[στα ίχνη του Ρήγα]
Το κίνημα των Νεοτούρκων, από την πρώτη κυοφορία – στη διάρκεια του 19ου αιώνα – ως την τελική επικράτησή του, το καλοκαίρι του 1908, έτεινε να αποτελέσει για τον αλύτρωτο ελληνισμό την πηγή ελπίδων αλλά και ανησυχιών.
Στο επίκεντρο του βαθύτερου αυτού πολιτικού προβληματισμού εντασσόταν η τολμηρή προσπάθεια της ομάδας του Ίωνα Δραγούμη[2] και του Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη για την δυναμική ανανέωση και προσαρμογή της φαναριώτικης πολιτικής στην σύγχρονη οθωμανική πραγματικότητα. Διαποτισμένοι από την ιδέα της κυριαρχικής ελληνικής παρουσίας στον ιστορικό χώρο της νότιας Βαλκανικής και της Εγγύς Ανατολής, οι δύο άνδρες μετέφεραν το 1908 στην Πόλη την σκληρή εμπειρία από την συμμετοχή τους στον Μακεδονικό αγώνα, αλλά και την τολμηρή ελπίδα για την χειραφέτηση και συναδέλφωση των λαών της αυτοκρατορίας, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, στο πλαίσιο ενός ενιαίου «Ανατολικού» κράτους. Ο Δραγούμης και ο Σουλιώτης διέβλεπαν στην μακροπρόθεσμη ευόδωση του σχεδίου τους την εξουδετέρωση της σλαβικής απειλής και την πλατιά επικράτηση του ελληνικού στοιχείου, σε συνδυασμό προς την ουσιαστική κατοχύρωση των εθνικών συμφερόντων των λαών της περιοχής, απέναντι σε κάθε εξωτερική πίεση. Ο Συνταγματικός Πολιτικός Σύνδεσμος – ουσιαστικά ταυτόσημος με την μυστική Οργάνωση της Κωνσταντινουπόλεως – αποτελούσε το κύριο επιτελικό όργανο στην προσπάθεια για τη σύμπραξη τόσο των υποτελών μειονοτήτων, όσο και των ιθυνόντων Νεοτούρκων.
Η θερμή συμπαράσταση των χριστιανών βουλευτών του τουρκικού κοινοβουλίου – επικεφαλής ο Μπούσιος – και του Οικουμενικού Πατριάρχη, η προσχώρηση εκπροσώπων των μειονοτήτων – όπως, ιδίως, ο Βούλγαρος Έξαρχος και ο Πατριάρχης των Γρηγοριανών Αρμενίων – και τέλος, μεταξύ των Οθωμανών η σύμπραξη του πρίγκιπα Σαμπαχεντίν και της κομματικής ομάδας «Ελευθερία – Συνεννόηση», έμελλαν να οροθετήσουν την απήχηση των προτάσεων του Συνταγματικού Πολιτικού Συνδέσμου.
Δεν προορίζονταν, όμως, να αρκέσουν για την εκπλήρωση των σκοπών της κινήσεως. Η προοδευτική κατίσχυση των ακραίων εθνικιστικών και συγκεντρωτικών τάσεων στους κόλπους της νεοτουρκικής ηγεσίας αποδεικνυόταν ασυμβίβαστη με την χειραφέτηση των μειονοτήτων και την ενεργή συμμετοχή τους στην διαχείριση των υποθέσεων της αυτοκρατορίας, κάτω από την σκέπη των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της ισονομίας και της ισοπολιτείας. Οπωσδήποτε όμως, η ευόδωση του σχεδίου προσέκρουε και σε ενδογενείς αντιφάσεις: στην έλλειψη απόλυτης σύμπνοιας ακόμη και μεταξύ των μη σλαβικών εθνικών ομάδων της αυτοκρατορίας, αλλά και στην ύπαρξη, παράλληλα με τις βαθιές αντιθέσεις, κοινών συμφερόντων μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων.
_______________________
[1] Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900 – 1945», σελ. 52-54, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1994
[2] «Φτάνουν πια οι Μάρτυρες. Χρειάζονται τώρα ήρωες. Γενείτε ήρωες. Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει». Ο Ιωάννης ή Ίων Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου 1878. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός και ο μετέπειτα Πρωθυπουργός της Επανάστασης στο Γουδί, Στέφανος Δραγούμης. Ο νεαρός Ίων μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον πιστό στα εθνικά ιδεώδη, εμπνεόμενος από ένθερμο πατριωτισμό. Οι ρίζες της εθνικιστικής ιδεολογίας του θα πρέπει να αναζητηθούν στην ελληνοκεντρική του ανατροφή και στον «Μεγαλοϊδεατικό» περίγυρο της εποχής. Η σκέψη του επηρεάζεται, ιδιαίτερα, από τους Νίτσε και Μπαρρές. Το απόγευμα της επομένης της απόπειρας δολοφονίας κατά του Βενιζέλου στο Παρίσι [30/07/1920], ο Ίων Δραγούμης, βουλευτής και πολιτικός αντίπαλος του πρώτου, συλλαμβάνεται από τα φιλοβενιζελικά τάγματα χωροφυλακής του Γρυπάρη και εκτελείται, την στιγμή που μεταβαίνει από το σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, στην Κηφισιά, στα γραφεία του περιοδικού του «Πολιτική Επιθεώρηση». Η πολιτική δολοφονία του σοκάρει τον πολιτικό κόσμο της εποχής και στερεί την Ελλάδα ένα λαμπρό πολιτικό.