ο Ρήγας πέρα απ’ το μύθο[1]
Ο Ρήγας ποτέ δεν γράφτηκε ο ίδιος, ούτε υπογράφηκε Φεραίος. Αυτό, το Φεραίος, του το κόλλησε η παράδοση των αρχαϊστών, επάνω στη μανία του εξωραϊσμού, νομίζοντας πως του προσθέτουν αίγλη με το να συνδέουν το χωριό του με τις ιστορικές αναμνήσεις των αρχαίων Φερών. Όλη του η παιδική και νεανική ζωή έχει περάσει σε πολλαπλά δίχτυα θρύλων, αντιφατικών και αμαρτύρητων: Η οικογένειά του, ολάκερη, σπαράχτηκε από τους Τούρκους. Ο πατέρας σκοτώθηκε με μια πιστολιά (ή μια σπαθιά, λένε άλλοι) του γιου του Μουσταφά Σουλεϊμάν ή σφάχτηκε από τους γενιτσάρους. Ότι σπούδασε στη Ζαγορά του Πηλίου (εκεί δείχνουν, μάλιστα, και το «σκολειό του Ρήγα», ένα κτίριο μεταγενέστερο από την εποχή του πρωτομάρτυρα) και στ’ Αμπελάκια του Κισσάβου, σπουδαίο τότε βιοτεχνικό, εμπορικό και μορφωτικό κέντρο της Θεσσαλίας, σε τακτική επικοινωνία με την κεντρική Ευρώπη. Ότι χρημάτισε για λίγο διάστημα δάσκαλος στο γειτονικό με το Βελεστίνο χωριό Κισσός. Ότι όμως αναγκάστηκε ξαφνικά να φύγει νύχτα, να εξαφανιστεί, γιατί σκότωσε (ή πέταξε στο ποτάμι) ένα Τούρκο που του φέρθηκε άπρεπα. Ότι ανέβηκε στον Όλυμπο, στο σώμα του μπάρμπα του – του Ζήρα – κι’ έζησε με τα παλληκάρια του την κλέφτικη ζωή και μάλιστα τραγούδησε το «Θούριό» του (πριν τον γράψει!) και ότι από κει πέρασε στο Άγιον Όρος και τέλος φυγαδεύτηκε στην Πόλη, όπου αρχίζει τη μεγάλη του σταδιοδρομία.
Τί είναι αλήθεια και τί είναι παραμύθια απ’ αυτά όλα; Πρέπει να παρατηρήσουμε αμέσως, ότι αυτοί οι θρύλοι μάλλον υστερογέννητοι και πλασμένοι από το θαυμασμό στον εθνομάρτυρα, με την πρόθεση να προσθέσουν στο ηθικό του μεγαλείο, κατά βάθος φθάνουν στο αντίθετο αποτέλεσμα: Είχε ανάγκη μια ψυχή σαν του Ρήγα να υποστεί πλήγματα οικογενειακά από τον τύραννο για να μισήσει την τυραννία; Κι’ έπρεπε να σκοτώσει Τούρκο με τα χέρια του, για να φύγει από το Βελεστίνο, ένα πνεύμα ανήσυχο, σαν το δικό του, για να πάει σε κέντρα με πλατύτερους ορίζοντες και μεγαλύτερες ευκαιρίες για να εκδηλωθεί; Ο Ρήγας, άλλωστε, δε φαίνεται να είναι μοναχός του. Η μάννα του κι’ ο αδελφός του βρίσκονται κοντά του, όταν αρχίζει τη μεγάλη του σταδιοδρομία.
Όπως παρατηρεί μάλιστα, πολύ σωστά, ο βρανούσης, τέτοια περιστατικά, φόνοι τυράννων, δραπετεύσεις, περιπλανήσεις στον Όλυμπο σε κλέφτικα λημέρια, φυγαδεύσεις στον Άθω, δεν είναι περιστατικά που ξεχνιούνται: Θάπρεπε ο Ρήγας κάπου να τα υπαινιχθεί στα γραφτά του ή, τουλάχιστον, να τα έχει διηγηθεί στους φίλους του που θα μας άφηναν θετικές πληροφορίες και λεπτομέρειες. Αλλά πουθενά ούτε αυτός, ούτε οι φίλοι του δεν αναφέρουν όσα οι θρύλοι βεβαιώνουν. Απ’ αυτά όλα, ο κατατρεγμός (ίσως και ο σκοτωμός) του πατέρα του φαίνεται πιθανός. Ήταν από τους εύπορους Βελεστινλήδες, αφού μπορούσε να σπουδάζει το γιο του. Και είναι φυσικό να είχε μπει στο μάτι των Τούρκων.
Αυτό δεν θα πει, ότι ο Ρήγας δεν έζησε σ’ όλη της τη φρικτή πραγματικότητα την καταπίεση της οθωμανικής τυραννίας. Βρισκότανε στην τρυφερή ηλικία, όταν στην ψυχή τυπώνονται, μ’ ανεξάλειπτα γράμματα, οι εντυπώσεις της ζωής (δώδεκα χρονών), όταν ξέσπασε στην Ελλάδα η μεγάλη θύελλα των Ορλοφικών, όταν, μ’ άλλα λόγια, η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό κατά των Τούρκων από το μέρος της Ανατολικής Άσπρης Θάλασσας, ξεσήκωσε τους Έλληνες σ’ ανταρσία, για να τους αφήσει ύστερα στο έλεος και στο σπαθί των αντεκδικήσεων του τυράννου: «Μια ολόκληρη πενταετία – γράφει ο Βρανούσης στη μελέτη του – από τα 1769 έως τα 1774, γεμάτη πολεμικά γεγονότα, εξεγέρσεις των Ελλήνων, καταδρομές του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο και ναυμαχίες με την τούρκικη αρμάδα, μια εποχή γεμάτη από υποσχέσεις και προσδοκίες, που συγκλόνιζαν κάθε ελληνική ψυχή, καταλαβαίνουμε εύκολα ποια βαθύτατη επίδραση θα είχε στα τρυφερά όνειρα, στον ευφάνταστο νου και στην ορμητική καρδιά του ανήσυχου έφηβου της Θεσσαλίας, που τότε μόλις πρωτογνώρισε τον κόσμο και τη ζωή, τη σκλαβιά και την ελευθερία».