Οι γοργόνες[1]
Είτανε τρεις αδερφάδες. Πιπίνα τη λέγανε τη μεγάλη. Είχανε κάποτε τα ονόματά τους κ’ οι άλλες δυο. Στα νιάτα τους. Τότες που τραγουδούσανε μαζί με τ’ άλλα κορίτσια στις κούνιες και πηδούσανε τις φωτιές τα’ αγιού Γιαννιού, λυγερές σα ζαρκάδες. Η Ακιντύνα και η Βιόλα. Κατόπι, με τον καιρό, αποξεχαστήκανε τα δικά τους, και τώρα πια όλος ο κόσμος τις ήξερε και τις τρεις Πιπίνες, με της μεγάλης τ’ όνομα.
Ξεχάστηκε και το οικογενειακό τους.
Παλιός κόσμος πέρασε κ’ έσβησε. Καινούργιος ντουνιάς ανεστήθηκε και βασιλεύει. Σα δεν είναι κιόλας κανέ σερνικό να το θεμελιώσει, τ’ όνομα της φαμίλιας έτσι σβήνει μέσα στη λησμονιά. Το θυμότανε μονάχα εκεί γύρω στη γειτονιά οι γιαγιάδες, οι συνομήλικές τους. Και το ξαναλέγανε στις κοπέλες και στ’ αγγόνια, σαν το ‘φερνε η κουβέντα και λάχαινε να νιστορήσουνε καμιά φορά παλαιϊκά θυμητικά. Παλιού ουρανού χαλάσματα.
Το σόι των Γιανναράδων. Παπαδόσογο τρανό, μη βλέπεις τώρα, μ’ ένα δεσπότη μέσα στους παπούδες. Μη βλέπεις που ξεκλήρισαν κατόπι. Τα τρία κορίτσια ορφανέψανε, ξεπουλήσανε σιγά – σιγά όλο το έχει τους, ώσπου απομείνανε επί ξύλου κρεμάμενα, τρία ξερά κορμιά μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
Ο πατέρας τους τόρριξε θαμέλια ανήμερα που γεννήθηκε η μεγάλη. Η Πιπίνα, η πρωτογέννητη με τα πολλά κανάκια. Άρχισε και χτιζότανε και τελειωμό δεν είχε. Δεν είτανε δα και καμιά βια να τελειώσει. Η γιαγιά της, η μητέρα του Γιανναρά, που όλοι πια ξεχάσανε πόσο χρονώ είτανε, δόντιασε για δεύτερη φορά και πέρασε τα στερνά της μέσα στα ξαναμωράματα. Αυτή λοιπόν, μέσα στο παραμιλητό της, είπε και μια κουβέντα με νόημα, λίγες μέρες πριν πεθάνει. Σηκώθηκε πάνω στο στρώμα της ανεκούρκουδη κ’ είπε :
- Το νου σας, κόρες, σ’ αυτό το σπίτι. Το νου σας, λέγω. Το κλειδί και τα μάτια σας. Ο ξένος και τα μάτια σας. Χρυσός θάνει και καλοψουνιστής. Ο πρώτος που θα τ’ ανοίξει να ‘μπει θα ‘ναι. Η τύχη της Πιπίνας θα ‘ναι, λέγω. Της Πιπίνας της χαϊδεμένης. Της Πιπίνας της μοσχαναθρεμένης. Νύχτα θα ‘ρτει, λέγω, να χτυπήσει τον κρίκελλα. Το νου σας, κόρες, ν’ ακούσετε…
Ο λόγος δέθηκε ακατέλυτος χρησμός πάνω από τις τρεις γυναίκες. Η Πιπίνα μεγάλωνε, το σπίτι είτανε τελειωμένο, μόνο τ’ απάνω πάτωμα απόμεινε άχριστο. Επιταυτού τ’ αφήσανε. Θα το χρίζανε πια κι αυτό σα θα ‘μπαινε ο ξένος, ο χρυσοπόδης, ο νοικοκύρης κι ο καλοψουνιστής. Η τύχη της Πιπίνας της χαϊδεμένης.
Όσο είτανε κοπελίτσα πολλοί τη γύρεψαν. Είχανε και το δικό τους, βλέπεις, σαν πέθαναν οι γέροι. Όμως η Πιπίνα διάλεγε, διάλεγε, κ’ οι άλλες δεν παραπονιόντανε που το πράγμα τραβούσε σε μάκρος. Και μέσα στο σπίτι δεν πάτησε πόδι σερνικό. Κάθε μπόδιο σε καλό. Δε θέλανε κιόλας να ξεπέσουνε το σόι των Χατζή – Γιανναράδων σε παρακατινό κανέναν. Κ’ η παντρειά της χαϊδεμένης θα έιχε να κάνει ύστερα και για την αποκατάσταση των άλλω δύο. Έτσι περνούσανε τα χρόνια και διαβαίνανε. Ερχόταν η άνοιξη κι ανθίζανε τα κλαδιά της ακακίας έξω στην αυλή. Ερχόταν ο χειμώνας και μαδούσανε. Κ’ η Πιπίνα όλο ν’ απαντέχει τον ξένο κάθε βράδυ. Μια νύχτα δεν είταν που θαρχότανε ; Αμ’ πώς θα γενότανε ; Πώς θα γενότανε ; Ψυχή μου, θ’ ακουγότανε τα στέρεα πατήματά του στ’ αδειανό σοκάκι, που φέγγει το φανάρι της δημαρχίας. Θα ‘ρχότανε να χτυπήσει τον κρίκελλα, της πόρτας το χτυπητήρι. Να στρίψει κείνη από μέσα το κλειδί, να βάλει κείνος το δεξί του το πόδι, το χρυσό του το πόδι μέσα στο σπίτι, αφέντης και νοικοκύρης. Να την πάρει βασίλισσά του και σκλάβα του, να παιδώσει μαζί του, να γιομίσουν οι σκάλες κ’ αγκαλιές μωρά με χρυσά μαλλιά, με σγουρά μαλλιά.
Αμ’ πώς θά ‘τανε, μαθές, ο ξένος ; Ψηλός θάτανε, ψυχή μου, λιγνός θα ‘τανε, μαυρομούστακος και καμαροφρύδης. Λεβέντης και γλυκομάτης θα ‘τανε, μέλι θα ‘ σταζε τ’ αχειλάκι του κ’ ένα κομμάτι μάλαμα η καρδιά του.
Κι όλο αφουγκραζότανε τις νύχτες από το κρεβάτι της, εκεί κοντά στο παράθυρο της αυλής. Άνοιγε τα μάτια κ’ έβλεπε άξω, ψηλά, τον κεντημένο ουρανό με τ’ άστρα του, να της γνέφουν ανάμεσα από τ’ άσπρο σύννεφο της ανθισμένης ακακίας. Περνούσαν απ’ έξω οι διαβάτες ανάρια – ανάρια. Άλλοι βιαστικοί, άλλοι με το τέμπο τους. Λογής – λογής πατήματα. Άλλα χορευτικά και άλλα κουρασμένα. Βιαστικά, συλλογισμένα, ανήμπορα ή χαρούμενα, που τρέχανε να προφτάσουν το ξεφάντωμα. Κοντεύανε, προσπερνούσανε την πόρτα, και πάλι αλαργέβανε σιγά – σιγά και σβηούντανε στα μάκρη του σοκακιού. Η μυρουδιά από την ακακία γιόμιζε την ανοιξιάτική νύχτα, γιόμιζε και το σπίτι, παχιά και μεθυστικά. Γλυκιά μυρουδιά, που την ένιωθε ως και στη γλώσσα κι αναστέναζε. Ύστερα μαδούσανε τα λουλούδια της ακακίας, χειμώνας ερχότανε, χιόνια γιόμιζε το σοκάκι. Και πάλι τα πατήμετα όλο κι ακουγόντανε στα κούφια. Όλο και προσπερνούσανε, και κείνη όλο κι αφουγκραζότανε, ν’ ακούσει τα βήματα που θα κοντοσταθούνε στην πόρτα της, που θα σταματήσουνε στην πόρτα της, ν’ ακούσει τον κρίκελλα να βροντήξει, ν’ αντιβουΐξει η αυλή, ν’ αντιβουΐξει κι η καρδούλα της, να πεταχτεί να φωνάξει «τώρα !», να κατέβει τέσσερα – τέσσερα τα σκαλιά ν’ ανοίξει. Αφουγκραζότανε με γλυκιά τρομάρα.
Ήρθε μια τέτοια νύχτα. Τρομαχτική και άγρια. Ήρθε ν’ ανοίξει την πόρτα του σπιτιού των τριών κοριτσιών, που δε δρασκέλισε σερνικό πόδι το κατώφλι της. Ήρθε να κλείσει για πάντα την πόρτα της προφητείας. Είτανε μια νύχτα που ξεμπαρκάρανε απ’ αντίκρυ, λεφούσι άγριο, οι διωχμένοι πρόσφυγες. Λεροί, ψωριάριδες, ματωμένοι. Κάτι γυναίκες κοκκαλιάρες, με μεγάλα μάτια, άγρια, γεμάτα από την κόλαση της σφαγής και του βιασμού. Μέσα στη νύχτα χτύπησε η πόρτα, βρόντηξε ο κρίκελλας της προφητείας. Το χτυπητήρι βάρεσε πάνω σε τρεις καρδιές. Ανοίξανε. Ένας άνθρωπος από τη Νομαρχία είτανε. Ένας χωροφύλακας μαζί του. Ανοίξανε με το ζόρι το σπίτι του χρησμού. Στυλώσανε διάπλατα τα φύλλα της πόρτας, και πλάνταξαν πάνω στο ντουβάρι. Σπρώξανε μέσα ένα πλήθος αγριεμένους ανθρώπους. Γιόμισε το κάτω πάτωμα. Τους είχανε μέσα έξη μήνες ολάκερους. Έξη τυραγνισμένους μήνες.
Κατόπι αράδα πλακώσανε τα δύσεχτα χρόνια. Όλοι οι δικοί κ’ οι συγγενείς που κρατούσανε με τόκο τα μετρητά των αδρφάδων – λίρες χρυσές είτανε – τα ξεπλερώσανε με μια χούφτα χαρτιά. Πετάξανε κι αυτά ένα-ένα – χαρτιά είτανε και τα πήρε ο άνεμος – και καταπόδι πλάκωσε η φτώχεια. Η μαύρη φτώχεια και τα κακά γεράματα.
Οι τρεις αδερφές αποζαρώσανε γεροντοκόρες. Γερνούσανε και δεν το καταλαβαίνανε. Το σπίτι έμενε ακόμα ατελείωτο, άχριστο τ’ απάνω πάτωμα, όπως όταν ανεβοκαταιβένανε τις σκάλες λαφροπόδαρες κοπελούδες, όπως όταν κρεμάζανε την κούνια στην ακακία της αυλής, και τα σκοινιά μαδούσανε πάνω στα μαλλιά τους τ’ ασπρα λουλούδια. Τα χρόνια ας περίμεναν αραδιασμένα απ’ έξω από την οξώπορτα τη μανταλωμένη. Δεν του ανοίγανε του Καιρού. Μόνο η φτώχεια έδωσε μια κλωτσιά, άνοιξε και πέρασε μέσα. Η πείνα πέτρες κατελεί και κάστρα παραδίνει. Τα πουλούσανε σιγά – σιγά, ένα – ένα, όλα τα παλιά, όλα τ’ αγαπημένα πράγματα. Τα μαλαματικά, τ’ ασημένια κουταλάκια, τα ζάρφια, τους ασημένιους χοκάδες του γλυκού, τα γιουσουρένια κομπολόγια, τ’ αγιοταφίτικο καντήλι, όλα τα συντέφια. Σήμερα τούτο, αύριο κείνο. Τα πιο ακριβά, τα πιο αγαπημένα πίσω – πίσω. Και δεν βαρυγνωμούσε καμιά πάνω στην άλλη. Κάλλιο έτσι, παρά να ξεπέσει του Χατζη – Γιανναρά το σόι σε παρακατιανά χέρια. Μοιραστήκανε τη ζωή, τη φτώχεια τους, σε τρία αδερφικά ψυχομέρια.
Συναμεταξύ τους κραζόντανε μ’ ένα δικό τους τρόπο. Λέγανε «η Πιπίνα μας» σα μιλούσανε για τη μεγάλη. Σα θέλανε να πούνε για τη δεύτερη λέγανε «η άλλη». Και για την Τρίτη λέγανε «η μικρή». Όπως όταν είταν κοπελίτσες. Λέγανε : Πού βγήκε η μικρή ; Απάνου είναι η μικρή ; Και μιλούσανε για τη γρηά Βιόλα, που είτανε πια εξηνταπέντε χρονώ.
Στη γειτονιά δεν τις αγαπούσε κανένας, κι αυτές ποτές δεν το προσέξανε μέσα στην ψωροπερηφάνια τους. Δεν άλλαζαν κιόλας κουβέντα με κανέναν. Με ποιόν να μιλήσουνε και τί να πούνε ! Άλλος κόσμος, άλλα λόγια, άλλα νοήματα. Κι ο κόσμος τις έλεγε και τις τρεις με τ’ όνομά της μεγάλης. «Οι Πιπίνες». Όχι μονάχα γιατί τα ονόματά τους τ’ αχρείαστα αποξεχάστηκαν στη θύμηση των ανθρώπων, μακι ακόμα για ένα λόγο.
Σαν ξεπούλησα όλα τους τα προικιά και τα πατρογονικά χρυσαφικά, κράτησαν μόνο τρία χοντρά συναξάρια της Βενετιάς – ο Μέγας Συναξαριστής – και μια φορεσιά ολομέταξη, μενεξελιά. Καλό, ακατέλυτο ρούχι της μάνας τους, που την έφερε από την Προύσσα ο πατέρας, τον καλό καιρό. Αυτή τη ντυσιά, μαζί μ’ ένα καπελλάκι γυαλιστερό, μαύρο, μ’ ένα κοκκαλένιο λουλούδι μπροστά, κ’ ένα ζευγάρι παπούτσια λουστρίνια. Τα φυλάξανε για γιορτιάτικα. Τά ‘βαζαν με την αράδα και βγαίνανε τις καλές μέρες. Τα φορούσαν η κάθε μια τους με τη σειρά, την ΚεΚριακή και τη σκόλη, σαν πηγαίνενε στο σπερνό ή να λειτουργηθούνε. Κείνη που πήγαινε, έφερνε και στις άλλες τ’ αντίδωρο, δεμένο στην άκρη του μαντηλιού. Και κείνες περιμένανε χωρίς να βάλουνε μπουκιά στο στόμα. Πέρνανε τ’ αντίδωρο, το σταυρώνανε, το τρώγανε, κ’ ύστερα πίνανε όλες μαζί τον καφέ, δολωμένον με πολύ κριθάρι.
[1] Από « Το Πράσινο Βιβλίο» του Στράτη Μυριβήλη.