Εθνικισμός πέρα από τα έθνη[1]
Σήμερα, η εθνική ταυτότητα αντιπροσωπεύει την κύρια μορφή συλλογικής ταύτισης. Όποια και αν είναι τα ατομικά μας αισθήματα αυτή αποτελεί το κυρίαρχο κριτήριο των πολιτισμών και των ταυτοτήτων, τη μοναδική αρχή διακυβέρνησης και την κύρια εστία της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας. Η έλξη που ασκούν το έθνος και ο εθνικισμός είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Καμιά περιοχή του κόσμου δεν είναι απαλλαγμένη από τις εθνοτικές διαμαρτυρίες και τις εθνικιστικές εξεγέρσεις. Είτε εξυμνούνται είτε στηλιτεύονται, ούτε το έθνος φαίνεται να ξεπερνιέται ούτε ο εθνικισμός να χάνει έστω και μέρος της εκρηκτικής λαϊκής του δύναμης και της σημασίας του.
Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων δεν είναι καθόλου τυχαία ή πρόσφατη. Έχει τις ρίζες της σε εθνοτικούς δεσμούς και αισθήματα που είναι πολύ προγενέστερα από τη γέννηση του σύγχρονου κόσμου αλλά αναζωογονήθηκαν, αναπάντεχα και δυναμικά, από τα νεωτερικά γραφειοκρατικά συστήματα, τις καπιταλιστικές ταξικές δομές και τον – ευρέως διαδεδομένο σε μια εποχή εκκοσμίκευσης – πόθο για απόκτηση της αθανασίας και της αξιοπρέπειας δια μέσου μιας κοινής ιστορίας και ενός κοινού πεπρωμένου με την εκ νέου ανακάλυψη του εθνοτικού παρελθόντος αλλά και με την υπόσχεση για συλλογική επιστροφή σε μια πρότερη χρυσή εποχή, η εθνική ταυτότητα και εθνικισμός κατάφεραν να ξεσηκώσουν και να εμπνεύσουν εθνοτικές κοινότητες και πληθυσμούς από κάθε τάξη, περιοχή, φύλο και θρησκεία ώστε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους ως «έθνη», δηλαδή ως εδαφικές κοινότητες αποτελούμενες από πολιτισμικά και ιστορικά συγγενείς πολίτες μέσα σε ένα κόσμο από ελεύθερα και ίσα μεταξύ τους έθνη. Πρόκειται για μια ταυτότητα και για μια δύναμη με την οποία αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν ακόμα και τα πλέον ισχυρά κράτη και η οποία διαμόρφωσε και πιθανόν να συνεχίσει να διαμορφώνει τον κόσμο μας στο προβλέψιμο μέλλον.
Για πολλούς πρόκειται για ένα ζοφερό συμπέρασμα. Υπονοεί πως δεν υπάρχει διέξοδος από τον κόσμο του εθνικισμού, καμιά πιθανότητα για υπέρβαση του έθνους και ξεπέρασμα των βίαιων συγκρούσεων που υποκινεί ο εθνικισμός. Οι συγκρούσεις μεταξύ των εθνών – κρατών ή μεταξύ των κρατών και των εθνοτικών κοινοτήτων που τα αποτελούν φαίνεται πως θα συνεχιστούν, ίσως μάλιστα να πολλαπλασιαστούν, κινητοποιώντας στο μέλλον και εθνοτικές κοινότητες ή κατηγορίες που σήμερα είναι ανενεργές. Από την οπτική γωνία της παγκόσμιας ασφάλειας και της παγκοσμιοποίησης της κουλτούρας αυτό το συμπέρασμα δεν προσφέρει καμιά διαφυγή από το αδιέξοδο της ενδημικής διχόνοιας, της καχυποψίας και των πολέμων.
Είναι δικαιολογημένο όμως να καταλήξουμε σε μια τόσο σκληρή και απόλυτη ετυμηγορία; Μήπως άραγε οι προηγούμενες επισημάνσεις μας σχετικά με τη σημασία των νέων παγκόσμιων δυνάμεων δείχνουν προς μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση; Τόσο αρνητική ήταν η παρουσίαση των ομοσπονδιακών συστημάτων που εφάρμοσαν πρόσφατα ορισμένα κράτη και του ευρωπαϊκού προγράμματος; Αν πρέπει να απορρίψουμε τα πιο παράτολμα όνειρα των υποστηρικτών του κοσμοπολιτισμού, αν μια παγκόσμια κουλτούρα δίχως μνήμη στερείται πειστικότητας, μήπως ωστόσο απομένουν κάποιες συγκρατημένες προσδοκίες για μια σταδιακή αναμόρφωση των συλλογικών ταυτοτήτων σε περιφερειακό επίπεδο; Νομίζω πως τέτοιου είδους, πιο συγκρατημένες ελπίδες διαθέτουν κάποια βάση, περισσότερο στη σφαίρα της κουλτούρας και λιγότερο της πολιτικής, έστω και αν ακολουθούν κάπως παράδοξους δρόμους.
[1] Άντονι Δ. Σμιθ, «Εθνική Ταυτότητα», σ. 240-242, εκδόσεις Οδυσσέας