Ν. Σβορώνος
Οι συνέπειες της οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων της βαλκανικής χερσονήσου στον 18ο αιώνα[1].
Η Θεσσαλονίκη, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, έγινε μια από τις πρώτες (εμπορικές) σκάλες της Ανατολής. … Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι το εμπόριο των άλλων εθνών, και κυρίως το εμπόριο διά ξηράς με την Ρωσία, της Αυστριακή Αυτοκρατορία και την Γερμανία, ήταν στην Θεσσαλονίκη πολύ πιο ζωηρό από τις άλλες σκάλες της Ανατολής και ξεπερνούσε, κυρίως ύστερα από την Γαλλική Επανάσταση, το εμπόριο των Γάλλων, θα καταλάβουμε την οικονομική σημασία της Θεσσαλονίκης στο εμπόριο της Ανατολής.
Η σημασία αυτή αυξήθηκε περισσότερο στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, όταν, εξαιτίας του ηπειρωτικού αποκλεισμού, η Θεσσαλονίκη έγινε το μόνο διαμετακομιστικό κέντρο από το οποίο οι Άγγλοι ασκούσαν το εμπόριό τους με την Κεντρική Ευρώπη, την Γερμανία και τον Βορρά.
Με λίγα λόγια, η Θεσσαλονίκη, της οποίας το εμπόριο εκτεινόταν σ’ όλα τα Βαλκάνια προς Βορράν, σ’ όλη την κυρίως Ελλάδα ως την Πελοπόννησο και τα νησιά, στην Αίγυπτο, στην Συρία, στην Μ. Ασία, στην Ρωσία, στην Αυστρία, στην Ιταλία, στην Γερμανία και στην Γαλλία, μπορεί να θεωρηθεί δικαίως σαν εμπορική πρωτεύουσα όλων των Βαλκανίων. …
Διατρέχοντας τις προξενικές εκθέσεις της Θεσσαλονίκης, ύστερα από το 1792, βλέπει κανείς πως μέρα με την ημέρα το εμπόριο της Θεσσαλονίκης περνάει στα χέρια των Ελλήνων, που καταλήγουν να είναι οι μόνοι μεγαλέμποροι στην χώρα και να διενεργούν ακόμα και το εμπόριο της Μασσαλίας. Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων[2] στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι Έλληνες έμποροι που διενεργούσαν το εξωτερικό εμπόριο ανεξαρτητοποιήθηκαν από την «προστασία» των ξένων δυνάμεων και απόσπασαν μάλιστα από την Πύλη τα ίδια προνόμια, εγγυημένα με βεράτια, όπως και οι δυτικοευρωπαίοι έμποροι, και σχημάτισαν ένα είδος εμπορικού επιμελητηρίου στην Κωνσταντινούπολη, αξίζει να μελετηθεί χωριστά. Τα έγγραφα των αρχείων της Γαλλίας, ιδιαίτερα τα υπομνήματα που αφορούν στην επαναφορά του δικαιώματος των 20% πάνω στο εξωτερικό εμπόριο της Μασσαλίας, και ιδιαίτερα τα ανέκδοτα υπομνήματα του Μπωζούρ, που αφορούν στην επιθεώρησή του των γαλλικών καταστημάτων της Ανατολής ανάμεσα στα 1817 και 1818, καθώς και τα τουρκικά αρχεία που αρχίζουν έστω και σποραδικά να δημοσιεύονται μας παρέχουν πλουσιότατο υλικό. Στο τέλος του 18ουαιώνα και στις αρχές του 19ου οι Έλληνες υποκατάστησαν του Γάλλους στην Θεσσαλονίκη. Ο μεγαλύτερος εμπορικός οίκος της Θεσσαλονίκης, καθώς και ολόκληρης της Μακεδονίας, ήταν ο οίκος Καφταντζόγλου. Κατά τη διάρκεια του ηπειρωτικού αποκλεισμού οι Έλληνες διενεργούν το μεγαλύτερο μέρος του αγγλικού εμπορίου. Το 1812, ο πρόξενος της Θεσσαλονίκης Φούκαρντ γράφει σχετικά με το ελληνικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης τα ακόλουθα :
«Γενικά, τα ελληνικά σπίτια συμμετείχαν πολύ ενεργητικά στο εμπόριο των αποικιακών. Δεν αναφέρω παρά τα κυριότερα απ’ αυτά : … Οι Έλληνες έχουν πιο πολλές υποθέσεις για λογαριασμό τους, παρά με προμήθεια. Οι Έλληνες είναι οι πιο δραστήριοι παράγοντες αυτού του εμπορίου και οι μεγαλύτεροί μας εχθροί, συνδεδεμένοι με τα αγγλικά και τα γερμανικά σπίτια, που έχουν συμφέροντα στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, απωθούν και εξευτελίζουν τα βιομηχανικά μας προϊόντα. Η επίδρασή τους απ’ αυτήν την άποψη μάς είναι θανάσιμη. Πλεονέχτες και ζηλότυποι, πιο πλούσιοι από τους δικούς μας εμπόρους, τους πάιρνουν απ’ τα χέρια το εμπόριο των βαμβακιών της Ανατολής που περνάει απ’ τον δρόμο της Κοστανίτσας …».
Πολύ χαρακτηριστική είναι, ακόμα, απ’ αυτήν την άποψη η έκθεση του άλλοτε προξένου της Θεσσαλονίκης και επιθεωρητού του εμπορίου Μπωζούρ (1818).
«Οι Γάλλοι έμποροι – γράφει – δεν μπορούν πλέον να ισχυριστούν ότι διατηρούν έστω και ένα φαινομενικό συναγωνισμό με τα καινούρια σπίτια της χώρας της οποίας, κατά τη διάρκεια των πολιτικών μας αναστατώσεων, αφυπνίσαμε την οικονομική δραστηριότητα σε βάρος μας. Όλες τους οι προσπάθειες σήμερα τείνουν κυρίως στο να μας εμποδίσουν ν’ αναλάβουμε από τις απώλειές μας. Ένα από τα ελληνικά σπίτια αυτής της πόλης, ο οίκος του κυρίου Νάνου Καφταντζόγλου, κατευθύνεται ανοιχτά προς αυτόν τον σκοπό και για να τον πετύχει δεν φαίνεται να φοβάται κανενός είδους θυσία. Αυτός ο οίκος μόνος του φορτώνει και στέλνει στην Μασσαλία όλα τα γαλλικά καράβια που προορίζονται γι’ αυτό το λιμάνι. Ικανοποιημένοι από την οικονομία στα έξοδα προμήθειας και από την συνεργασία μ’ έναν οίκο τόσο επιχειρηματικό και με μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες, οι έμποροί μας και οι καπετανέοι μας εγκαταλείπουν σιγά-σιγά και συνηθίζουν να ξεχνούν τους δικούς μας εμπορευόμενους που είναι εγκατεστημένοι στον τόπο (Θεσσαλονίκη), οι οποίοι με την σειρά τους κατηγορούν το κράτος για την εγκατάλειψη και την αδυναμία, όπου μας έφεραν οι διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν στα λιμάνια μας στο ξένο εμπόριο και ξαναζητούν μ’ όλη τους την δύναμη τα παλιά προστατευτικά μέτρα σαν πηγή της περασμένης τους ευημερίας και σαν τελευταία ελπίδα στο σημερινό ναυάγιο».
Ύστερα από την Γαλλική Επανάσταση, … μπορούμε να ισχυριστούμε σχεδόν με βεβαιότητα ότι οι Έλληνες είχαν στα χέρια τους περισσότερα από τα τρία τέταρτα του εμπορίου της Ανατολής. Δηλαδή, από εννέα εκατομμύρια πιάστρα, που ισοδυναμούν με δύο εκατομμύρια τσεκίνια βενετικά περίπου, που αντιπροσωπεύουν σ’ αυτήν την εποχή το εμπόριο της Θεσσαλονίκης, τα έξι εκατομμύρια πιάστρα περίπου ανήκουν στους Έλληνες. Το κέρδος απ’ αυτό το εμπόριο μπορεί να υπολογιστεί απάνω κάτω σε περισσότερο από δέκα εκατομμύρια πιάστρα, δηλαδή, δέκα εκατομμύρια γαλλικά φράγκα της εποχής που ισοδυναμούν με είκοσι πέντε εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα (1913).
Οι συνέπειες αυτής της προόδου των Ελλήνων υπήρξαν αποφασιστικές για τους βαλκανικούς λαούς, … Οι ελληνικοί πληθυσμοί από αιώνες ήταν διασκορπισμένοι σε συνοικισμούς λιγότερο ή περισσότερο πολυάριθμους, έξω από τα σύνορα του σημερινού ελληνικού κράτους, σ’ όλη την Βαλκανική Χερσόνησο. Ενισχυμένοι από τις καινούριες εμπορικές παροικίες που δημιούργησε η επέκταση του εμπορίου στην Ουγγαρία, στην νότια Ρωσία και ιδιαίτερα στην Μολδαβία και την Βλαχία, έδιναν στο ελληνικό έθνος την όψη ενός λαού εγκατεστημένου ανάμεσα σ’ άλλους λαούς. Μια σειρά σχεδόν συνεχής από νησίδες ελληνικές περιτριγυρισμένες από αυτόχθονες πληθυσμούς ξεκινούσε από την Μακεδονία, την Θράκη, την Ήπειρο και επεκτεινόταν ως το Δούναβη, στην Ουγγαρία και στις βαλκανικές όχθες της Μαύρης Θάλασσας. Αυτοί οι Έλληνες, εγκατεστημένοι στις πόλεις, εμπορικά κέντρα, αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο την αστική τάξη των Βαλκανίων. Έχοντας στα χέρια τους το εσωτερικό εμπόριο όλων αυτών των χωρών παρέσυραν στην οικονομική τους ανάπτυξη τους βαλκανικούς λαούς και συνετέλεσαν στον σχηματισμό μιας αυτόχθονης εμπορικής τάξης, που στην αρχή εξαρτιόταν απ’ τους Έλληνες, αλλά που σιγά-σιγά έγινε ανεξάρτητη και παρουσιάστηκε σαν φορέας μιας ολοένα και περισσότερο καθαρής εθνικής συνείδησης. Η συνείδηση αυτή, με τη σειρά της ενίσχυε κι έκανε συνειδητές τις προσπάθειες που έκαναν αυτοί οι λαοί για ν’ αποσείσουν τον οθωμανικό ζυγό, ενώ πριν, όπως συνέβη και με τους ίδιους τους Έλληνες, οι προσπάθειες αυτές προκαλούνταν απ’ τις ξένες επεμβάσεις. Μ’ άλλα λόγια, οι Έλληνες έπαιξαν στις βαλκανικές χώρες τον ίδιο ρόλο που οι δυτικοευρωπαίοι έμποροι, οι εγκατεστημένοι στην οθωμανική Αυτοκρατορία, είχαν παίξει γι’ αυτούς τους ίδιους : εκπαιδευμένοι από τους «Φράγκους», εκπαίδευσαν με την σειρά τους τούς βαλκανικούς λαούς, επωφελούμενοι από τα πλούτη των χωρών αυτών. Κατά συνέπεια, είναι φυσικό το ότι η οικονομική ανάπτυξη της Βουλγαρίας λ.χ., άρχισε απ’ τη Φιλιππούπολη, πόλη κατοικημένη αυτήν την εποχή σε μεγάλη πλειονότητα από Έλληνες, το ότι η Μοσχόπολη, το μοναστήρι, πόλεις το ίδιο ελληνικές ή εξελληνισμένες στην μεγάλη τους πλειονότητα, το Δυρράχιο, το Σπαλάτο, το Σεράγεβο, η Ραγούζα, πόλεις γιουγκοσλαβικές ή αλβανικές όπου κατοικούσαν πολλοί Έλληνες έμποροι, υπήρξαν τα πρώτα οικονομικά κέντρα των περιοχών αυτών.
Οι οικονομικοί δεσμοί που οι Έλληνες δημιούργησαν με τους λαούς της Ευρώπης είχαν σαν συνέπεια γόνιμες πνευματικές ανταλλαγές. Οι καινούριες ιδέες έβρισκαν στην Ελλάδα και διά μέσου των Ελλήνων στα Βαλκάνια, που είχαν ήδη αποκτήσει μια οικονομία σχετικά αναπτυγμένη, μια καινούρια βάση κι ένα κλίμα ευνοϊκό. … οι ιδέες αυτές, βγαλμένες απ’ τον πολιτισμός της κλασικής Ελλάδας, έβρισκαν στην παράδοση του ελληνικού λαού τον καταλύτη που διευκόλυνε την αφομοίωσή τους. Έτσι οι Έλληνες, στοιχείο διαβαλκανικό, έγιναν οι ενδιάμεσοι του εξευρωπαϊσμού των βαλκανικών λαών …
Οι Έλληνες ασκώντας το διαβαλκανικό τους εμπόριο, με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη, δημιούργησαν την οικονομική ενότητα των Βαλκανίων. Αυτή η οικονομική ενότητα, που την διευκόλυνε και την ενίσχυε συγχρόνως ο βυζαντινός πολιτισμός, που η Ορθόδοξη εκκλησία είχε διατηρήσει και διασώσει, ανάπτυξε, παράλληλα με την εθνική συνείδηση, μια κοινή συνείδηση που μπορεί να ονομαστεί βαλκανική.
_________________________
[1] Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος – 20ος αιώνας), εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1991.
[2] Μόνο οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι, αλλά οι τελευταίοι αυτοί μόνο στην Μ. Ασία, μπόρεσαν να συναγωνιστούν, κατά τρόπο υπολογίσιμο, τους Έλληνες.