Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

Πολιτική ιστορία

Στρατηγού Μακρυγιάννη, απάνθισμα απομνημονευμάτων[1]

Μακρυγιάννης κατά Καποδίστρια

Ήταν κάποτε ένα λιβάδι πολλά αξιόλογον. Είχε πολλά αγαθά μέσα διά τους ανθρώπους και καλή τροφή διά τα ζώα. Σε αυτό το λιβάδι ήταν ένα θερίον οπού το εξουσίαζε. Ούτε άνθρωποι μπορούσαν να λάβουν τα’ αγαθά του, ούτε τα ζώα την καλή χλόγη. Τότε ένας κακός άνθρωπος ηύρε το καϊμένο τα’ άλογο και του λέγει του λιβαδιού τα’ αγαθά. Και του λέγει: «να σκύψης να σε καβαλλικέψω εσένα κ’ εγώ με τα’ άρματά μου να σκοτώσωμεν το θερίον, να γοδέρωμεν αυτόν τον καλόν τόπον. Μπιστεύτηκε το καϊμένο τ’ άλογον διά την καλήν την τροφή κ’ έκλινε τον αυχένα του. Κι ο κακοροίζικος ο άνθρωπος τόβαλε την σέλλα, και την έσφιξε καλά, και το χαλινό. Καβαλλίκεψε ο άνθρωπος αρματωμένος, σκότωσαν το θερίον. Του λέγει το δυστυχισμένο τα’ άλογον: «Το θερίον το σκοτώσαμεν, εσύ παίρνεις τα’ αγαθά του τόπου – βγάλε τον χαλινό και την σέλλα οπού μόβαλες και κατέβα τώρα από πάνου μου να βοσκήσω κ’ εγώ. – Ο χαλινός και η σέλλα δεν βγαίνει από πάνου σου, ούτε εγώ θα κατέβω πλέον». Αφού του βοήθησε τ’ άλογον και με τη δύναμή του σκότωσε το θερίον κ’ έλαβεν εις την εξουσίαν του εκείνον τον λαμπρόν τόπον και γοδέρει τ’ αγαθά του, το δυστυχισμένο τ’ άλογον όχι που δεν ωφελήθη, αλλά του μπήκε κι’ ο χαλινός και η σέλλα – κι ο διαβολάνθρωπος καβάλλα τ’ άφηνε νηστικόν και φορτωμένο.

Μακρυγιάννης κατά Κωλέττη

Ήταν ένα παλάτι χαλασμένο και το γκρεμίσαμεν από θεμελιούθεν και το φκειάσαμεν να καθίσουμεν όλοι μέσα. Βάλαμεν εις τις πόρτες εγγλέζικες κλειδωνιές και σου δώσαμεν τα κλειδιά εσένα διά να βαίνης εκείνους οπού κοπιάσαν κ’ έφκειασαν το σπίτι αυτό, οπού βαστάς τα κλειδιά. Του λόγου σου ανοιγοκλείνοντας διά το νιτερέσιον μόνον το δικόν σου κι’ όχι του σπιτιού, χάλασες αυτές τις παλιοκλειδωνιές κ’ έβαλες εις το σπίτι κλειδωνιές τεφαρίκια Ευρωπαίγικα και της παλιοκλειδωνιές της πέταξες εις τα σκούπρα (εις της χάψες), εκεί οπού να μην αναμείνη τζίτα γερή και χρήσιμη. Θυμίσου, κύριε Κωλέτη, αυτό το σπίτι είπε ο Θεός να χτιστή και θέλει εκείνους οπού αγωνίστηκαν κ’ έγινε – θαρθή καιρός να ψάξης εσύ κ’ οι συντρόφοι δι’ αυτές της κλειδωνιές της σάπιες και να μην ευρήτε καμμίνια. Εσείς τότε θα βαρέσετε το κεφάλι σας. Τώρα είναι πολλά ήσυχον.

Μακρυγιάννης κατά Φαναριωτών και Βαυαρών

Οι ακαθαρσίες της Κωνσταντινούπολής και της Ευρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια πλήθος. Αυτείνοι αφεντάδες μας κ’ εμείς είλωτές τους. Πήραν τα καλύτερα υποστατικά, της καλύτερες θέσες τους σπιτότοπους, ‘σ τα υπουργεία βαρειούς μιστούς. Δανείζουν τα χρήματά τους δυο και τρία τα εκατό τον μήνα, παίρνουν υποθήκες – ‘σ ένα χρόνο και λιγώτερο κάνει δέκα το παίρνει ένα. Γίνηκαν όλοι ‘διοχτήτες. Κριταί αυτείνοι, αφεντάδες αυτείνοι. Όπου να πάνε οι Έλληνες όλο ξυλιές τρώνε. Η φτώχια άξηνε. Λίγον φταίξιμο να κάμη ο αγωνιστής, χάψη άλλος επί ζωγής, άλλος κόψιμον με την τζελατίνα. Όλο τέτοιες καλωσύνες έχομεν. Γιόμωσαν οι χάψες του κράτους. Και θησαύρισαν οι κριταί μας και οι αβοκάτοι μας. Το κράτος έτσι πάγει πολλά ομπρός !

περί Θεού…

Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς τους κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, διά να δοξάζεται ο πλάστης του παντός.
_______________________

[1] Ο στρατηγός Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του μόλις τελείωσε ο πόλεμος, στα 1829 στο Άργος όπου ο Καποδίστριας του είχε δώσει ένα αξίωμα με τον πομπώδη τίτλο: Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου και της Σπάρτης.