Τα δύο ελληνικά κράτη*
Στις 17 Αυγούστου 1916 ξέσπασε στη Μακεδονία, όπου ήδη είχαν αποβιβασθεί αγγλο-γαλλικά στρατεύματα, το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, που αποτελέστηκε από φιλοβενιζελικούς πολιτικούς παράγοντες και αξιωματικούς. Χάρη στην υποστήριξη των συμμαχικών δυνάμεων, το κίνημα επικράτησε, για να σχηματιστεί, τον Οκτώβριο του 1916, επαναστατική προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη[1], υπό τους Βενιζέλο, Κουντουριώτη και Δαγκλή. Πρώτη ενέργεια της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης ήταν να κηρύξει τον πόλεμο στις κεντρικές δυνάμεις (11 Νοεμβρίου 1916) και να συγκροτήσει στρατό, προκειμένου να ενισχύσει το συμμαχικό μέτωπο στα Βαλκάνια.
Το έργο της προσωρινής κυβέρνησης, που δημιούργησε στη Βόρειο Ελλάδα δεύτερο ελληνικό κράτος, δεν περιορίστηκε μόνο στα στρατιωτικά θέματα. Επεκτάθηκε στους σημαντικότερους τομείς της κρατικής δραστηριότητας, όπου ο Βενιζέλος, συνεπικουρούμενος από ένα επιτελείο εκλεκτών συνεργατών, επιχείρησε με εντυπωσιακή ριζοσπαστικότητα να προωθήσει λύσεις στα χρόνια προβλήματα. Σημειώνονται ιδίως μία σειρά μέτρων για την κατανομή των γαιών στους ακτήμονες, που έθεσαν τις βάσεις για την οριστική λύση του αγροτικού ζητήματος τα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς και η εισαγωγή της δημοτικής στη στοιχειώδη εκπαίδευση.
Μετά την επικράτηση του κινήματος της Θεσσαλονίκης, το «κράτος των Αθηνών» βρέθηκε απομονωμένο διεθνώς και εκτεθειμένο σε καθημερινές ταπεινώσεις, στις οποίες το υπέβαλλαν οι «σύμμαχοι». Οι βενιζελικοί της νοτίου Ελλάδας υπήρξαν, φυσικά, τα θύματα της βίας των βασιλικών και των επιστράτων, και μόνο στις συγκρούσεις των γνωστών «Νοεμβριανών», σημειώθηκαν 35 φόνοι, 922 φυλακίσεις, 503 περιπτώσεις λεηλασίας, 980 απελάσεις και εκτοπίσεις σε ένα κλίμα τρομοκρατίας που φαίνεται πως δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία μας. Τελικά οι δυνάμεις της Αντάντ (Συνεννόησης), επικαλούμενες την ιδιότητα των «εγγυητριών» που τους αναγνώριζαν οι συνθήκες του Λονδίνου του 1832[2] και του 1863 και που δήθεν τους επέτρεπαν να επεμβαίνουν στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας[3], προκάλεσαν την αναχώρηση – και όχι τη ρητή παραίτηση – του Κωνσταντίνου και του διαδόχου Γεωργίου από την Ελλάδα (30 Μαΐου 1917) και επέβαλαν ως βασιλιά τον δευτερότοκο γιο του Κωνσταντίνου Αλέξανδρο. Με τον σχηματισμό στην Αθήνα της τρίτης κυβέρνησης Βενιζέλου στις 13 Ιουνίου 1917 τερματίστηκε ο διχασμός του κράτους. Όμως ο εθνικός διχασμός έμελλε να συνεχιστεί και να γνωρίσει νέες δραματικές εξελίξεις.
____________________________
[1] Η συνέχεια του ελληνικού κράτους διακόπηκε δύο φορές. Την πρώτη, μεταξύ Σεπτεμβρίου 1916 και Ιουνίου 1917 οπότε συνυπήρξαν δύο ελληνικά κράτη και την δεύτερη κατά την διάρκεια της κατοχής (Απρίλιος 1941 – Οκτώβριος 1944).
[2] Όπως είναι γνωστό, η διεθνής αναγνώριση του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους έγινε μόλις το 1830, με το πρωτόκολλο της 22ας Ιανουαρίου / 3ης Φεβρουαρίου που υπέγραψαν στο Λονδίνο η Μεγάλη Βρεττανία, η Γαλλία και η Ρωσία. Αργότερα, το 1832, με νεότερη συνθήκη που υπέγραψαν στο Λονδίνο οι τρεις «προστάτιδες» δυνάμεις με την Βαυαρία στις 24 Απριλίου / 7 Μαΐου, η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως «ανεξάρτητον μοναρχικόν κράτος», «υπό την κυριαρχίαν του πρίγκηπος Όθωνος της Βαυαρίας και την εγγύησιν των τριών Αυλών», ενώ με την συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως που υπέγραψαν στις 9 / 21 Ιουλίου 1832 η Μεγάλη Βρεττανία, η Γαλλία και η Ρωσία, αφ’ ενός και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφ’ ετέρου, καθορίστηκαν τα πρώτα σύνορα του νεοελληνικού κράτους.
[3] Πολλές ήταν οι περίοδοι, όπου η ξένη επέμβαση αποτέλεσε μόνιμη και μάλιστα θεσμοθετημένη σταθερά του εθνικού μας βίου και επομένως παράγοντα που επηρέαζε την άσκηση της κρατικής εξουσίας, καθώς και τον «αυτοδύναμο» χαρακτήρα της.
* αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου "Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία", εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1981.