η πρώτη εντύπωση και η τελευταία[1]
Η πρώτη εντύπωση που είχα απ’ τον Καραγκιόζη, όταν ήμουν ένα μικρό παιδάκι δειλό, υποχρεωτικά ντυμένο με τις κολαρίνες, τα πανταλόνια ως τα γόνατα, και τα μποττάκια με τα κουμπιά, ήταν μια εντύπωση ενός φυσικού μεγαλείου, ενός μεγαλείου γεμάτου μυστήριο, όπως είναι ο λόγος ο ανθρώπινος.
Μοιραία λέξη, που μ’ αυτήν τόσοι ματαιόσπουδοι Έλληνες εννοούν τις αφόρητες σάχλες της «Λογοτεχνίας».
Ο καραγκιόζης, ήδη από κείνη την εποχή που δεν ήξερα τίποτα, με γέμιζε με κείνο το αίσθημα της πληρότητας στην περιοχή της ανθρώπινης φωνής, που αργότερα θα μού έδινε η ανατολίτικη ζωγραφική με τα καθαρά χρώματά της, όπως κάθε μεγάλη τέχνη, με βαθειά πίστη και γι’ αυτό με ασήμαντα μέσα. Από κείνη την ηλικία, διαισθανόμουν πως η λεπτότητα πρέπει να συνυπάρχει με κάτι πολύ πρωτόγονο κι απλό, για να είναι αληθινή λεπτότητα, δηλαδή οξύτητα κι όχι αδυναμία. Αργότερα, έμπλεξα μοιραία, με τους κύκλους των διανοουμένων, σωστή όαση για ένα νέο της αστικής τάξης που τον είχαν ζαλίσει οι σοφές συμβουλές των γονέων, θείων και φίλων της οικογένειας. Συμβουλές για μια μόνιμη θέση, ή δίπλωμα, ή μέλλον, για το «μήνας μπαίνει – μήνας βγαίνει». Συμβουλές ευϋπόληπτων, που, κατά σύμπτωση, πέθαναν σχεδόν όλοι φτωχεμένοι, εγκαταλελειμένοι σε άθλια νοσοκομεία.
Όλοι αυτοί οι διανοούμενοι με τις ρηξικέλευθες επαναστάσεις τους, ουσιαστικά ήθελαν ν’ αντικαταστήσουν το βαρύ ζυγό της ζωής μ’ ένα ελαφρύ. Μέχρι σήμερα τους υποψιάζομαι. Οι επαναστάσεις που δίδασκαν ήταν διευκολύνσεις. Η φωνή του μεγαλοπρεπούς Δεδούσαρου μέσα στη νύχτα, φωνή του Πανός και των Σατύρων, του Διός και του Αριστοφάνη, ερχόταν σ’ όλη μου τη ζωή, σαν ένας έλεγχος θείου δαιμονίου, που με υποχρέωνε να περιφρονώ με νεανική σκληρότητα κάθε τι το «φιλολογικό», το «πολιτισμένο», το «καλλιτεχνικό». Στον Καραγκιόζη οφείλω, όσο και σε μερικά άλλα πράγματα, Ελληνικά, αυτή την κυνική σκληρότητα, το οργιώδες πάθος για την απόλυτη ηθική, όπως την εννοούσαν οι Αρχαίοι. Ο αξέχαστός μου φίλος Δημήτρης Καπετανάκης, όταν μιλούσα με ασέβεια για τη Χαϊδελβέργη, έλεγε μισοπροσβεβλημένος, μισοενθουσιασμένος: «Είναι ένας τερατώδης έφηβος». Τί θα ήταν αλήθεια το πάθος μου για τα γερμανικά νεοκλασικά σεράγια του Πειραιώς, κατοικίες ματαιοδοξίας αστών της Μέσης Ανατολής, αν δεν είχα ακούσει στην τρυφερή μου εκείνη ηλικία, τον ασήμαντο και τιποτένιο Καραγκιόζη, που μέσα από την άκρα του φτώχεια γκρέμιζε το κάθε τι, για να διασώσει τον ανθρωπισμό του ; Μέσα στον τιποτένιο Καραγκιόζη αντίκρυσα σαν πραγματικότητα, κι όχι σαν αντικείμενο μουσείου, όλη τη γλύκα του Ανατολίτικου ρεαλισμού. Το γλυκό κουκούτσι ενός καρπού που έλειψε στις μέρες μας. Το Ουρ, οι Ασσύριοι, ο πλούτος με το τίποτα των Αρχαϊκών, όλα αυτά ζωντανά σύμβολα ουσίας, μέσα στον τιποτένιο Καραγκιόζη, που τον περιφρονούσαν οι κυρίες με τα καπέλα, με τα φρούτα και τα λουλούδια. Οι βαθείς αμανέδες και τα κλέφτικα, μια μουσική όμορφη σαν την γλυπτική των Κούρων, ένα χονδροειδές θέατρο ίσαμε εκεί που δεν παίρνει, κι όμως το μόνο Νεοελληνικό Θέατρο που εξέφραζε με ακρίβεια ό,τι στο βάθος σκεφτόμαστε όλοι εμείς οι Έλληνες.
Στα 17 μου χρόνια, ξαναγύρισα στον Καραγκιόζη, που για μένα δεν ήταν μόνο μια παιδική διασκέδαση, αλλά ένα πράγμα σεβάσμιο σαν την εκκλησία. Πήγα ξανά στον Καραγκιόζη, όπως πάνε στο Μαντείο. Τότε γνώρισα τον σπουδαίο καλλιτέχνη Σωτήρη Σπαθάρη. φτωχό, πάντα πεινασμένο και καταδιωκόμενο. Πότε γιατί έπιασε ωδικά πτηνά για να τα πουλήσει, πότε γιατί προσέβαλε τη δημόσια και τουριστική αισθητική με τον τίμιο μπερντέ του, σε τουριστικές περιοχές. Ο μπερντές του Σπαθάρη, με τον όρκο του Κατσαντώνη πάνω στην «ποδιά» του, εμένα μου δίδαξε πώς ήταν αυτά τα «οθόνια», τα «κατάγραφα γραφαίς», που σκέπαζαν τη σκηνή.
Ω, κακό χρόνο να ‘χουνε, ποτέ δεν πολεμήθηκε ένα τόσο ντελικάτο λαϊκό γούστο κι αίσθημα, με τόση βαρβαρότητα και βλακεία από αποτυχημένα, τελικά, ομοιώματα γερμανιζόντων νεοτούρκων. …
Με δειλία μπήκα στη σκηνή του Σπαθάρη για να τον ρωτήσω πώς ετοίμαζε την ψαρόκολλα για να φτιάξει τα χρώματα στις ρεκλάμες του. Συγχρόνως, ήταν μια αφορμή για να γνωρίσω τόσα άλλα πράγματα. Δε θα ξεχάσω ποτέ μιαν Αποκριά στο σπίτι του στην Κηφησιά, με μια μικρή παρέα από κορίτσια κι αγόρια, ένα κοτόπουλο με ντομάτα, λίγο κρασί, η ανείπωτη σεμνότητα και καλωσύνη της γυναίκας του Τριανταφυλλιάς κι όλα τ’ άλλα γέμισαν με τα τραγούδια και τον καλαματιανό και τον τσάμικο που έσερνε ο Γερό-Σπαθάρης. Μια απ’ τις λίγες αριστοκρατικές συγκεντρώσεις που έχω δει στη ζωή μου.
Όλα έλαμπαν από ποίηση κ’ αίσθημα και σεβασμό του ανθρώπου. Κι αυτό που ήταν πιο αξιοθαύμαστο: αυτά τα άνθη ξεπρόβαλλαν μέσα από απίστευτη φτώχεια και σπαραχτικά ερείπια. Αθάνατη, ηρωική, ρωμαίϊκή ράτσα! Ποιος κατάλαβε το δίκιο σου και τη γλύκα σου ;