Περί του κράτους των Αθηνών
Το Βασίλειον της Αττικής[1] ην εξ αρχής πολυανθρωπότερον, ή αι πλησιόχωροι ισόχρονοι δυναστείαι. Ο πρώτος βασιλεύς ονομάζεται Ώγυγος, εφ’ ού έγινεν ο Ωγύγιος καλούμενος κατακλυσμός επί της Αττικής. Η αληθής όμως σύστασίς της ήρξατο από του Κέκροπος. Ούτος ορμώμενος από της εν Αιγύπτω Σαΐδος, κατήχθη μετά των εταίρων του εις την Αττικήν, όπου ο τότε βασιλεύων Ακταίος, αφ’ ού ωνομάζετο και η Αττική, Ακτή, υποδεξάμενος αυτόν, και συζεύξας αυτώ την θυγατέρα του Άγραυλον, άφησε διαδοχον του θρόνου. Ο Κέκροψ εν τοις 50 έτεσιν οπού διώκησε, μετέπλασε θείως τωόντι τας αγρίας ψυχάς των υπηκόων του, έδειξεν αυτοίς πολλά κάρπιμα δένδρα προς συντήρησίν των, διέταξε τα γαμικά καθήκοντα προς εταιρικήν ησυχίαν, συνέστησε το σεβασμιώτατον κριτήριον του Αρείου πάγου[2] , το οποίον έδειξεν εις τους Έλληνας πρωϊμώτατα την εκ της δικαιοσύνης σωτηρίαν, διώρισεν άκρως σοφώς να θάπτωσι τους νεκρούς, συνήψε τους Αθηναίους προς ασφάλειάν των εις δώδεκα δήμους, ήτοι πόλεις, και εισήγαγε την Αιγυπτιακήν θεοκρατίαν[3] . Διά ταύτα και αποθανών ετιμήθη ως θεός[4] . Τον Κέκροπα διεδέχθη ένας ιθαγενής Αθηναίος, Καρναός τούνομα, όστις καταλύεται υπό του Αμφικτύονος, του οποίου η σοφία γνωρίζεται εκ της Συνόδου, οπού συνέστησε μεταξύ των δώδεκα δυνατωτέρων εθνών της Ελλάδος, συνδέων την Ελλάδα όλην με την Αμφικτυονικήν καλουμένην σύνοδον εις εν σώμα τω όντι ακαταμάχητον. Τον αυτόν σκοπόν είχε βέβαια, όταν ήθελε να συστήση τα Παναθήναια, το οποίον όμως δεν επρόφθασεν, εκβληθείς τω δεκάτω έτει της βασιλείας υπό του Εριχθονίου. Ούτος χαλινώσας πρώτος ίππους, και ευρών την άμαξαν, έπαυσε τρόπον τινά τον άνθρωπον από το να είναι υποζύγιον, ανεκάλυψε τον γλυκύτατον καρπόν των μελισσών, και έδωκεν ιδέαν του εμπορίου εις τους υπηκόους του, τους οποίους συνήψε στενότερον δια της εορτής των παναθηναίων. Εις τον καιρόν του υιού του Πανδίονος εισήχθη εις την Αττικήν η χρήσις του οίνου και σίτου, δώρον της τον δήμον τηρούσης Γεωργίας. Και το όνομα του Τριπτολέμου[5] , όστις εκοινολόγησεν αυτό το άκρον αγαθόν, πρέπει να είναι εγκεχαραγμένον εις κάθε φιλάνθρωπον ψυχήν, ως μεγίστου ευεργέτου της ανθρωπότητος[6] .
Η αληθής όμως λαμπρότης των Αθηνών χρονολογείται από του Θησέως, δεκάτου βασιλέως της Αττικής από του Κέκροπος. Ούτος ην υιός του Αιγέως και της Αίθρας[7] . Ανατραφείς δε εν Τροιζήνι, εις την οποίαν η εύκλεια των άθλων του συγγενούς του Ηρακλέους ανηρέθισε την φιλαυτία ντε, απεφάσισε να μιμηθή αυτόν τον Ήρωα. Η κατάλυσις πολλών κακούργων, η νίκη κατά των Παλλαντιδών, οίτινες εζήτουν να κυριευσωσι τον θρόνον, η θυσία ενός αγρίου ταύρου, όστις έφθειρε τα πέριξ του Μαραθώνος, χαρακτηρίζουσι την ιδιωτικήν του ζωήν. Ιδιαιτέρως δε είλκυσε την ευνοια των Αθηναίων, ηλευθέρωσεν αυτούς από τον φόρον, οπού έδοδον κατά καιρούς εις τον Μίνωα βασιλέα της Κρήτης, του οποίου τον υιόν δολοφονήσαντες οι Αθηναίοι, κατεδικάσθησαν απ’ αυτόν, όστις πρώτος εν τη Ελλάδι εκτήσατο ναυτικόν, και υπέταξε τας Κυκλάδας νήσους, να προσφέρωσι κατ’ έτος επτά νέους, και ισαρίθμούς νέας. Ο Θησεύς κινδυνεύσας την ζωήν του, υπήγεν, εις των επτά, εις την Κρήτην, όπου θαυμασθείς διά την ανδρείαν του, και λαβών γυναίκα την Αριάδνην, θυγατέρα του Μίνωος, ηλευθέρωσε το γένος του της δουλέιας, άξιος της βασιλέιας έργω φανείς, ης και έτυχε μετά την από της Κρήτης επιστροφήν του. Ευθύς έπιετα συνήψε τους Αθηναίους εις μίαν πόλιν, και περιορίσας μόνος του την βασιλικήν αξίαν, συνέστησε το δημοκρατικόν σύστημα, και εκήρυξε τον εαυτόν του μόνομ υπερασπιστήν των νόμων, και αρχηγόν της Δημοκρατίας. Ο Θησεύς ήθελεν υπερβή βεβαίως όλους τους απ’ αιώνος βασιλείς κατά το μέγεθος της δόξης, αν δεν ετυφλούτο από μίαν άκαιρον φιλονικίαν να μιμηθή τον Ηρακλέα, αρπάσας την Ελένην ενναετή ούσα μετά Πειρίθου του ειλικρινεστάτου φίλου του, δι ού παρώξυνε τους αδελφούς της κατ’ αυτού, και προυξένησε μίαν εισβολήν εις την Αττικήν, απών αυτός προς εκτέλεσιν μικρών κατορθωμάτων, και φυλακωθείς εν Ηπείρω υπό του Αϊδωνέως, του οποίου την θυγατέρα έμελλε να αρπάση διά τον Πειρίθουν. Οι υπήκοοί του τον εμίσησαν, το οποίον βλέπων, ανεχώρησεν εις Σκύρον, όπου απέθανεν, έτη βασιλεύσας τριάκοντα. Ο δέκατος έβδομος και ύσταοτς βασιλεύς των Αθηναίων ο Κόδρος, εθυσιάσθη εκών υπέρ της σωτηρίας της πατρίδος του, ότε ήλθον οι Ηρακλείδαι εις ακμήν να κυριεύσωσι τας Αθήνας μετά την πελοπόννησον, όστις μεταμορφωθείς, κατά τον χρησμόν οπού εκήρυττε νικητάς, ώντινων ο βασιλεύς ήθελεν αποθάνη εν τη μάχη, υπό το σχήμα ενός χωριάτου, και παροργίσας ένα των στρατιωτών του εχθρού, εφονεύθη. Όπερ μαθών ο εχθρός παρά των Αθηναίων ζητούντων το λέιψανόν του διά κήρυκος, ανεχώρησεν απράκτως, έντρομος γενόμενος επί τω συμβάντι. Μετά τον θάνατον του Κόδρου, διώρισαν έπειτα οι Αθηναίοι αρχηγούς της Δημοκρατίας τους Άρχοντας, ων πρώτος ονομάζεταο Μέδων, ο υιός του Κόδρου. Το αξίωμα του Άρχοντος διωρίσθη πρώτον διά βίου, έπειτα περιωρίσθη διά δεκαετίας, και τέλος αυξανόντων των πλουσίων και αριστοκρατικών, φοβούμενος ο Δήμος μη κινδυνεύση η ελευθερία του, περιέστειλε το αξίωμα εις ένα μόνον ενιαυτόν. Ο πρώτος των ενιαύσιων Αρχόντων ονομάζεται Κρέων.
_________________________
[1] Ολιβιέρου Γολσμιθίου, «Ιστορία της Ελλάδος», μετάφραση Δ. Αλεξανδρίδης, Βιέννη Οκτώβριος 1805 _ Βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού
[2] Ο Άρειος πάγος ωνομάσθη αφ’ ενός όρους πλησίον του φρουρίου, αφιερωμένου τω Άρεϊ. Τούτο το σεβάσμιον κριτήριον συνιστάμενον από τους ευγενεστέρους, πλουσιωτέρους, και εναρετωτέρους πολίτας, ετιμάτο τόσον υπό πάντων, ώστε όλαι αι πόλεις της Ελλάδος εκρίνοντο εις τας ιδιαιτέρας διχονοίας εκουσίως υπ’ αυτού, του οποίου η γενική υπόληψις διεσώθη άχρι του Περικλέους, όστις μη δυνάμενος να γένη Αρειοπαγίτης διά το μη είναι άρχοντα, ηχρείωσε παντοίω τρόπω τούτο το κριτήριον, φθείρας την τε υπόληψιν και την δύναμιν.
[3] Μάλιστα δε την λατρείαν του Διός επονομαζομένου υψίστου, και της Αθηνάς, αφ’ ής και η πόλις ωνομάσθη.
[4] Ο Κέκροψ ωνομάσθη διφυής. Η αιτία τούτου είναι έτι άγνωστος. Οι μεν λέγουσι, διότι διώρισε τον γάμον. Άλλοι δε, διότι εγίγνωσκε δύο διαλέκτους, την πάτριον και την Ελληνικήν και άλλοι άλλως προς το δοκούν υποτιθέντες.
[5] Ο Τριπτόλεμος εδιδάχθη, καθώς λέγουσι, την Γεωργίαν από την θεάν Δήμητρα, ης και προς τιμήν διωρισθησαν τα Ελευσίνια, από της πόλεως Ελευσίνος επονομασθέντα.
[6] Μετά τον Πανδίονα βασιλεύει ο Ερεχθεύς, παρ’ ώ ευρίσκετο ο του Έλληνος υιός Ξούθος μετά των υιών του Αχαιού και Ίωνος. Μετ’ αυτόν ο Κέκροψ ο δεύτερος. Μεθ’ όν Πανδίων ο δεύτερος, και είτα ο Αιγεύς.
[7] Ο Αιγεύς προβεβηκώς ων τη ηλικία, έμεινεν άτεκνος, καίτοι δις υπανδρευθείς. Δι’ όπερ επιβουλευόμενος και καταφρονούμενος υπό των πολυαρίθμων υιών του Πάλλαντος, νεωτάτου αδελφού του, ελθών εις Δελφούς, ηρώτησε τον χρησμόν περί διαδόχου. Επειδή δε η απόκρισις ην σκοτεινή και δυσνόητος κατά το σύνηθες, προσέδραμε προς εξήγησιν εις τον Πελοπίδη Πιτθέα, βασιλέα της Τροιζήνος, όστις συνείς τον χρησμόν, συγκατέκλινε τον Αιγέα μεθύσαντα μετά της θυγατρός του Αίθρας, ήτις και ου πολύ μετά την αναχώρησιν του Αιγέως εγέννησε τον Θησέα, ο οποίος κατελθών διά της ξηράς μετά πολλούς κινδύνους και ανδραγαθίας εις Αθήνας, ολίγον έλειψε να φαρμακωθή εις εν συμπόσιον υπό της ζηλοτύπου Μηδείας αυτόσε ευρισκομένης. Αναγνωρισθείς δε παρά του πατρός του από τινα σημέια, ανεκηρύχθη διάδοχος, νικήσας έπειτα μάχη τους επιβουλεύοντας Παλλαντίδας. Ούτος συνέστησε την κοινή των Αθηναίων εορτήν Αθήναια ονομαζομένη, ύστερον δε αυτώ Παναθήναια κληθείσαν. Και έκτοτε οι Αθηναίοι ωνομάζοντο ενί και τω αυτώ ονόματι. Επειδή πρώτον εκαλούντο το διαφόρως, δηλ. από το γένος Ίωνες, από την χώραν Αττικοί, από τους βασιλείς Κραναοί, Κεκρόπιοι, Ερεχθείδαι. Αυτός σύνηψε τους δώδεκα δήμους του Κέκροπος, όθεν προήρχοντο πολλά άτοπα διά το πολυκέφαλον, εις μίαν πόλινμ και συν΄στησε τους Ισθμιακούς αγώνας. Μετ’ αυτόν παραλαβών ο Μενεσθεύς την βασιλέιαν, εστρατήγει των Αθηναίων εις τον Τρωϊκόν πόλεμον.