Η ελληνική πρωτοβουλία για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, η εξαίρεση των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και το ζήτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.[1]
Η διευθέτηση των συνοριακών διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας συνοδεύτηκε χρονικά από το διακανονισμό και της τύχης των μειονοτήτων στις δύο χώρες με βάση την αρχή της ανταλλαγής των πληθυσμών. Οι όροι, εν τούτοις, της τελικής αποφάσεως είχαν διαγραφεί προτού αρχίσουν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Η πρόθεση της Άγκυρας να απαλλαγεί από την παρουσία κάθε αλλογενούς στοιχείου, οργανικά συναρτημένη με την εθνικιστική πολιτική του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, είχε, μετά την επικράτηση στο πεδίο των μαχών, οδηγήσει στην αμείλικτη δίωξη και τη μαζική εξόντωση των Ελλήνων τής Μ. Ασίας. Η συγκεκριμένη πρόταση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, κάτω από τις συνθήκες αυτές, θα διατυπωθεί, όπως αποδεικνύουν πρόσφατες έρευνες, από την ελληνική πλευρά. Στις 13 Οκτωβρίου, ευθύς μετά την υπογραφή της ανακωχής και την ουσιαστική αποκατάσταση της τουρκικής κυριαρχίας στην ανατολική Θράκη, ο Βενιζέλος είχε τηλεγραφήσει στον Φρίτζχοφ Νάνσεν, ειδικά εντεταλμένο επίτροπο τής Κ.Τ.Ε. για την παροχή αρωγής στους πρόσφυγες:
«Ο υπουργός των Εσωτερικών της κυβερνήσεως της Άγκυρας δήλωσε, πριν από 15 μέρες, ότι οι Τούρκοι έχουν αποφασίσει να μην ανεχθούν στο έξης την παρουσία των Ελλήνων στα οθωμανικά εδάφη θα προτείνει λοιπόν στην προσεχή συνδιάσκεψη την υποχρεωτική προσφυγή στην ανταλλαγή των πληθυσμών, ελληνικού και τουρκικού. Η προσέγγιση του χειμώνα θα καταστήσει την επίλυση του προβλήματος της κατοικίας των προσφύγων δυσχερέστερη ακόμη και από εκείνη του ανεφοδιασμού τους. Λαμβάνω το θάρρος να σας παρακαλέσω επίμονα να προβήτε στη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προκειμένου να επιτευχθεί η έναρξη της μετακινήσεως των πληθυσμών πριν από την υπογραφή της ειρήνης ...»
Η δραματική πρωτοβουλία του Έλληνα πολιτικού ήταν απότοκη της ψύχραιμης σταθμίσεως των τετελεσμένων γεγονότων: η μαζική φυγή των τελευταίων υπολειμμάτων του ελληνικού στοιχείου από τα εδάφη της Μικρασίας, του Πόντου και, ήδη, της Θράκης είναι αδύνατο να ανακοπεί, αν δεν εξασφαλιστεί έγκαιρα η αντίστοιχη απαλλαγή των βόρειων ελληνικών επαρχιών από την παρουσία των μουσουλμανικών πληθυσμών, δυνατή μόνο με συμβατική πράξη, η Ελλάδα θα στερηθεί πλέον από κάθε μέσο πίεσης για την εκτόπιση τους.
Η υιοθέτηση της προτάσεως και η ανάληψη της διαμεσολαβητικής πρωτοβουλίας από τον ύπατο αρμοστή της Κ.Τ.Ε., με τη θετική συμπαράσταση και των συμμαχικών κυβερνήσεων, δεν θα αρκέσει, εν τούτοις, για να οδηγήσει στην επίτευξη άμεσης συμφωνίας. Η ασυγκράτητη έξοδος των ελληνικών πληθυσμών από τα τουρκικά εδάφη αρκεί για να ερμηνεύσει την παρελκυστική τακτική της Άγκυρας: εφόσον θα είχε οριστικά απαλλαγεί από την παρουσία του ελληνικού στοιχείου, η τουρκική κυβέρνηση θα ήταν δυνατό να διαπραγματευθεί από διαφορετική θέση το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας στη Μακεδονία, τη Θράκη, το ανατολικό Αιγαίο και την Κρήτη. Μολοντούτο, η ουσιαστική σύγκλιση των απόψεων θα επιτρέψει, με τη δραστική παρώθηση και των συμμαχικών αντιπροσωπειών, τη σύντομη επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο των εργασιών της ειρηνευτικής συνδιασκέψεως. Η θεσμοθέτηση, όμως, του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ανταλλαγής θα συνοδευόταν από την πρόβλεψη της εξαιρέσεως, μετά από επίμονο ελληνικό αίτημα, των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και, σε αντιστάθμιση της, των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης.
Η παρέλκυση της τελικής συμφωνίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών είχε, στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, συνυφανθεί και με το ζήτημα της έδρας και των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το πρόβλημα ανέκυψε οξύ όταν, στις 16 Δεκεμβρίου 1922, ή τουρκική αντιπροσωπεία κατέθεσε στη Συνδιάσκεψη το κείμενο διακηρύξεως της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως: Μετά την κατάλυση του οθωμανικού καθεστώτος και την κατάργηση των παραχωρήσεων του σουλτάνου προς τους εκπροσώπους των θρησκευτικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, η ελευθερία της λατρείας θα παρέμενε σεβαστή, αλλά το Πατριαρχείο — πού λειτουργούσε «κυρίως ως πολιτικός θεσμός» — όφειλε να απομακρυνθεί από το τουρκικό έδαφος. Ανήσυχος, ο Πατριάρχης Μελέτιος Δ' δεν απέκλειε τη μεταφορά της έδρας του στη Θεσσαλονίκη ή το Άγιο Όρος• άλλ’ η πολιτική ηγεσία και η κοινή γνώμη στην Ελλάδα θα απορρίψει κατηγορηματικά κάθε παρόμοια σκέψη. Η εμπλοκή παρακάμφθηκε με συμβιβαστική πρόταση του Βενιζέλου — ταυτόσημη με παράλληλη εισήγηση του Κώρζον: το Πατριαρχείο θα ήταν δυνατό να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη περιορίζοντας τη δραστηριότητα του σε αυστηρά θρησκευτικά πλαίσια. Η αποδοχή της νέας διατυπώσεως από την τουρκική πλευρά επέτρεψε την ολοκλήρωση των εργασιών της υποεπιτροπής, τη σύνταξη του τελικού κειμένου και την υπογραφή, από τους εκπροσώπους της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις 30 Ιανουαρίου, της συμβάσεως για την ανταλλαγή των πληθυσμών, της συμφωνίας για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων και του πρωτοκόλλου για τούς ομήρους.
Στην ειδικότερη διατύπωση της, η ελληνοτουρκική συμφωνία προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή των εγκατεστημένων στα τουρκικά εδάφη και κατόχων της τουρκικής υπηκοότητας ορθόδοξων χριστιανών με τους εγκατεστημένους στα ελληνικά εδάφη και κατόχους της ελληνικής υπηκοότητας μουσουλμάνους. Οι ανταλλάξιμοι δεν θα είχαν το δικαίωμα να επιστρέψουν μελλοντικά στις εστίες τους χωρίς την άδεια των αντίστοιχων κυβερνήσεων της Τουρκίας και της Ελλάδας. Από τον γενικό αυτό κανόνα εξαιρέθηκαν οι Έλληνες ορθόδοξοι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της δυτικής Θράκης.
Η ανασύνθεση των πληθυσμικών όρων στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο όπου είχαν για αιώνες συμβιώσει Έλληνες και Τούρκοι, συνιστούσε Ιστορική πρόκληση, από την αντιμετώπιση της οποίας εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό και η εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στους δύο λαούς. Το μουσουλμανικό στοιχείο αριθμούσε στη δυτική Θράκη, το 1920, 86.793 ψυχές ενώ ο ελληνικός πληθυσμός στην Κωνσταντινούπολη ανερχόταν σε 279.788 κατά τη στατιστική του 1924 και σε 103.000 περίπου σύμφωνα με τη νέα καταμέτρηση του 1934. Το κρίσιμο ερώτημα εντοπιζόταν, καταρχήν, στη δυνατότητα για τη διασφάλιση της αμοιβαιότητας σ’ ό,τι αφορούσε τόσο την αριθμητική ισορροπία όσο και την Ισότιμη μεταχείριση των δύο μειονοτικών ομάδων. Η τυχόν καταστρατήγηση του κανόνα αυτού, με την προσβολή των δικαιωμάτων ή και τον αφανισμό της μιας από τις κοινότητες, πέρα από τον άμεσο αντίκτυπο στο διμερές επίπεδο, θα επέσυρε και τον κίνδυνο της πιθανής μετατροπής εκείνης που θα επιβίωνε σε όργανο πίεσης και αναταραχής, στην περίπτωση μάλιστα που δεν θα είχαν οριστικά απεμποληθεί οι ανταγωνιστικές τάσεις ή και οι επεκτατικές βλέψεις του ενός σε βάρος του άλλου γειτονικού κράτους.
Η διευθέτηση των συνοριακών διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας συνοδεύτηκε χρονικά από το διακανονισμό και της τύχης των μειονοτήτων στις δύο χώρες με βάση την αρχή της ανταλλαγής των πληθυσμών. Οι όροι, εν τούτοις, της τελικής αποφάσεως είχαν διαγραφεί προτού αρχίσουν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Η πρόθεση της Άγκυρας να απαλλαγεί από την παρουσία κάθε αλλογενούς στοιχείου, οργανικά συναρτημένη με την εθνικιστική πολιτική του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, είχε, μετά την επικράτηση στο πεδίο των μαχών, οδηγήσει στην αμείλικτη δίωξη και τη μαζική εξόντωση των Ελλήνων τής Μ. Ασίας. Η συγκεκριμένη πρόταση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, κάτω από τις συνθήκες αυτές, θα διατυπωθεί, όπως αποδεικνύουν πρόσφατες έρευνες, από την ελληνική πλευρά. Στις 13 Οκτωβρίου, ευθύς μετά την υπογραφή της ανακωχής και την ουσιαστική αποκατάσταση της τουρκικής κυριαρχίας στην ανατολική Θράκη, ο Βενιζέλος είχε τηλεγραφήσει στον Φρίτζχοφ Νάνσεν, ειδικά εντεταλμένο επίτροπο τής Κ.Τ.Ε. για την παροχή αρωγής στους πρόσφυγες:
«Ο υπουργός των Εσωτερικών της κυβερνήσεως της Άγκυρας δήλωσε, πριν από 15 μέρες, ότι οι Τούρκοι έχουν αποφασίσει να μην ανεχθούν στο έξης την παρουσία των Ελλήνων στα οθωμανικά εδάφη θα προτείνει λοιπόν στην προσεχή συνδιάσκεψη την υποχρεωτική προσφυγή στην ανταλλαγή των πληθυσμών, ελληνικού και τουρκικού. Η προσέγγιση του χειμώνα θα καταστήσει την επίλυση του προβλήματος της κατοικίας των προσφύγων δυσχερέστερη ακόμη και από εκείνη του ανεφοδιασμού τους. Λαμβάνω το θάρρος να σας παρακαλέσω επίμονα να προβήτε στη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προκειμένου να επιτευχθεί η έναρξη της μετακινήσεως των πληθυσμών πριν από την υπογραφή της ειρήνης ...»
Η δραματική πρωτοβουλία του Έλληνα πολιτικού ήταν απότοκη της ψύχραιμης σταθμίσεως των τετελεσμένων γεγονότων: η μαζική φυγή των τελευταίων υπολειμμάτων του ελληνικού στοιχείου από τα εδάφη της Μικρασίας, του Πόντου και, ήδη, της Θράκης είναι αδύνατο να ανακοπεί, αν δεν εξασφαλιστεί έγκαιρα η αντίστοιχη απαλλαγή των βόρειων ελληνικών επαρχιών από την παρουσία των μουσουλμανικών πληθυσμών, δυνατή μόνο με συμβατική πράξη, η Ελλάδα θα στερηθεί πλέον από κάθε μέσο πίεσης για την εκτόπιση τους.
Η υιοθέτηση της προτάσεως και η ανάληψη της διαμεσολαβητικής πρωτοβουλίας από τον ύπατο αρμοστή της Κ.Τ.Ε., με τη θετική συμπαράσταση και των συμμαχικών κυβερνήσεων, δεν θα αρκέσει, εν τούτοις, για να οδηγήσει στην επίτευξη άμεσης συμφωνίας. Η ασυγκράτητη έξοδος των ελληνικών πληθυσμών από τα τουρκικά εδάφη αρκεί για να ερμηνεύσει την παρελκυστική τακτική της Άγκυρας: εφόσον θα είχε οριστικά απαλλαγεί από την παρουσία του ελληνικού στοιχείου, η τουρκική κυβέρνηση θα ήταν δυνατό να διαπραγματευθεί από διαφορετική θέση το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας στη Μακεδονία, τη Θράκη, το ανατολικό Αιγαίο και την Κρήτη. Μολοντούτο, η ουσιαστική σύγκλιση των απόψεων θα επιτρέψει, με τη δραστική παρώθηση και των συμμαχικών αντιπροσωπειών, τη σύντομη επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο των εργασιών της ειρηνευτικής συνδιασκέψεως. Η θεσμοθέτηση, όμως, του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ανταλλαγής θα συνοδευόταν από την πρόβλεψη της εξαιρέσεως, μετά από επίμονο ελληνικό αίτημα, των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και, σε αντιστάθμιση της, των μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης.
Η παρέλκυση της τελικής συμφωνίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών είχε, στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, συνυφανθεί και με το ζήτημα της έδρας και των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το πρόβλημα ανέκυψε οξύ όταν, στις 16 Δεκεμβρίου 1922, ή τουρκική αντιπροσωπεία κατέθεσε στη Συνδιάσκεψη το κείμενο διακηρύξεως της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως: Μετά την κατάλυση του οθωμανικού καθεστώτος και την κατάργηση των παραχωρήσεων του σουλτάνου προς τους εκπροσώπους των θρησκευτικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, η ελευθερία της λατρείας θα παρέμενε σεβαστή, αλλά το Πατριαρχείο — πού λειτουργούσε «κυρίως ως πολιτικός θεσμός» — όφειλε να απομακρυνθεί από το τουρκικό έδαφος. Ανήσυχος, ο Πατριάρχης Μελέτιος Δ' δεν απέκλειε τη μεταφορά της έδρας του στη Θεσσαλονίκη ή το Άγιο Όρος• άλλ’ η πολιτική ηγεσία και η κοινή γνώμη στην Ελλάδα θα απορρίψει κατηγορηματικά κάθε παρόμοια σκέψη. Η εμπλοκή παρακάμφθηκε με συμβιβαστική πρόταση του Βενιζέλου — ταυτόσημη με παράλληλη εισήγηση του Κώρζον: το Πατριαρχείο θα ήταν δυνατό να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη περιορίζοντας τη δραστηριότητα του σε αυστηρά θρησκευτικά πλαίσια. Η αποδοχή της νέας διατυπώσεως από την τουρκική πλευρά επέτρεψε την ολοκλήρωση των εργασιών της υποεπιτροπής, τη σύνταξη του τελικού κειμένου και την υπογραφή, από τους εκπροσώπους της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις 30 Ιανουαρίου, της συμβάσεως για την ανταλλαγή των πληθυσμών, της συμφωνίας για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων και του πρωτοκόλλου για τούς ομήρους.
Στην ειδικότερη διατύπωση της, η ελληνοτουρκική συμφωνία προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή των εγκατεστημένων στα τουρκικά εδάφη και κατόχων της τουρκικής υπηκοότητας ορθόδοξων χριστιανών με τους εγκατεστημένους στα ελληνικά εδάφη και κατόχους της ελληνικής υπηκοότητας μουσουλμάνους. Οι ανταλλάξιμοι δεν θα είχαν το δικαίωμα να επιστρέψουν μελλοντικά στις εστίες τους χωρίς την άδεια των αντίστοιχων κυβερνήσεων της Τουρκίας και της Ελλάδας. Από τον γενικό αυτό κανόνα εξαιρέθηκαν οι Έλληνες ορθόδοξοι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της δυτικής Θράκης.
Η ανασύνθεση των πληθυσμικών όρων στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο όπου είχαν για αιώνες συμβιώσει Έλληνες και Τούρκοι, συνιστούσε Ιστορική πρόκληση, από την αντιμετώπιση της οποίας εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό και η εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στους δύο λαούς. Το μουσουλμανικό στοιχείο αριθμούσε στη δυτική Θράκη, το 1920, 86.793 ψυχές ενώ ο ελληνικός πληθυσμός στην Κωνσταντινούπολη ανερχόταν σε 279.788 κατά τη στατιστική του 1924 και σε 103.000 περίπου σύμφωνα με τη νέα καταμέτρηση του 1934. Το κρίσιμο ερώτημα εντοπιζόταν, καταρχήν, στη δυνατότητα για τη διασφάλιση της αμοιβαιότητας σ’ ό,τι αφορούσε τόσο την αριθμητική ισορροπία όσο και την Ισότιμη μεταχείριση των δύο μειονοτικών ομάδων. Η τυχόν καταστρατήγηση του κανόνα αυτού, με την προσβολή των δικαιωμάτων ή και τον αφανισμό της μιας από τις κοινότητες, πέρα από τον άμεσο αντίκτυπο στο διμερές επίπεδο, θα επέσυρε και τον κίνδυνο της πιθανής μετατροπής εκείνης που θα επιβίωνε σε όργανο πίεσης και αναταραχής, στην περίπτωση μάλιστα που δεν θα είχαν οριστικά απεμποληθεί οι ανταγωνιστικές τάσεις ή και οι επεκτατικές βλέψεις του ενός σε βάρος του άλλου γειτονικού κράτους.