Όλους αξίους θανάτου[1]
Η Πύλη είχε προ τινος καιρού ατελείς και συγκεχυμένας ιδέας περί της Εταιρίας, αλλά τα συλληφθέντα γράμματα του Υψηλάντου, κομισταί των οποίων ήσαν ο Ύπατρος και ο Αριστείδης, δεν αφήκαν πλέον αμφιβολίαν περί της υπάρξεως και του σκοπού της Εταιρίας και περί της όσον ούπω ενάρξεως του επαναστατικού κινήματος. Αλλά τόση ήτον η απάθεια αυτής, ώστε, αν και τα περί ων ο λόγος γράμματα επιάσθησαν περί τας αρχάς του Ιανουαρίου του 1821, δεν έδωκε σημεία της συνήθους κατά τας τοιαύτας περιστάσεις θηριώδους πολιτικής της ειμή αρχομένου του Μαρτίου. Αλλ’ ό,τι, ως φαίνεται, την κατετάραξε και την ηρέθισεν υπέρμετρα ήτον η ανακάλυψις του σχεδίου των Φιλικών εις καταστροφήν της ιδίας Κωνσταντινουπόλεως. Εξ αιτίας δε αυτής της ανακαλύψεως εδώθη προσταγή να φύγωσιν εκείθεν όσοι των Ελλήνων δεν ήσαν κάτοικοι. Έγειναν δε και κατ’ οίκους έρευναι εις εύρεσιν κρυπτομένων, ως υπώπτευεν η Αρχή, όπλων και πολεμεφοδίων, και παρετηρήθησαν και διάφορα μέρη της πόλεως όπου εψιθυρίζετο, ότι υπεσκάφθησαν υπόνομοι και άνθρωποι εκάθηντο και όπλα απεταμιεύθησαν εις χρήσιν, δοθέντος του σημείου. Τόσος φόβος και τρόμος κατέλαβε την Πύλην και εντεύθεν φαίνεται ότι προήλθε κυρίως η άπληστος αιμάτων παραφροσύνη της. Το πρωΐ της 1 Μαρτίου έφθασεν εκ’ Μολδαυΐας έκτακτος ταχυδρόμος προς τον εν Κωνσταντινουπόλει Ρωσσικόν πρέσβυν, όστις εκοινοποίησε τη Πύλη αυθημερόν τα κατά την Ηγεμονείαν εκείνην συμβάντα της 22 Φεβρουαρίου. Την δε εσπέραν της αυτής ημέρας τη εδόθη διά των τακτικών ταχυδρόμων η αυτή είδησις και κατ’ ευθείαν. Την επαύριον έφυγαν κρυφίως συν γυναιξί και τέκνοις εις Οδησσόν οι επίτροποι του αυθέντου της Μολδαυΐας ο Νικόλαος Σούτσος αδελφός του, ο Ιωάννης Σχινάς εξ αδελφής γαμβρός του και τινες άλλοι. Την 3 Μαρτίου ο μέγας διερμηνεύς Κωστάκης Μουρούζης ανεγνώσεν εν τω οικουμενικώ Πατριαρχείω φιρμάνι διαλαμβάνον, ότι η υψηλή Πύλη μαθούσα την κατά την Μολδαυΐαν στάσιν τινών απονενοημένων λυπείται την τύχην των, και προτρέπει την μεγάλην Εκκλησίαν να συμβουλεύση τους υπό την ποιμαντορίαν της πιστούς υπηκόους της κραταιάς βασιλείας, να μην αποπλανηθώσι και πέσωσι εις την δικαίαν και αδυσώπητον αγανάκτησιν και αυτής και των πιστών Οθωμανών. Κατά την βασιλικήν ταύτην διαταγήν εξέδωκεν η μεγάλη Εκκλησία εγκυκλίους καταρωμένη και αφορίζουσα τον Υψηλάντην και τον Σούτσον ονομαστί, και παραινούσα πατρικώς τους λοιπούς Χριστιανούς, όπως οι μέν πιστοί εμμείνωσι και του λοιπού εις την προς τον Σουλτάνον πίστιν των, οι δε αποπλανηθέντες επανέλθωσιν εις την προτέραν υποταγήν των. Απέλυσε δε και τους Φιλικούς του προς την Εταιρίαν όρκου των ως ασεβούς και ολεθρίου. Τα κεραυνοφόρα δε ταύτα έγγραφα υπεγράφησαν εις πλειοτέραν φρίκην επί της αγίας τραπέζης και εστάλησαν δι’ εξάρχων εις τας επαρχίας. Και εν μεν ταις Ηγεμονείαις έφεραν αποτέλεσμα, αλλ’ όχι και εν τη Ελλάδι. Τοιαύτα έγγραφα εκίνησαν άλλοτε τους ευλαβείς λαούς της Ελλάδος κατά των κλεπτών, αλλ’ οι καιροί δεν ήσαν οι αυτοί, και ο σημερινός αγών ήτον υψηλής φύσεως. Διά τούτο ούτε αι εκκλησιαστικαί αύται παραινέσεις ησύχασαν ως άλλοτε τους Έλληνας, ούτε αι απειλαί τους ετάραξαν, ούτε οι αφορισμοί και αι κατάραι τους αφώπλισαν. Τινές δε των Φαναριωτών βλέποντες την διαγωγήν της Πύλης προείδαν τί τοις έμελλε και ήρχισαν να φεύγωσι. Την 5 Μαρτίου έφυγεν ο πρώην αυθέντης Αλέξανδρος Χαντσερής μετά των υιών του και της λοιπής οικογενείας του και κατέφυγεν εις Οδησσόν. Την 6 έφυγαν και κατέφυγαν εις τον ίδιον τόπον πανοικί ο Γεώργιος υιός του πρώην αυθέντου Ιωάννου Καρατσά, ο έμπορος Γεώργιος Χρηστόπουλος και τινες άλλοι συγγενείς του. Την 8 ανεγνώσθη μυστικόν φιρμάνι καθ’ όλα τα ζαμία της Κωνσταντινουπόλεως δι’ ου παρηγγέλοντο όλοι οι πιστοί να ήναι διά παντός άγρυπνοι και έτοιμοι προς αντίκρουσιν των εν τοις κόλποις του κράτους εμφολευόντων εχθρών, και οι μη έχοντες όπλα ν’ αγοράσωσι πωλούντες και αυτά τα σκεπάσματά των, διότι ο κίνδυνος ήτο περί των όλων. Την 9 διετάχθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης διά φιρμανίου να στείλη εις την Πύλην τινάς των εγκρίτων αρχιερέων χωρίς ποσώς να αιτιολογηθή η διαταγή αύτη, εστάλησαν δε ο Εφέσου Διονύσιος, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Νικομηδείας Αθανάσιος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Ανδριανουπόλεως Δωρόθεος ο και Πρώϊος και ο Αγχιάλου Ευγένιος. Παρασταθέντες οι αρχιερείς ούτοι ενώπιον του ρεήζ-εφέντη απεστάλησαν εις Οθωμανικήν τινα οικίαν υπό πολιτικήν φύλαξιν έχοντες μεν τας αναπαύσεις των, αλλ’ όχι και την άδειαν να βλέπωσιν άλλους ειμή τους διακόνους των ως υπηρέτας των. Συγχρόνως η εξουσία έφερε εντός της βασιλευούσης και πλήθος Ασιανών στρατιωτών, και την 14 διέταξε να οπλισθώσι και όλοι οι Οθωμανοί της Κωνσταντινουπόλεως. Αφ’ ου δε έστησε παντού φυλακάς, εκίνησεν αμέσως χείρα βαρείαν και μιαιφόνον καθ’ όλων των σημαντικών Ελλήνων ανεξετάστως και ακρίτως. Αι οικίαι και οι γυναικωνίται των έκτοτε επατήθησαν, αι φυλακαί εγέμισαν εν τω άμα υπόπτων, αιμοχαρείς Ασιανοί σείοντες γυμνάς τας ρομφαίας των και φρυάττοντες περιέτρεχαν πληθηδόν τας οδούς και τας αγοράς θύοντες και απολύοντες όσους του κοινού λαού απήντων άνευ αδείας της κυβερνήσεώς των, αλλ’ άνευ και κωλύματος. Η πολιτική δε λύσσα συνώμοσε μετά του θρησκευτικού φανατισμού εναντίον των αποστατών και των απίστων. Άνευ αποδείξεων ή ενδείξεων αλλ’ επί απλή υποψία είλκυαν κατά διαταγήν της εξουσίας τους γνωστούς Χριστιανούς εις σφαγήν και εις την αγχόνην, άλλους έσφαζαν επί των οδών, άλλους εκρέμων έξωθεν των παραθύρων των ιδίων οικιών των και έμπροσθεν των συγγενών των, άλλους παρέδιδαν εις τα βασανιστήρια, εκκλησίας εμίαιναν και εγύμνοναν, οικίας κατεδάφιζαν, περιουσίας εδήμευαν, γυναίκας και κοράσια ήρπαζαν, πλοία υπό Ευρωπαϊκήν σημαίαν επεσκέπτοντο, και τους εις αυτά καταφυγόντας Έλληνας έσυραν εις την ξηράν υπό τους οφθαλμούς των πρέσβεων. Εν’ ενί λόγω ο Σουλτάνος εθεώρησε τους σημαντικούς Έλληνας, κληρικούς και κοσμικούς, όλους συνωμότας, και όλους αξίους θανάτου.
__________________________
[1] Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1996