Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

Ποινική Δικαιοσύνη

Πονηρές οι ημέρες που διανύουμε και πολλοί αυτοί που αναμένουν να τους απαγγελθούν, από στιγμή σε στιγμή, κατηγορίες για κακουργηματικές πράξεις. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, από το βιβλίο του Τηλέμαχου Φιλιππίδη με τίτλο «Δικαστική Ψυχολογία[1]» επιχειρείται η σκιαγράφηση της ψυχολογίας του κατηγορουμένου ενώπιον των ανακριτικών και δικαστικών αρχών και καταγράφονται οι πιθανές του αντιδράσεις απέναντι στο κατηγορητήριο.

Ι.Λ.

Η ψυχολογία του κατηγορούμενου


… Η μελέτη της ψυχολογίας του κατηγορουμένου ενδιαφέρει[2] σπουδαίως την ποινική δικαιοσύνη. Κυρίως ενδιαφέρει η ψυχολογική στάσις του κατηγορουμένου έναντι της τελεσθείσης πράξεως, τόσον η ενδόμυχη όσον και η εξωτερική, ως και η συμπεριφορά αυτού ενώπιον του ανακριτού και του δικαστηρίου.

Διά να καταλήξη ο δικαστής σε ακριβή σχετικώς συμπεράσματα πρέπει να λαμβάνη πάντοτε υπ’ όψιν του τις προσωπικές του κατηγορουμένου ιδιότητες, την ηλικία, το φύλο, τον χαρακτήρα, την ιδιοσυγκρασία, το επάγγελμα και τον βαθμό μορφώσεως, τον τόπο, τον χρόνο, τα μέσα και τον τρόπο της τελέσεως της πράξεως, τέλος τις ειδικές συνθήκες τελέσεως αυτής, διότι πάντα ταύτα συνδέονται στενώς μετά των ψυχολογικών καταστάσεων του ανθρώπου και ασκούν ανάλογη επιρροή επί του καθορισμού της στάσεως αυτού.

Οφείλει δηλαδή ο δικαστής να μην κρίνη την στάσιν και τις διάφορες ψυχολογικές εκδηλώσεις του κατηγορουμένου επί τη βάσει της στάσεως, την οποίαν ο ίδιος θα ετήρει εάν ευρίσκετο στην θέσι του κατηγορουμένου ως ενίοτε συμβαίνει συνεπεία του ψυχολογικού φαινομένου της ενδοσκοπήσεως, αλλ’ επί τη βάσει εκείνου, το οποίον ο κατηγορούμενος ηδύνατο να πράξη υπό τας ειδικάς ως άνω ιδιότητας και συνθήκας.

Πέραν τούτου σχετικώς προς την ψυχολογικήν επιρροήν επί του κατηγορουμένου του γεγονότος της αθωότητος ή της ενοχής αυτού, οφείλει ο ανακριτής και ο δικαστής να έχη υπ’ όψιν του ότι και ο αθώος, ο οποίος απροόπτως προσάγεται ως κατηγορούμενος και ο οποίος διατελεί υπό την ζωηράν εντύπωσιν της αποδιδομένης αυτώ κατηγορίας και της αβεβαιότητος εν γένει της θέσεώς του, δεν επιτυγχάνει πάντοτε να εκδηλώση τας σκέψεις και την προσωπικότητά του μετά της αναμενομένης πνευματικής διαυγείας, απλότητος και φυσικότητος, αλλά ταράσσεται ισχυρώς, περιπίπτει συνεπεία της ταραχής και της διεγέρσεως εις αντιφάσεις, αδυνατεί να απαντήση μετ’ ευχερείας εις τας υποβαλλομένας αυτώ ερωτήσεις και να εξηγήση τας πράξεις του και εν γένει δεικνύει στάσιν, η οποία παρά του εστερημένου επιστημονικών ψυχολογικών γνώσεων, δύναται να θεωρηθή ως ένδειξις ενοχής.

Εκ της ψυχολογικής μελέτης των κατηγορουμένων προέκυψεν ότι οι ολιγώτερον ένοχοι είναι και οι μάλλον αδεξίως υπερασπίζοντες εαυτούς, ενώ οι καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα εγκληματίαι οι έχοντες ηθικήν αναισθησίαν και φυσικήν αναλγησίαν και αφ’ ετέρου υποστηρίζουν σθεναρώτερον τον περί αθωότητος οσχυρισμόν των.

Όσον αφορά την ενδόμυχον, την ψυχικήν στάσιν του κατηγορουμένου ένεντι της τελεσθείσης υπ’ αυτού αξιοποίνου πράξεως παρατηρούνται τα εξής :

α) Γνήσια μεταμέλεια[3] δηλαδή λύπη διά την συμπεριφοράν εκ καθαρώς ηθικών ελατηρίων, υπάρχει γενικώς οσάκις η πράξις είναι εντελώς ξένη προς την προσωπικότητα του δράστου ήτοι, εις τας περιπτώσεις της απλής παρεκτροπής ή εκτροχιάσεως. Ενταύθα υπάγονται κυρίως τα εξ αμελείας εγκλήματα ή τοιαύτα εγκλήματα, τα οποία φέρουν τον χαρακτήρα του μοναδικού και πρωτοφανούς διά την μέχρι της τελέσεως της πράξεως εν γένει διαγωγήν του δράστου, ως λ.χ. ανθρωποκτονία εκ ζηλοτυπίας και άλλα παρεμφερή παρορμητικά εγκλήματα.

β) Συνηθέστερον όμως η επιδειχθήσα μετάνοια δεν ανταποκρίνεται τόσον εις την συνείδησιν της ηθικής μειονεξίας όσον εις την επίγνωσιν των δυσμενών συνεπειών της τελεσθείσης πράξεως.

γ) Συγγενείς προς την ειλικρινή μετάνοιαν[4] είναι αι περιπτώσεις καθ’ ας ο μετανοών υποφέρει από την συναίσθησιν της απολεσθείσης υπολήψεως και της πληγείσης αξιοπρεπείας. Ούτος αποδεικνύεται ιδιαιτέρως ευγνώμων προς πάντα όστις ήθελεν επιδείξει κατανόησιν προς την δεινήν αυτού κατάστασιν.

δ) Εις τας περισσοτέρας των περιπτώσεων ο δράστης δεν μετανοεί. Είτε θεωρεί την πράξιν ως προδιαγραφείσαν υπό της ειμαρμένης[5] ή μετακυλίει την ηθικήν ευθύνην εις τρίτους ή θεωρεί την ανακάλυψίν του ως απλήν επιτυχίαν. Εις τους δράστας αυτούς η πράξις δεν εγκαταλείπει ψυχικά τραύματα, δεν εμφανίζονται αι λεγόμεναι τύψεις συνειδήσεως. Η πράξις είτε λησμονείται παθητικώς είτε απωθείται εις το υποσυνείδητον.

Εις τας περιπτώσεις ταύτας έχομεν και εσκεμμένην ή και ακουσίαν αλλοίωσιν της αναμνήσεως, συνήθως δε και προσπάθειαν μειώσεως του θύματος ή προσάψεως μομφής προς το θύμα.

Τελείως διάφορος της ενδομύχου στάσεως του εγκληματίου έναντι της υπ’ αυτού τελεσθείσης πράξεως είναι η εξωτερική συμπεριφορά του κατηγορουμένου έναντι της προσαπτομένης αυτώ κατηγορίας. Η συμπεριφορά αύτη δύναται να είναι είτε καταφατική, οπότε έχομεν την ομολογίαν του δράστου, είτε αποφατική, οπότε ευρισκόμεθα προ αρνήσεως της κατηγορίας.

Ομολογία και άρνησις είναι αι δύο δυνατότητες συμπεριφοράς του δράστου ένεντι της προσαπτομένης αυτώ κατηγορίας, δεν αποδεικνύουν όμως εάν η ομολογία ή η άρνησις οφείλονται εις την συνείδησιν της ενοχής ή της αθωότητος.

Αναλόγως προς την υπάρχουσαν ή την ελλείπουσαν συνέιδησιν περί της ενοχής και την αντίστοιχον ή αντίστροφον εξωτερικήν συμπεριφοράν του δράστου, είναι και η ομολογία αληθής ή ψευδής και η άρνησις της κατηγορίας βάσιμος ή αβάσιμος.

Έργον της δικαστικής ψυχολογίας είναι η ανευρεσίς της σχέσεως μεταξύ της συνειδήσεως και εξωτερικής συμπεριφοράς. Έργον δε της ψυχολογίας της ομολογίας είναι η διακρίβωσις του αληθούς ή του ψευδούς της γενομένης ομολογίας και η προσπάθεια επιτεύξεως αληθούς ομολογίας ως και της κατά το δυνατόν εξουδετερώσεως αβασίμου αρνήσεως.
_________________________

[1] Τηλέμαχου Γαβριήλ Φιλιππίδη, καθηγητή του Ποινικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Δικαστική Ψυχολογία», εκδόσεις α/φων Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993.
[2] Όπως και η ψυχολογία του δικαστού
[3] ή ειλικρινής μετάνοια, άρθρο 84 ΠΚ
[4] και γνήσια μεταμέλειαν
[5] «ήταν γραφτό να γίνη» ή «έτσι έπρεπε να γίνη»