Η στάχτη των προεστών[1]
Την ώρα που οι ατμοί του καζανιού, πούβραζε κρυφά καλά σκαπασμένο, ξέσπαζαν και χτυπούσαν τα ρουθούνια των Τούρκων, μπήκε, άξαφνα, καβάλα, γαλήνιος και γελαστός, συντροφεμένος κι από άλλους προεστούς των χωριών, στην τρίπολη ο Θεόδωρος Δεληγιάννης, γνωστός κι ονομαστός σε Τούρκους και Έλληνες. Επιδειχτικά ξεκαβαλίκεψε μπροστά στην πόρτα του σαραγιού για να τον δει ο πασάς, οι άνθρωποί του κι όλος ο κόσμος. Αμέσως γίνηκε τούμπανο στην πολιτεία :
- Ο Δεληγιάννης ήρθε,
Στους Τούρκους έκανε μεγάλη εντύπωση. Αν ήταν αλήθεια – έλεγαν μεταξύ τους οι μπέηδες κι οι αγάδες – πως οι ραγιάδες ετοιμάζονται για «ντούσκο» - αποστασία – δεν θα τόξαιραν οι Δεληγιαναίοι, αρχοντική και δυνατή φαμίλια ; Και τότε πώς θάχε το κουράγιο νάρθει, απ’ την Καρύταινα στην Τρίπολη ο Θεόδωρος Δεληγιάννης, χωρίς κανένας να τον προσκαλέσει ;
Κι αλήθεια, δεν είχε πάρει «ντιβάν ντεσκερέ», διαταγή επίσημη, να ρθει. Οι Τούρκοι δεν ήξαιραν πως τον Θόδωρο Δεληγιάννη τον είχε φωνάξει στην τρίπολη ο Οικονόμος Παπαλέξης, με ειδικό ταχυδρόμο, παραγγέλοντάς του, για να τον κάμει να βιαστεί, πως «αν δεν πήγαινε, οι Τούρκοι θάστελναν «μπουμπασίρη κιουλλιεγιετλίδικο» - υπάλληλο μεγάλο του βαλή – κι ας φανταστεί ποια θα είναι τ’ αποτελέσματα». Ο Παπαλέξης αυτός, από την Αμπελιώνα, χωριό του Φαναριού, φτωχός κι αγράμματος, ψυχωμένος όμως και μυαλωμένος, προστατεύτηκε, όταν ήταν νέος, από το γέρο Τζανέτο, άρχοντα της επαρχίας του. Αυτός τον είχε προτείνει στον Χριστιανουπόλεως για παπά. Εκείνος όμως αρνήθηκε :
- Είναι αγράμματος.
- Μωρέ φτιάχτε με σεις παπά, είχε πει τότε ο διαβολάνθρωπος, και μαθαίνω στη στιγμή όσα γράμματα ξαίρουν κι οι άλλοι παπάδες.
Και τόσο είχε προκόψει, που γίνηκε γρήγορα και προεστός και «βεκίλης», επίτροπος του Μοριά στην Πόλη, και ξεχώρισε μέσα σ’ όλους για φρόνημα και καπατσοσύνη. Φώναζε τώρα το Δεληγιάννη στην Τρίπολη για να ησυχάσει τους Τούρκους. Και για την ώρα πέτυχε. Οι Τούρκοι άρχισαν νάχουν αμφιβολίες αν υπάρχει γενικό κίνημα και να πιστεύουν πως ο Κολοκοτρώνης είχε βγει στη Μάνη για «κλεφτοδουλειές»[2], πως όλες οι κινήσεις κι όλες οι διαδόσεις μπορεί νάταν προμήνυμα πως θ’ άρχιζε δράση της κλεφτουριάς, στα βουνά, σαν άλλες φορές, μα όχι επανάσταση των ραγιάδων.
Ο Δεληγιάννης ανέβηκε στο σαράϊ. Ο Χουρσίτ έλειπε στα Γιάννενα, πολεμούσε τον Αλή πασά. Στον μεγάλον οντά βρήκε τον καϊμακάμη, πούχε αφήσει στο ποδάρι του, τον Μεχμέτ Σαλήχ και πολλούς από τους αγάδες του τόπου. Προσκύνησε, σταύρωσε τα χέρια :
- Τί είν’ αυτά που γίνονται κι ακούμε, ορέ Δεληγιάννη ; ρώτησε ο καϊμακάμης.
- Η ενδοξότης σου, είπε ήσυχα ο προεστός, δεν καταλαβαίνει πως είναι όλα του Αλή πασά ; Απ’ αυτόνε βγαίνουν : Γυρεύει να ρίξει τ’ ασκέρι της βασιλείας στο Μοριά, για ν’ αλαφρώσει ο ίδιος. Ο ραγιάς όμως είναι ήσυχος. Δεν τρελάθηκε να χαλάσει τον τόπο.
Άφησαν τον Δεληγιάννη να πάει στο σπίτι του. Για να βεβαιωθούνε όμως κάπως καλύτερα, δοκίμασαν το μητροπολίτη της Τρίπολης Δανιήλ. Τον πρόσταξαν να πάει να κηρύξει, σ’ όλη την επαρχία, την ησυχία στους ραγιάδες. Κι από κοντά τούστειλαν ένα μπουλούμπαση, με την πρόφαση πως θα εισπράξει τάχα φόρους, πραγματικά όμως για κατάσκοπο. Κι άρχισε τότε κωμωδία : Την ημέρα ο Δανιήλ ευαγγελιζότανε την υποταγή στον σουλτάνο και την νύχτα, στους διαλεχτούς που μάζευε κρυφά, την επανάσταση. Με τους Τούρκους όμως, αυτόν τον καιρό, ήτανε μια ζέστη και μια κρύα, ως που ν’ ανάψει τέλος το τουφέκι. Ησύχαζαν για μια στιγμή, ύστερα όμως μάθαιναν κάτι καινούργιο και ξαναγύριζαν στις πρώτες υποψίες.
[1] Σπύρου Μελά, «Ο Γέρος του Μοριά», εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1957
[2] Ο Κολοκοτρώνης βγήκε στην Σκαρδαμούλα της Μάνης, στις 6 του Γενάρη 1821. Έβαλε μπροστά δύο σκοπούς. Να φιλιώσει τους δυνατούς Μανιάτες. Και να δώσει το σύνθημα της ετοιμασίας, σ’ όλες της επαρχίες του Μοριά. Σ’ όλους έλεγε : «Παλικάρια όσα μπορείτε, άρματα, μπαρούτι, βόλια. Εικοσιπέντε του Μάρτη, γενικός ξεσηκωμός. Ούτε στιγμή αναβολή. Με κανένα λόγο, με καμιά πρόφαση…».