Παραστάσεις[1]
Όταν για πρώτη φορά αντίκρισα από το πλοίο την προκυμαία και τα γραφικά σπιτάκια της Ύδρας, η εντύπωσή μου σχηματίσθηκε από το πλήθος και την ποικιλία των οπτικών αισθημάτων, που τα είχαν προκαλέσει οι αντίστοιχοι εξωτερικοί ερεθισμοί και τα είχε συνθέσει και συλλάβει η αντίληψή μου. Τώρα όμως που εδώ στην Αθήνα ακούω τον συνομιλητή μου να ονομάζει το έμορφο νησί πώς γίνεται να το αναπολώ και να έχω μέσα μου ολοζώντανη την εικόνα του, όπως το πρωτοείδα, αφού δεν έχω μπροστά μου το ίδιο το αντικείμενο, για να προσβάλει τα αισθητήριά μου όργανα;
Η εξήγηση που δίνει η επιστήμη είναι η εξής:
Και όταν ακόμη πάψουν να ενεργούν οι εξωτερικοί ερεθισμοί που τις είχαν προκαλέσει, οι εικόνες των πραγμάτων δεν χάνονται για τη συνείδησή μας, αλλά διατηρούνται σε κατάσταση ετοιμότητας. Και μόλις δοθεί η αφορμή ξαναγεννιούνται μόνες τους. Αυτή τη φορά η διέγερση δεν έρχεται απέξω στα περιφερικά αισθητήρια όργανα, αλλά γίνεται απευθείας στα εγκεφαλικά κέντρα που είχαν λειτουργήσει για να σχηματισθεί η αρχική αντίληψη. Αυτά δραστηριοποιούνται και αναπαράγουν την εικόνα με το υλικό που είχαν αποθησαυρίσει.
Έτσι μπορούμε και «βλέπομε» με κλειστά μάτια αγαπημένα μας πρόσωπα που έχουν από καιρό εγκαταλείψει τον κόσμο, «ακούμε» τη φωνή τους, «αισθανόμαστε» τη ζεστασιά των χεριών του σα να τα έχομε πάλι μπροστά μας και να επικοινωνούμε μαζί τους.
Αυτές οι υστερογενείς εικόνες ονομάζονται παραστάσεις.
Οι παραστάσεις αποτελούν το εποπτικό κεφάλαιο της πείρας, που συσσωρεύεται με τη μάθηση. Η ικανότητα να αποταμιεύει τις εντυπώσεις του με τη μορφή παραστάσεων και να και να έχει τις πληροφορίες του είδους τούτου στη διάθεσή του, όταν τις χρειάζεται για ν’ αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, είναι ένα από τα πνευματικά προσόντα που έδωσαν στον άνθρωπο το προβάδισμα μέσα στο βασίλειο των ζώων.
Τα στοιχεία από τα οποία σχηματίζονται οι παραστάσεις μας είναι, κατά κανόνα, γνωστά από προηγούμενες εντυπώσεις. Επομένως είναι εύλογο ότι ο γεννημένος τυφλός δεν μπορεί να έχει οπτικές παραστάσεις. Επίσης, όποιος πάσχει από δαλτονισμό μπορεί να έχει παραστάσεις με όλα τα άλλα χρώματα εκτός από το κόκκινο και το πράσινο του φυσιολογικού ανθρώπου.
Διακρίνομε δύο είδη παραστάσεων: τις μνημονικές και τις φανταστικές. Οι πρώτες αναφέρονται σε αντικείμενα πραγματικά που έπεσαν στην αντίληψή μας. Οι δεύτερες σε αντικείμενα φανταστικά, πλάσματα της φαντασίας μας. Και των φανταστικών παραστάσεων η «ύλη» μας είναι γνωστή από προηγούμενες εντυπώσεις. Ο συνδυασμός όμως των στοιχείων που την αποτελούν, δηλαδή η «μορφή» της εικόνας, είναι δημιούργημα της δικής μας αυτενέργειας.
…
Μνήμη και Φαντασία
Την ικανότητα να διατηρούμε τις εντυπώσεις με τη μορφή παραστάσεων και να τις ξαναπλάθομε, ονομάζομε μνήμη.
…
Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι οι ψυχικές εικόνες μετά την παύση των ερεθισμών που προκάλεσαν τα αντίστοιχα αισθήματα, δεν εξαφανίζονται αλλά αφήνουν απάνω στη φαιά ουσία του εγκεφάλου ίχνη που ονομάστηκαν με την ελληνική λέξη εγγράμματα[2]. Ποια είναι η φύση αυτών των εγγραμμάτων, και πώς είναι δυνατόν απάνω στην περιορισμένη επιφάνεια των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου να αποθηκευτεί τόσο πλήθος και τέτοια ποικιλία παραστάσεων, όσες διατηρεί η μνήμη του ανεπτυγμένου ανθρώπου, δεν μπορούμε να το εξηγήσομε. Πρώτος ο Πλάτων[3] παρομοίωσε την ψυχή με «κήρινον εκμαγείον», όπου χαράζονται οι εντυπώσεις, όπως – θα λέγαμε σήμερα – αποτυπώνεται η φωνή απάνω σε ένα φωνογραφικό δίσκο. Οπωσδήποτε, παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που παρουσιάζει, άλλη εξήγηση φυσιολογική του φαινομένου δεν χωρεί.
Μετά τη νευρική διέγερση που προκαλεί η εντύπωση, το νευρικό σύστημα δεν μένει στην ίδια κατάσταση όπου ήταν πριν από τον ερεθισμό. Αλλιώνεται εσωτερικά. Αυτής της μεταβολής τα ίχνη τα διατηρεί επί απροσδιόριστα μακρό χρονικό διάστημα. Και όταν δοθεί αφορμή, με μια νέα διέγερση, τα ίχνη που αντιπροσωπεύουν τις παραστάσεις σε κατάσταση αναμονής, γίνονται ενεργά και έτσι ξαναπλάθονται οι αντίστοιχες ψυχικές εικόνες. Επειδή δε τα νευρικά κύτταρα του συστήματος συνδέονται στενά το ένα με το άλλο, η ενεργοποίηση των «εγγραμμάτων» απάνω σε μερικά κύτταρα μεταδίδεται διαμέσου των συνδέσμων και στα ίχνη που έχουν χαραχτεί απάνω σε άλλα μέρη της κυτταρικής επιφάνειας, και έτσι μια παράσταση μπορεί να ανασύρει πίσω της ολόκληρη σειρά άλλων.
…
Απέναντι στις παραστάσεις της η συνείδηση έχει τη δύναμη να ενεργεί διαμορφωτικά μα δική της πρωτοβουλία και να τις μετασχηματίζει σε νέα πλάσματα. Διασπά τις ψυχικές εικόνες στα συστατικά τους στοιχεία και ύστερα ανασυγκροτεί αυτά τα στοιχεία σε νέες μορφές, διαφορετικές από εκείνες που είχε αρχικά αντιληφθεί με τις αισθήσεις. Αυτή τη λειτουργία, τη διαφορετική από τη μνήμη, ως προς το πρόγραμμα και το έργο της, την ονομάζομε φαντασία, και τα προϊόντα της, παραστάσεις φανταστικές. Οι φανταστικές παραστάσεις συγκρινόμενες με τις μνημονικές , ως προς την «ύλη», δηλαδή ως προς το περιεχόμενό τους, δεν παρουσιάζουν τίποτα το νέο. Το νέο σ’ αυτές είναι η «μορφή», δηλαδή ο πρωτότυπος και άγνωστος από την προηγούμενη πείρα τρόπος που συνδυάστηκαν στοιχεία μνημονικών παραστάσεων, για ν’ αποτελέσουν νέες ψυχικές εικόνες. Στην αναμόρφωση λοιπόν του εποπτικού υλικού, του αποθησαυρισμένου στη συνείδηση, έγκειται η δημιουργική ενέργεια της φαντασίας.