Ένα εργαλείο που το ‘λεγαν … Αργαλειό, Υπουργείο Πολιτισμού, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα 1997.
Τα ευρήματα των ανασκαφών μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η υφαντική είναι γνωστή από τα προϊστορικά χρόνια σε όλους τους γνωστούς πολιτισμούς της Μεσογείου, της Κεντρικής Ασίας, της Ινδίας και της Άπω Ανατολής. Με τη δημιουργία του υφάσματος ο άνθρωπος καλύπτει βασικές ανάγκες του: προστατεύεται από το κρύο, αλλά και στολίζει το σώμα του και το χώρο όπου κατοικεί, καθώς η υφαντική, πέρα από τη χρησιμότητά της, είναι η κύρια τεχνική με την οποία ο άνθρωπος έδωσε έκφραση στο καλλιτεχνικό του συναίσθημα.
Η εικόνα της κόρης του υφαίνει στον αργαλειό είναι σε όλους γνωστή, αφού επαναλαμβάνεται σαν ποιητικό μοτίβο από τον Όμηρο ως το δημοτικό τραγούδι. Στην Οδύσσεια ο Ερμής, σταλμένος από το Δία στο νησί της Καλυψώς, βρίσκει τη νύμφη μέσα στο σπίτι της να υφαίνει στον αργαλειό με χρυσή σαΐτα. Στο δημοτικό τραγούδι, ο ξενιτεμένος γυρνώντας στην πατρίδα του βρίσκει την κόρη να «λιανοτραγουδά» στον αργαλειό και να ρίχνει μαλαματένια σαΐτα.
Όπως στα αρχαία χρόνια, έτσι και στη νεότερη Ελλάδα, οι γυναίκες υφαίνουν γιατί πρέπει να ετοιμάσουν όλα τα απαραίτητα στην οικογένεια: υφάσματα για φορεσιές, υφαντά για τις ανάγκες του σπιτιού, σεντόνια, μαξιλάρια, βελέντζες, κιλίμια, κουρτίνες, προσόψια, τραπεζομάντιλα, αλλά και υφαντά απαραίτητα για τις καθημερινές ασχολίες, όπως σακκιά για τη μεταφορά προϊόντων, τσαντίλες για στράγγισμα του τυριού, λαδοσάκκια για ελαιοτριβεία.
Εκτός από την κατασκευή υφαντών για οικογενειακή χρήση, σημαντική είναι και η παραγωγή για το εμπόριο. Τα υφαντά αυτά κατασκευάζονται στα εργαστήρια – όπου εργάζονται κυρίως άντρες – κάτω από την καθοδήγηση συντεχνιών. Οι συντεχνίες συντονίζουν και οργανώνουν την παραγωγή μιας ολόκληρης περιοχής και είναι υπεύθυνες για τη διάθεση της εγχώριας παραγωγής στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 1705 εξάγονται από την Ήπειρο 600 δέματα με κάπες και μεγάλες ποσότητες υφαντών, και στα 1800, από τη Ζαγορά του Πηλίου 7.000 κάπες. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, οι μεγαλέμποροι των υφαντών ιδρύουν εμπορικές εταιρείες με αντιπροσώπους σε πολλά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη Βιέννη, τη Βενετία, την Τεργέστη, και σε άλλα μεγάλα κέντρα του διεθνούς εμπορίου της εποχής.
[*] Γλωσσάρι
αδράχτι: η βέργα που περιστρέφεται και κλώθει την κλωστή. Στο κάτω μέρος του αδραχτιού στερεώνεται το σφοντύλι. Με τη ρόκα, το αδράχρι και το σφοντύλι γίνεται το γνέσιμο.
ανέμη: όργανο υφαντικής, στο οποίο τοποθετούνται οι κούκλες του νήματος, για να τυλιχτούν στα καλάμια ή στα μασούρια.
αντί: εξάρτημα του αργαλειού. Πρόκειται για ένα κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το στημόνι. Ο αργαλειός έχει δύο αντιά, το μπροστινό και το πίσω. Στο πίσω τυλίγεται τι στημόνι, ενώ στο μπροστινό το έτοιμο ύφασμα.
αργαλειός: η υφαντική συσκευή.
γνέσιμο: το στρίψιμο του μαλλιού με τα χέρια από τη γυναίκα για να γίνει το μαλλί κλωστή. Χρησιμοποιεί ρόκα, αδράχτι και σφοντύλι.
διάσιμο: η τακτοποίηση του στημονιού για να μπει στον αργαλειό.
δοξάρι: τόξο με χορδή μήκους 1μ. περίπου, που χρησιμοποιείται για το κόψιμο του βαμβακιού.
Καλάμισμα (ή μασούρισμα): το περιτύλιγμα της κλωστής σε ξυλάκια ή καλαμάκια για να γίνουν μασούρια ή κουβάρια, με τη βοήθεια της ανέμης και της σβίγας.
κόψιμο (του βαμβακιού): γίνεται με το δοξάρι. Αντιστοιχεί με το ξάσιμο και το λανάρισμα του μαλλιού.
λανάρι: ξύλινο εργαλείο με μεταλλικά δόντια. Χρησιμοποιείται στο λανάρισμα.
λανάρισμα: το άνοιγμα του μαλλιού και το ξάσιμό του από τη γυναίκα, καθώς μπλέκεται μέσα στα δόντια των λαναριών.
μαγγάνι (ή ροδάνι): εργαλείο για το ξεκούκκισμα του βαμβακιού.
μασούρι: μικρό καλάμι, όπου τυλίγεται το νήμα του υφαδιού στη σβίγα. Έπειτα τοποθετείται στη σαΐτα.
μιτάρι: εξάρτημα του αργαλειού κατασκευασμένο με χοντρά νήματα στηριγμένα σε δύο παράλληλες βέργες. Ανάμεσα στα μιτάρια περνά το στημόνι.
μίτωμα: το πέρασμα του στημονιού από τα μιτάρια.
νεροτριβή: ξύλινη κατασκευή κοντά σε ποτάμι, όπου ρίχνουν τα χοντρά μάλλινα υφαντά για να χτυπηθούν από το νερό.
ξάσιμο: το άνοιγμα του μαλλιού με τα χέρια από τη γυναίκα, για να το καθαρίσει από ξένες ουσίες.
ξομπλιαστό: υφαντό κεντητό στον αργαλειό.
πατήτρα: εξάρτημα του αργαλειού όπου πατά η υφάντρα και ανεβοκατεβαίνουν τα μιτάρια για να διασταυρώνεται το στημόνι με το υφάδι.
ριζάρι: φυτό βαφικό. Με τη ρίζα του φτιάχνουν κόκκινο χτυπητό χρώμα.
ρόκα: ξύλινο στήριγμα της τουλούπας, απ’ όπου η γυναίκα τραβά λίγο-λίγο το μαλλί για να το γνέσει.
σβίγα (ή ροδάνι): εργαλείο για το τύλιγμα του νήματος στα μασούρια ή στα καλάμια.
στημόνι: το νήμα που τοποθετείται κατά μήκος του αργαλειού για να χρησιμοποιηθεί ως βάση του υφαντού. Κατά την ύφανση διασταυρώνεται με το υφάδι και σχηματίζεται το ύφασμα.
σφοντύλι: κωνικό κομμάτι ξύλου που δίνει το απαραίτητο βάρος στο αδράχτι για να περιστρέφεται.
τουλούπα: η τούφα του μαλλιού που βάζουν στη ρόκα για να γνέσουν.
τύλιγμα: το τύλιγμα του στημονιού στο πίσω αντί του αργαλειού.
υφάδι: το νήμα που περνά με τη βοήθεια της σαΐτας ανάμεσα από τα νήματα του στημονιού και διασταυρώνεται κάθετα μαζί τους. Έτσι γίνεται η ύφανση.
χτένι: εξάρτημα του αργαλειού. Αποτελείται από μια σειρά λεπτά καλάμια με μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, που προσαρμόζονται σε ξύλινο πλαίσιο (ξυλόχτενο). Στο χτένι περνούν κάθετα οι κλωστές του στημονιού. Το χτένι καθορίζει την πυκνότητα του υφάσματος.