το χρυσάφι του βυθού[1]
Τα σφουγγάρια, άφθονα στους πυθμένες των θαλασσών της Μεσογείου, είναι γνωστά από τα πανάρχαια χρόνια. Πιστεύεται ότι αρχικά οι παράκτιοι λαοί γνώρισαν και χρησιμοποίησαν τα σφουγγάρια εκείνα που εκβράζονται από τη θάλασσα σε καιρό τρικυμίας, στην παραλία. Καθώς τα χτυπά το κύμα στην άμμο και τις πέτρες, αυτά καθαρίζονται, λευκαίνονται και μ’ αυτόν τον τρόπο γίνονται κατάλληλα για χρήση. Κατανοώντας όμως γρήγορα … την πολλαπλή χρησιμότητα του σφουγγαριού, δεν περιορίστηκαν στο να συλλέγουν μόνο τα εκβραζόμενα σφουγγάρια, αλλά προχώρησαν και στο να τα αποσπούν με διάφορους τρόπους από το βυθό, αρχικά από τα ρηχά νερά, ενώ στη συνέχεια οι «ασκηθέντες εις την κολυμβητικήν» καταδύονταν σε μεγαλύτερα βάθη, για να συλλέξουν από εκεί το πολύτιμο «χρυσάφι της θάλασσας». Πολλοί είναι οι συγγραφείς που έγραψαν κατά την αρχαιότητα για τη σπογγαλιεία, όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος, όμως ελάχιστα έργα σώθηκαν. Ο Οππιανός (3ος αιώνας μΧ) … στους στίχους των «Αλιευτικών» του, διδάσκει με γλαφυρό τρόπο πως εξασκείται από τους αρχαίους «σπογγείς», «σπογγοθήρες» ή «σπογγοτόμους», η «σπογγοθηρική», δηλαδή η αλιεία των σφουγγαριών.
…
Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα ότι ο θεός Ήφαιστος καθαρίζει το σώμα του με σφουγγάρι, προτού φορέσει το χιτώνα του για να υποδεχτεί τη θεά Θέτιδα στο εργαστήριό του στη Λήμνο. Στην Οδύσσεια, οι υπηρέτες του ανακτόρου του Οδυσσέα στην Ιθάκη, χρησιμοποιούν σφουγγάρια για να καθαρίσουν τα τραπέζια, ύστερα από τα σπάταλα γεύματα των μνηστήρων της Πηνελόπης: «κι άλλοι με σφουγγάρια πολύτρυπα τα τραπέζια καθάριζαν» (α 111-112). Αναφορά στα σφουγγάρια κάνει και ο Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα», αλλά και ο Ηρόδοτος στην «Ουρανία» μιλά για ένα σπουδαίο βουτηχτή σφουγγάρια της εποχής του, τον «Σκυλλία εκ Σκιώνης».
Αργότερα, πολλοί Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς αναφέρουν τα σφουγγάρια για ποικίλες χρήσεις, όπως για οικιακή χρήση, για την περιποίηση των σωμάτων, για την προστασία του σώματος των πολεμιστών από την τριβή των θωράκων, αλλά και για τον καθαρισμό του οπλισμού τους. Χρησιμοποιούνται επίσης στην ιατρική και φαρμακευτική, στη ζωγραφική και τη γραφή, καθώς με το σφουγγάρι αφαιρείται από τον πάπυρο το μελάνι.
Στα μέσα του 19ου αιώνα το εμπόριο των σπόγγων βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια των Ελλήνων. Οι σπογγέμποροι μεταφέρουν το εμπόρευμά τους στη Βενετία και την Τεργέστη – τα κύρια κέντρα διακίνησης των σφουγγαριών – απ’ όπου διοχετεύονται στα ευρωπαϊκά κέντρα κατανάλωσης. Η βιομηχανική επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη δημιούργησε μεγάλη ζήτηση σφουγγαριών. Νέοι εμπορικοί οίκοι Ευρωπαίων και Ελλήνων σπογγεμπόρων κάνουν την εμφάνισή τους με γραφεία σε πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις και κυρίως στο Λονδίνο.
Στα χρόνια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής των σφουγγαριών της Καλύμνου εξάγεται στην Αμερική, αφού η ευρωπαϊκή αγορά είναι κλειστή λόγω του πολέμου. Στα μεταπολεμικά χρόνια η Κάλυμνος είναι το μεγαλύτερο σπογγαλιευτικό κέντρο της Ελλάδας, αφού καλύπτει το 75% της συνολικής σπογγαλιευτικής δραστηριότητας.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, Έλληνες μετανάστες ναυτικοί από την Ύδρα, την Αίγινα και κυρίως από τα Δωδεκάνησα, δημιουργούν μια ανθηρή κοινότητα σφουγγαράδων στο παραλιακό χωριό Τάρπον Σπρινγκς, στη Φλώριδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη νέα τους πατρίδα οι Έλληνες σφουγγαράδες φέρνουν τα έθιμά τους, τη θρησκεία και τη γλώσσα τους, τις φορεσιές και τους χορούς τους. Το Τάρπον Σπρινγκς, που βρίσκεται στον κόλπο του Μεξικού, σε περιοχή με άφθονα σφουγγάρια, γνωρίζει μεγάλη ακμή, και η κοινότητα των σφουγγαράδων γίνεται γνωστή σε όλο τον κόσμο.
[1] Σφουγγάρια, το χρυσάφι του βυθού, Υπουργείο Πολιτισμού, Μουσείο Ελληνική Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα 1997.