Ο νέος Νόμος του Θεού[1]
Ο Θεός ήτανε κουρασμένος.
Είχε ξαπλώσει σ’ ένα βράχο ψηλά στον ουρανό και είχε γυρίσει την πλάτη του στη γη. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε θλίψη και μια μεγάλη ανία. Έβλεπε τους ανθρώπους μικρούς, γελοίους – αυτούς που στη δική του γλώσσα ονόμαζε όντα – και τον έπιασε ένας τρομερός θυμός, γιατί τους είχε πλάσει με τόση αγάπη. Αλλά αυτό είχε συμβεί τόσο παλιά που δεν θυμόταν τίποτα. Και τώρα ήτανε γέρος. Η αγάπη του τού φαινότανε κι αυτή παλιά και τον έπιασε νοσταλγία για το πάθος που είχε όταν ονειρεύτηκε τον Κόσμο.
Θυμήθηκε πώς πέταγε πάνω στη φρέσκια γη τα πρώτα ζώα, τα πουλιά, και γέλαγε περήφανος όταν τάβλεπε να τρέχουνε και να πετάνε. Και τις νύχτες να κοιμούνται μέσα στις σπηλιές τους και να τον σκέπτονται. Και τώρα, έβλεπε τη γη του και πώς είχε καταντήσει. Αναρωτήθηκε μήπως, γερνώντας αυτός, γέρασε κι αυτή μαζί του, κι έτσι η ανία του, τα μεγάλο κενό που τον βασάνιζε, νάγινε και δικό της. Σκέφτηκε μήπως την έφτιαξε σε μια στιγμή παρανομίας και γι’ αυτό είχε τα στίγματα του λάθους. Ήταν στιγμές που αισθανόταν παράνομος του εαυτού του, στιγμές ηδονής ανείπωτης, απαγορευμένης. Φοβότανε μήπως η γη ήταν παιδί της στιγμής αυτής, παιδί της ηδονής και όχι του Νόμου. Τότε που την έφτιαξε ήταν παιδί της ηδονής και όχι του νόμου. Τότε που την έφτιαξε ήταν παιδί ακόμα ο ίδιος, έπαιζε με το Σύμπαν, έλυνε μια κουβαρίστρα, δώρο κάποιου άγνωστου Πατέρα, και μέτραγε τα ουράνια βάθη. Έβλεπε τότε κι ένα όνειρο παράξενο και θολό, που κράταγε επτά μέρες ακριβώς: μορφές με τη σαγήνη της αλήθειας, πρόσωπα με την λαμπρότητα του λάθους, εύστροφες κινήσεις χωρίς σκοπό. Και τώρα φοβόταν πως αυτό το όνειρο, έτσι για παιχνίδι, το είχε κάνει πραγματικότητα κι έτσι έγινε η γη. Πάντα ήθελε κάτι να γεννήσει, ήταν φορές που αισθανότανε γυναίκα και ήθελε ένα παιδί δικό του αλλά εγκυμονούσε χωρίς τη χαρά της γέννας και τώρα έτρεμε μήπως γέννησε άθελά του αυτό το όνειρο το ατελές και το τόσο ηδονικό, το όνειρο της παρανομίας του.
Αλλά τί τον ένοιαζε ; Όλα αυτά ήταν τόσο παλιά, τόσο ασύνδετα στη μνήμη του. Σαν δικό του παιδί όμως, η γη θάπρεπε τώρα να του επιστρέφει τη ζωή και το πάθος που της είχε χαρίσει τότε, κι αυτός, γέρος πια, να κάθεται στο βράχο του και να την καμαρώνει κι έτσι να μην βαριέται. Οι άνθρωποι τον είχαν αφανίσει. Η γη του τον είχε προδώσει. Και την καταράστηκε.
Έτσι αποφάσισε να στείλει στη γη έναν Θεό καινούργιο, που θ’ αναγνωρίζανε και θα λατρεύανε απ’ την αρχή, έναν Θεό κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσή τους, ο Θεός που θα τους άξιζε. Έναν Θεό που θάκανε εχθρούς κι όχι πιστούς. Έναν Θεό με στενούς γοφούς, άντρα και γυναίκα, αφού δεν σεβόντουσαν πια το νόμο. Έτριξε τα δόντια και σηκώθηκε. Έβαλε τα χέρια του στη μέση, έσκυψε πάνω στη γη κι έκανε εμετό. Κι ανοίξανε οι ουρανοί κι ακούστηκε βρυχηθμός μεγάλος.
Ο Μανώλης κοιμόταν πάνω στο βουνό. Έβαλε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό του για να το προστετέψει απ’ το παχύρευστο και δύσοσμο υγρό που χτύπαγε τους θάμνους και τα στάχυα. Αλλά μόλις άνοιξε τα μάτια, κατάλαβε πως ήταν όνειρο και πως ο εμετός ήτανε βροχή.
Σηκώθηκε. Δεν έιδε όμως τον Θεό σκυμμένο επάνω του να τον κοιτάζει, το στόμα του μια τρύπα που άχνιζε, τα μάτια του δυο μαύροι θόλοι. Ούτε ήξερε πως αυτό που είδε δεν ήταν όνειρο, πως η βροχή ήταν εμετός, και πως είχε βαφτιστεί Εμμανουήλ ξανά.
Περπάταγε στο βουνό, είχε γίνει άρχοντας και τον υπάκουαν τα τέσσερα στοιχεία της Φύσης και τα ζώα σκύβανε το κεφάλι στο πέρασμά του, και η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια του, κι αυτός δεν ήξερε τίποτα. Και έτσι άρχισε η νέα Λάτρεία και ο καινούργιος Νόμος.