Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

όσα της ιστορίας

Το Βυζάντιο, οι Τούρκοι και ο δρόμος του μεταξιού[1]

Το πλέον σημαντικό και ενδιαφέρον από τα έργα που συνέγραψε ο λόγιος πατριάρχης Φώτιος είναι η Βιβλιοθήκη, συλλογή περιλήψεων – σημειώσεων από βιβλία του εθνικού και χριστιανικού παρελθόντος. Οι περιλήψεις αυτές φέρονται να γράφτηκαν για έναν και μόνο αποδέκτη σε κλίμα συγκινησιακά φορτισμένο. Προσφέρονται στον Ταράσιο, τον αγαπημένο αδελφό του Φωτίου, ως χαριστήριο ενθύμιο λίγο πριν από το διπλωματικό ταξίδι του συγγραφέα στους Ασσυρίους.

Παρά τον εσωστρεφή και προσωπικό της χαρακτήρα, η Βιβλιοθήκη, όπως φαίνεται, γνώρισε ευρεία διάδοση. Αυτό τουλάχιστον δείχνει ο αριθμός των 25 χειρογράφων στα οποία έχει διασωθεί μέχρι τις μέρες μας. Στον αριθμό αυτό μπορούν να προστεθούν και εκείνα που περικλείουν μόνο αποσπάσματα από το εκτενές αυτό έργο. Δύο ωστόσο χειρόγραφα που σήμερα απόκεινται στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, ο Marcianus graecus 450 του Ι΄ και ο Marcianus graecus 451 του ΙΒ΄ αιώνα, θεωρήθηκαν από τη σχετική έρευνα ως τα βασικά και κύρια τεκμήρια για την κριτική αποκατάσταση του κειμένου.

Ακολουθούν δύο ενδιαφέροντα αποσπάσματα, περί των σχέσεων Βυζαντινών και Τούρκων κατά τη διάρκεια του 5ου και 6ου μΧ αιώνων, μέσα από τις περιλήψεις επί των χρονογραφιών του Θεοφάνους και του Θεόκτιστου, όπως μας τις παραθέτει ο Φώτιος.

Θεοφάνης[2]

Στα ανατολικά του Τάναη κατοικούν οι Τούρκοι, εκείνοι που άλλοτε ονομάζονταν Μασσαγέτες και τους οποίους οι Πέρσες στη γλώσσα του ονομάζουν Κερμιχίωνες. Αυτοί έστειλαν τον καιρό εκείνο δώρα και πρεσβευτές στον βασιλιά Ιουστίνο με την παράκληση να μην κάνει δεκτούς τους Αβέρους. Εκείνος, αφού έλαβε τα δώρα τους και αναταπέδωσε τις φιλοφρονήσεις τους, τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους. Όταν αργότερα ήρθαν οι Άβαροι και παρακαλούσαν να κατοικήσουν την Παννονία και να ζήσουν ειρηνικά, εξαιτίας της υπόσχεσης που είχε δώσει και της συμφωνίας που είχε κάνει με τους Τούρκους, δεν σύναψε ειρήνη μαζί τους.

Την εκκόλαψη μεταξοσκωλήκων, που δεν ήταν προηγουμένως γνωστή στους Ρωμαίους, την έφερε στο φως κάποιος Πέρσης την εποχή που βασίλευε ο Ιουστινιανός στο Βυζάντιο. Ο Πέρσης αυτός ξεκίνησε από την Κίνα και μετέφερε μέχρι το Βυζάντιο τα αυγά των σκουληκιών μέσα σε μια μαγκούρα. Με τον ερχομό της άνοιξης απόθεσε τα αυγά για να τραφούν πάνω σε φύλλα μουριάς. Κι εκείνα αφού τράφηκαν με φύλλα, έβγαλαν φτερά και προχώρησαν στο επόμενο στάδιο. Όταν αργότερα ο βασιλιάς Ιουστίνος αποκάλυψε στους Τούρκους τον τρόπο εκκόλαψης και καλλιέργειάς τους, προκάλεσε τον θαυμασμό τους, λόγω του ότι οι Τούρκοι κατείχαν τότε τους εμπορικούς σταθμούς και τα λιμάνια των Κινέζων. Προηγουμένως αυτά ήταν στην κατοχή των Περσών, όταν όμως ο Εφθαλάνης, ο βασιλιάς των Εφθαλιτών (από τον οποίο αυτό το έθνος πήρε το όνομά του), νίκησε τον Περόζη και τους Πέρσες, οι μεν Πέρσες τα απώλεσαν, οι δε Εφθαλίτες κατέστησαν κύριοί τους. Τους τελευταίους νίκησαν λίγο αργότερα σε μάχη οι Τούρκοι και τους τα απέσπασαν και αυτά. Ο Ιουστίνος τότε έστειλε τον Ζήμαρχο πρέσβη στους Τούρκους[3]. Κι αυτός αφού φέρθηκε με μεγαλοπρέπεια στους Τούρκους και έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές, επέστρεψε στο Βυζάντιο. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Χοσρόης εξεστράτευσε κατά των Αιθιόπων που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τους Ρωμαίους και ονομάζονταν στο παρελθόν Μακρόβιοι, τώρα όμως Ομηρίτες[4]. Και στέλνονταν τον μηράνη του, δηλαδή τον στρατηγό των Περσών, συνέλαβε ζωντανό τον βασιλιά των Ομηριτών Σανατούρκη, εκπόρθησε την πόλη τους και υποδούλωσε το έθνος τους.

Θεοφύλακτος[5]

Το έβδομο βιβλίο πραγματεύεται … για τον εμφύλιο πόλεμο που έλαβε χώρα μεταξύ των Τούρκων και περιληπτική έκθεση για την πολιτεία των Τούρκων. Και ανφέρει ότι ο χαγάνος των Τούρκων, αφού σκότωσε τον ηγεμόνα των Αβδελών, δηλαδή των Εφθαλιτών, και υπόταξε το έθνος τους, όπως επίσης και το έθνος των Όγωρ και τους Κόλχους, από τους οποίους αφάνισε μέχρι και τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους, σκότωσε τέλος και τον Τουρούμ που επαναστάτησε εναντίον του και έστειλε επιστολή με το μήνυμα της νίκης στον Μαυρίκιο τον αυτοκράτορα. Υποδούλωσε δε και μέρος των Αβάρων.

Μνημονεύει ακόμη και τα έθνη που κατοικούν στην Ταυγάς και στο Μουκρί[6], όπου οι Άβαροι ηττήθηκαν και διαλύθηκαν. Και τα έθνη Ουάρ και του Χουνί, κατάλοιπα των οποίων εγκαταστάθηκαν επί Ιουστινιανού στην Ευρώπη και έδωσαν στον εαυτό τους το όνομα των Αβάρων.

Αναφέρει και ότι η χώρα των Τούρκων δεν έχει γνωρίσει σεισμούς ή λοιμούς. και για το λεγόμενο χρυσό όρος, για την Ταυγάς, και για τα σκουλήκια που παράγουν το μεταξωτό ύφασμα. Και ότι είναι μεγάλη η παραγωγή μεταξιού στη λεγόμενη πόλη της Χουβδάν. Αναφέρει επίσης για τη σχετική διαδικασία αυτής της παραγωγής. Και για τους Ινδούς που έχουν λευκό δέρμα [Και τα περί των Ινδών των λευκών το σώμα][7].

[1] Φωτίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, «Βιβλιοθήκη Όσα της Ιστορίας», εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2000.
[2] Βιβλιοθήκη, σελ. 151, 153.
[3] Για την πρεσβεία του Ζημάρχου και τους δρόμους του μεταξιού, βλ. Κορδώσης, Ιστορικογεωγραφικά, σελ. 114-119. Διαφορετική εκδοχή της ιστορίας υποκλοπής βρίσκουμε στο έργο του Προκοπίου, Υπέρ των πολέμων, Βιβλ. VII, κεφ. XVII.
[4] Οι Ομηρίτες ήταν λαός της Υεμένης, πιθανότατα ταυτόσημοι με τους Αμερίτες του κωδ. 3.
[5] Βιβλιοθήκη, σελ. 179, 181.
[6] Η Ταυγάς ήταν πόλη κοντά στην Ινδία, ενώ το Μουκρί ο τόπος όπου διασκορπίστηκαν οι Άβαροι.
[7] Για τα θέματα αυτά ο Σιμοκάττης δεν αναφέρει παρά ελάχιστα (Βιβλίο VII, 9). Μνεία λευκών Ινδών κάνει και ο Κτησίας.