνωστές οι ιδέες των αρχαίων Ελλήνων αναφορικά με τον θάνατο, την ψυχή και την ταφή των νεκρών. Κανένας Αθηναίος δεν μπορούσε να έχει λησμονήσει την Αντιγόνη του Σοφοκλή[4], η οποία παρά τα κελεύσματα του Κρέοντα αποτόλμησε να θάψει τον νεκρό αδελφό της, Πολυνείκη.