Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μΧ[1]
Στην οδό Αιγύπτου – πρώτη πάροδος δεξιά –
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δε μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσοι επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λέγανε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε,
υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
– εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται –
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
– εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν –
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει,
έλεγε ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες
Η Ελλάς των Ελλήνων[2].
Μανόλη Αναγνωστάκη (ο στόχος)[3]
[1] Από τα Θέματα Διδακτικής Μεθοδολογίας, τ. Α΄ «η Διδασκαλία του Ποιήματος», του Γεωργίου Ι. Σπανού, σ.43 επ., Αθήνα 1995.
[2] «Η Ελλάς των Ελλήνων» αποτελεί μέρος του συνθήματος της δικτατορίας, που μαζί με το Φοίνικα υπήρξαν τα εμβλήματα τα δηλωτικά του ψευτο-ιδεολογικού προσανατολισμού της. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος στίχος πρέπει να ιδωθεί στη συνάφειά του με το μ.Χ. του τίτλου, οπότε έχομε την αρχή και στο τέλος του ποιήματος στην υπηρεσία, που εξέφρασε το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Πρόκειται για θαυμάσιο ποιητικό εύρημα που επιτρέπει να αισθανόμαστε ότι σε όλη την ανάγνωση του ποιήματος λανθάνει ως επένδυση του ακροάματος το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», το οποίο σχηματίζοντας κύκλο ανοίγει και κλείνει το ποίημα δηλώνοντας πως σημαίνοντα και σημαινόμενα κινούνται από το σύνθημα και το υπηρετούν: έτσι μαρτυρείται η υποκρισία που είχε την ευκαιρία να καταγγείλει απορώντας ένα χρόνο πριν ο Γιώργος Σεφέρης με το στιχούργημα:
Από βλακεία
Ελλάς. πυρ! Ελλήνων, πυρ! Χριστιανών, πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε
Αθήνα Καλοκαίρι – Princeton NJ
Χριστούγεννα 1968.
[3] Αναγνωστάκης Μ., Τα ποιήματα, εκδ. Πλειάς, 3η έκδ., Αθήνα 1975, σ. 144.