Ο μικρός γιαλός[1]
Ο κόμης Γκέστα Κλαούντιους Ουλφ Χέρμαν φον Λώρεντεν, έφτασε μια μέρα στην πολιτεία, ψηλός, ξανθός, ανάλαφρος, φτωχός, περήφανος για την καταγωγή του. «Η γης γυρίζει» είχε πει «και στην καρδιά της κάθεται η μοίρα των ανθρώπων, μέσα σε κόκκινες και κίτρινες φλόγες, κλώθει, ξεκλώθει και μας ορίζει». Ο Γκέστα ήταν παραμυθάς. Έγραφε για τους προγόνους της πατρίδας του, ευγενείς και άγριους, που βαστούσανε ξίφη ματωμένα, φορώντας τομάρια ζώων. Τα μαλλιά τους, αχρένιστα και μακριά, με δασά γένια. Για ιππότες που πλανιόντανε μες στα δάση, για αετούς που αρπάζανε παιδιά, για τη θεά του ήλιου και για την ομορφιά της Γκάτα Λόμα. Για τη μικρή τη Γιούλαν. Όλο ποίηση και μεγαλείο, μα τα πάντα τ’ άφηνε ατέλειωτα.
Στην πολιτεία, ο Γκέστα βρήκε να μείνει σ’ ένα πατάρι στο σπίτι της κυρίας Λίντας, που βρίσκονταν πίσω από τους αρχαίους ναούς.
Η κυρία Λίντα, ξορισμένη και τούτη, από μακρινή χώρα, ήταν πολύ γριά, κουφή, μα το κέφι της δεν το έχανε. Φορούσε ένα άσπρο νταντελιένιο σκουφάκι και σκέπαζε τους ώμους της με χρωματιστά σάλια. Τα χέρια της, λιπόσαρκα, με μακριά δάχτυλα, πρόδιναν ευγενική καταγωγή. Έτρεφε έξι τυφλά γατιά, το ένα είχε κολλήσει απ’ τ’ άλλο αρρωστια, και σαν έφτασε ο Γκέστα τον υποδέχτηκαν σκουντουφλώντας.
«Ποτέ μου δεν είχα δει τόσα τυφλά γατιά», είπε, και στην αρχή του άρεσε.
Στο σούρουπο, η κυρία Λίντα καθόταν στο σοφά της κοντά στο παράθυρο και διασκέδαζε κοιτάζοντας τον κόσμο να περνάει. Τα γατιά ξαπλώνονταν γύρω της ταϊσμένα, ευχαριστημένα, γουργουρίζοντας.
«Τα γατιά ακούνε, εγώ βλέπω. Πίστευε στη Σελήνη», είχε πει στον Γκέστα, «είναι αστέρι μαγικό. Όλα τ’ άστρα είναι μαγικά. Στις επτά μέρες, στη γιόμιση του φεγγαριού, επτά η ώρα το βράδυ, μέσα σε επτά λεπτά, να του ζητήσεις επτά φορές αυτό που θέλεις και θα στο δώσει πάνω στο επτά. μα πρέπει να σκέπτεσαι πάντα επτά άσπρα βαρβάτα άλογα. Δοκίμασε και θα το δεις. Ήξερα από μαγεία. Από τότε που μου πέσανε τα δόντια μου έχασα τη δύναμή μου».
Ο Γκέστα δοκίμασε μα ξεχνούσε πάντα να σκεφτεί τα επτά βαρβάτα άλογα.
Μακριά, την πατρίδα με τα πολλά φιορντ και τα δασωμένα βουνά νοσταλγούσε ο Γκέστα. Τον ήλιο του μεσονυχτίου, το καλοκαίρι, και την παγωμένη διάφανη θάλασσα. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ είχε πάρει την Ίγκε από το χέρι, της έδειξε τον έναστρο ουρανό.
«Είναι δικός μου, όλος δικός μου είναι και τ’ άστρα δικά μου. Σου τα χαρίζω όλα. Τούτο το πιο λαμπερό, θα το λέμε αστέρι της Ίγκε».
Τρέχαν μαζί στα δάση για αγριοφράουλες και γαλάζια κρίνα. Τρεχαλίζανε πάνω στ’ άλογα. Βαθιά άνοιγε η φωνή του Γκέστα, τραγουδώντας: «Μόνο για χάρη της Ντολόρες πάντα οι σινιόρες θα ξενυχτούν και οι τορέρος και οι μαντατόρες …».
Το βράδυ, αποσταμένοι κάθονταν μπροστά στο τζάκι λέγοντας παραμύθια.
Λεπτή σπαζούρικια η Ιγκε, μ’ αχυρένια μαλλιά, και με μια φουσκωτή ελιά στ’ απάνω χείλι.
Όταν τους 'ξορκίσανε από τον τόπο τους, η Ίγκε είχε αρχίσει να ψηλώνει και να παχαίνει. Τη θυμάται ακόμα, σαν τους αποχαιρετούσε κλαίγοντας. Από τότε είχε γυρίσει πολλές χώρες ο Γκέστα. Στη Δαμασκό συνάντησε τον Λαρς, τον γείτονα του καλοκαιριού, τον ζωγράφο.
«Τί κάνει η Ίγκε;» τον ρώτησε. «Εγώ έχω κόψει πια με την πατρίδα».
«Η Ίγκε ; α! η Ίγκε, την είδα … την είδα τις προάλλες, είναι πολύ χοντρή. Παντρεύτηκε ένα βιομήχανο από τα κάτω μέρη. θυμάσαι εκείνη τη μικρή ελιά πάνω στα χείλη ; Μεγάλωσε, πέταξε χοντρές σκληρές ξανθές τρίχες. Είναι καλή γυναίκα και καλή μάνα».
Ο Γκέστα θυμήθηκε μια στιγμή, γέλασε, τραγούδησε: «Μόνο για χάρη της Ντολόρες …».
«Λαρς», είπε, «έγινα ζωγράφος. Σαν τελείωσα, γύρισα τον κόσμο ζωγραφίζοντας και πουλώντας, εδώ ζωγράφισα μπέηδες χοντρούς και ευρωπαίες γυναίκες, άλλες τυραννισμένες κι άλλες που έρχονται να πουληθούν. Τώρα θέλω να γράψω. Σιχάθηκα εδώ. Θα τραβήξω παρακάτω».
Και πήγε στην πολιτεία.