ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΙ ΕΓΩ[1]
ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ο Δεύτερος Πόλεμος, δηλαδή όταν ήμουν δώδεκα χρονώ, οι Έλληνες χωρίστηκαν σε γερμανόφιλους κι αγγλόφιλους - δε μιλάω φυσικά για τους κομμουνιστές, γιατί αυτοί, κάτω απ’ το καθεστώς του Μεταξά, ήταν σα να μην υπήρχαν, κι αν ήταν με το μέρος κάποιου εξαρτιόταν από τις συνθήκες πού υπέγραφε ή παρέβαινε ο Στάλιν.
Ο μεγάλος αδερφός της μάνας μου - και κατά κάποιο τρόπο κηδεμόνας μου - ήταν γερμανόφιλος. Το ίδιο κι ο στενότερος μου φίλος ανάμεσα στους συμμαθητές μου, ο Τάσων Χατζηδίνας, καθηγητής αργότερα της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής του Πειραιά κι από πέρσι μακαρίτης. Για χάρη αυτών των δύο, έγινα γερμανόφιλος κι εγώ.
Στα διαλείμματα παίζαμε πόλεμο με τούς αγγλόφιλους συμμαθητές μας. Οι πιο μικρόσωμοι από μας καβαλούσαμε στους ώμους των ψηλών - πιο ψηλός απ’ όλους τους αντίπαλους ήταν ο νυν καθηγητής τής Κοινωνιολογίας στην Πάντειο και ειδικός επί θεμάτων της Νικαράγουας - και κάναμε επελάσεις ιππικού, όχι σπάνια μάλιστα μ’ αληθινούς τραυματίες.
Φυσικά, όταν η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο τα πράματα μπερδεύτηκαν. Υπήρχαν βέβαια ακόμα οι αμετανόητοι γερμανόφιλοι που χρειάστηκε να μας επιτεθούν οι ίδιοι οι Γερμανοί για να καταπιούν τη γλώσσα τους. Όσο για μένα που έτσι κι αλλιώς η πολιτική από τότε κιόλας δε με φανάτιζε πολύ, σκέφτηκα πως η γιαγιά πρέπει να είχε δίκιο όταν έλεγε ότι, αν αυτό ήταν για το συμφέρον της Ελλάδας, ήταν πρόθυμη να πάει και με το διάολο. Έπιασα λοιπόν φιλίες με κάτι Εγγλέζους κι Αυστραλούς απ’ αυτούς που μεθοκοπούσανε στο καφενείο τής «Γρανάδας», πάνω από το καταφύγιο πού μ’ έστειλε η γιαγιά όταν οι σειρήνες σήμαιναν συναγερμό – αλλ’ εγώ είχ’ ακούσει πως η Αθήνα ήταν ανοχύρωτη πόλη, δεν κατέβαινα ποτέ κάτω, έμπαινα στο καφενείο και τούς χάζευα, και μερικοί απ’ αυτούς μ’ έπαιρναν ανάμεσα στα γόνατα τους και με κερνούσαν παγωτό. Έτσι, την αποχώρηση τους την τελευταία βδομάδα εκείνου του σκληρού Απρίλη τη συνεδύασα με την ήττα τής Ελλάδας και λυπήθηκα διπλά.
Θα πρέπει να ‘μαι απ’ τούς λίγους Έλληνες που παρέστησαν αυτόπτες μάρτυρες της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα. Είχ’ ακούσει βέβαια πως είχαν φτάσει ως τη Θήβα, μα με την αίσθηση του χρόνου που έχει ένα παιδί δεκατριώ χρονώ και παρ’ όλο που ήξερα αόριστα πως το μέτωπο είχε καταρρεύσει, δεν περίμενα να τους δω να φτάνουν τόσο γρήγορα. Τ’ απόγεμα λοιπόν εκείνο κατέβηκα όπως συνήθως προς το κέντρο της Αθήνας για να πάω σε κανένα σινεμά - τα καθώς πρέπει εννοείται πριν και γύρω από το «Ρεξ», γιατί τα λαϊκά που υπήρχαν γύρω απ’ την Ομόνοια τα θεωρούσα επικίνδυνα και κατώτερα της ιδέας πού είχα για το κοινωνικό μου επίπεδο.
Διαπίστωσα με κάποια απορία ότι, όπως άλλωστε κι όλα σχεδόν τα μαγαζιά, ήταν κλειστά, κι οι πεζοί μετριόντουσαν στα δάχτυλα. Είδα όμως λίγο κόσμο μαζεμένο στο σταυροδρόμι της Πανεπιστημίου με την Αιόλου και κατηφόρισα ως εκεί να δω τί τρέχει. Από μακριά διέκρινα νά ‘ρχεται προς το μέρος μας μια τρίκυκλη μοτοσυκλέττα, σε δευτερόλεπτα μας έφτασε, σε κλάσμα του δευτερολέπτου μας προσπέρασε, κι ίσα πού πρόλαβα να δω το πρόσωπο του οδηγού σκεπασμένο από μια κοκκινωπή σκόνη, τη γερμανική σημαία με τη σβάστικα διπλωμένη μέσ’ στη βάρκα της μοτοσυκλέττας, και δυο κοπέλλες με ξανθιές κοτσίδες πού αποσπάστηκαν από το πλήθος και του πέταξαν δυο μπουκέτα αγριολούλουδα. Όλοι oι άλλοι γύρω μου κοίταζαν βλοσυροί κι αμίλητοι, και μόνο κάποιος πλάι μου ψιθύρισε: «Πάνε να την υψώσουν στην Ακρόπολη». Ακολούθησα με τα μάτια τη μοτοσυκλέττα που απομακρυνόταν στην Αιόλου, κι είδα στο βάθος του ορίζοντα τον Παρθενώνα και το Ερεχθείο λουσμένα στο βαθύ κόκκινο φως του ηλιοβασιλέματος.
Γύρισα στο σπίτι και διηγήθηκα τη σκηνή στη γιαγιά. Είπε: «Αυτά να τα βλέπει ο ανόητος ο θειος σου. Μα δε βαριέσαι. Τα ίδια έλεγε κι ο προκομμένος ο πατέρας του στον Πρώτο Πόλεμο, πως τάχα θα κερδίσουνε. Αλλ’ όπως ‘χάσαν τότε, έτσι θα χάσουνε και τώρα». Αυτά τα λόγια της γράφτηκαν ανεξάλειπτα στη μνήμη μου κι επηρέασαν βαθιά τη στάση μου απέναντι στους Γερμανούς τα τρία-τόσα χρόνια που κράτησε η Κατοχή. Στην αρχή τους είδα σα να είχαν ζωντανέψει τα μολυβένια στρατιωτάκια της Βέρμαχτ που μάζευε με πάθος ο Ιάσονας. Αργότερα, θες επειδή ήμουν πολύ απορροφημένος απ’ τα προβλήματα της εφηβείας μου, θες επειδή από ένα ανόητο συμβάν για το όποιο θα μιλήσω κάποτε, δεν οργανώθηκα ποτέ όπως τόσοι άλλοι συνομήλικοι μου στην ΕΠΟΝ, δεν είχα ιδέαν για τις απαγωγές ομήρων και τις εκτελέσεις, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κι ακόμα και την ύπαρξη των ανταρτών μας στα βουνά την έμαθα, παραδόξως, από έναν Γερμανό. Ήταν το καλοκαίρι του ‘43 στο Βόλο. Συνήθως πήγαινα για μπάνιο στο λιμενοβραχίωνα, γνωστό ως «μπλόκια». Ένας νεαρός φαντάρος τους μου έπιασε κουβέντα, μου έδειξε το Πήλιο, και είπε κάτι για κάποιους «παρτιζάνεν». «Παρτιζάνεν;» ρώτησα. «Τ’ είν’ αυτό;» Νόμιζε πως υποκρινόμουνα τον ανίδεο και με κοίταξε καχύποπτα. Δεκάξι χρονώ γάιδαρος και δεν είχ’ ακούσει τίποτα για τους «παρτιζάνεν»;
Βέβαια, όπως η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, υπέφερα κι εγώ στην Κατοχή. Δεν πείνασα ίσως όσο άλλοι, αν κι υπήρξαν και βραδιές που το δείπνο μας συνίστατο σε μερικά κρεμμύδια ψημένα στη χόβολη του μαγγαλιού. Είδα όμως παιδιά της ηλικίας μου, σκελετωμένα απ’ την πείνα, να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρούνε καμιά λεμονόκουπα ή και να ξεψυχάν στα πεζοδρόμια. Κι ίσως αυτός είν’ ένας απ’ τούς λόγους, λέω τώρα με το νου μου, που υποσυνείδητα αποφάσισα να μην παντρευτώ ποτέ. Έτρεμα στη σκέψη ότι μπορεί μια μέρα νά ‘βλεπα τα παιδιά μου να πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο.
Κι ωστόσο δε μίσησα τους Γερμανούς. Ε, καταχτητές ήταν - όσο θα κρατούσανε - φυσικό να τρων καλύτερα από μας. Κι όσο για το σινεμά που ήταν το πάθος μου, εκεί που άλλοτε γελούσα με το Χοντρό και το Λιγνό, τώρα γελούσα με τον Χάιντς Ρήμαν και τον Τέο Αίνγκεν. Επηρεασμένος μάλιστα απ’ τα λόγια της γιαγιάς και βέβαιος, εις πείσμα αυτών που έβλεπα στα Επίκαιρα τους, ότι θά ‘χαναν τον πόλεμο, ερχόντουσαν στιγμές που τους λυπόμουνα. Ήταν τόσο όμορφοι με τις στολές και τα σπαθάκια τους. Και πολλοί απ’ αυτούς δε θα προλάβαιναν να ξαναδούν την οικογένεια και το σπίτι τους.
Μόνο μια φορά συνέβη κάτι πού μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω τί σήμαινε η Κατοχή. Το καλοκαίρι του ‘42, σε μια απ’ τις άσκοπες εφηβικές περιπλανήσεις μου, βρέθηκα ένα σούρουπο μπροστά στο Ηρώδειο. Κάποιος γερμανικός θίασος έπαιζε μια αρχαία τραγωδία. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τα υπόγεια παρασκήνια που υπάρχουν τώρα. Δυο-τρεις απ’ τούς ηθοποιούς, ντυμένοι αρχαίοι Έλληνες, περίμεναν απ’ έξω τη σειρά τους για να βγούνε στη σκηνή. Στο μεταξύ κουβέντιαζαν με Γερμανούς φαντάρους και καπνίζανε. Μου φάνηκε πολύ αστείο. Απ’ όσο ήξερα, οι αρχαίοι Έλληνες δεν κάπνιζαν. Μειδίασα και σκαρφάλωσα πίσω απ’ το θέατρο να παρακολουθήσω απ’ έξω την παράσταση. Μα τα γερμανικά μου ήταν φτωχά. Δεν καταλάβαινα τί έλεγαν. Δεν καταλάβαινα ούτε καν ποια τραγωδία έπαιζαν.
Καθώς ήτανε λοιπόν μια γλυκιά αυγουστιάτικη βραδιά με πανσέληνο κι είδα Γερμανούς ν’ ανηφορίζουνε προς τα Προπύλαια, τούς ακολούθησα κι εγώ. Είχα ζήσει τόσα χρόνια γύρω και κάτω απ’ την Ακρόπολη, όπου κι αν πήγαινα την έβλεπα, αλλ’ όπως τόσοι Αθηναίοι δεν είχε τύχει ως τότε ν’ ανεβώ επάνω. Τώρα ήταν η ευκαιρία. Αλλ’ όταν έφτασα στην πύλη με σταμάτησε ο φύλακας. «Ο κύριος; Γερμανός ή Έλληνας;» Άκου εκεί ερώτηση, σκέφτηκα κατσουφιάζοντας. «Έλληνας βέβαια», απάντησα. Και τότε μού ‘πε: «Απαγορεύεται η είσοδος στους Έλληνες.» Ήταν σα να μού ‘χαν δώσει μια γερή γροθιά στο στομάχι. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου. Ώστε έτσι ε; Στην Ακρόπολη, στη δική μας την Ακρόπολη, να επιτρέπεται η είσοδος στους Γερμανούς και να απαγορεύεται στους Έλληνες! Δε μπορούσα να το χωνέψω. Πάλι καλά πού αυτό το ζώον μ’ είχε αποκαλέσει «κύριο». Ήταν μια τραυματική εμπειρία απ’ την οποία έκανα χρόνια να συνέλθω. Ακόμα μέχρι σήμερα, όταν ακούω για το ηρωικό κατόρθωμα του Μανόλη Γλέζου και τού φίλου του, στα χείλια μου ανεβαίνει αυθόρμητα ένα πικρό χαμόγελο. Αυτόν τον ηρωισμό τους τον είχα πληρώσει εγώ πολύ ακριβά.