Αρχαίοι τρόποι στην Κατμαντού
Οι πόλεις μιάς περίκλειστης κοιλάδας του Νεπάλ διαιωνίζουν πρότυπα ζωής όμοια μ’ εκείνα των πρώτων πολιτισμών.
Ανάμεσα στην Ινδία και το Θιβέτ υπάρχει μία στενή λωρίδα γης τριγυρισμένη από βουνά, όπου από αιώνες κατοικούν εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι το βασίλειο του Νεπάλ. Οι περισσότεροι Νεπαλέζοι ζουν σε αραιούς οικισμούς και βόσκουν κοπάδια στις απόκρημνες πλαγιές των Ιμαλαϊων ή καλλιεργούν μια γη, που ποικίλλει από τα φτωχά και πετρώδη χωράφια ως τους εύφορους κάμπους. Πάντως στην κοιλάδα της Κατμαντού του Νεπάλ συνεχίζεται ένας πολιτισμός, που στην πολυσύνθετη δομή του και στην πολύμορφη θρησκεία του θυμίζει τη Σουμερία στην αυγή της ιστορίας και την αρχαία Αίγυπτο. Τρεις πόλεις της κοιλάδας συνεχίζουν αυτόν τον πολιτισμό. Είναι η πρωτεύουσα Κατμαντού, το Πατάν και η Μπατγκαόν. Η ηλικία και των τριών, πάνω από χίλια χρόνια.
Η κοιλάδα της Κατμαντού είναι το γόνιμο κεντρικό κόσμημα μιάς αλυσίδας από κοιλάδες των κεντρικών Ιμαλαϊων, που απλώνεται προς ανατολάς και προς δυσμάς σε όλο το μήκος των 800 χιλιομέτρων του βασιλείου. Στον βορρά τα βουνά ορθώνονται και σμίγουν σ’ ένα πελώριο λευκό τείχος που περιλαμβάνει εννιά από τις 14 υψηλότερες κορυφές του κόσμου. Στο νότο το πέρασμα φράζεται από μία ζώνη απόκρημνων λόφων, δασωμένων και πνιγμένων στην τύφη, που φτάνει σε ύψος τα πέντε μέτρα και από πυκνές ζούγκλες, που οι τίγρεις τις κάνουν επικίνδυνες. Από κάθε πλευρά οι προσβάσεις στο περίκλειστο βασίλειο είναι τόσο δύσκολες και απόκρημνες ώστε επί αιώνες τα μοναδικά εμπορεύματα που έφταναν ή που έφευγαν από την Κατμαντού μεταφέρονταν στις πλάτες αχθοφόρων.
Παρά τη γεωγραφική του προστασία, το Νεπάλ συχνά κατακτήθηκε από ισχυρούς και αποφασιστικούς λαούς. Το νότιο τείχος του ήταν ίσως το πρώτο που διασπάσθηκε – από κάποιο νεγροειδή λαό, που πιστεύεται ότι πρώτος αυτός εγκαταστάθηκε στην Ινδική χερσόνησο. Ακολούθησαν μογγολικοί λαοί, μερικοί από αυτούς διωγμένοι προς βορράν από τους Ινδοαρίους που επεκτείνανε την κυριαρχία τους στη βόρειο Ινδία. Οι ίδιοι οι Ινδοάριοι έφτασαν στο Νεπάλ ανάμεσα στο 1000 και το 700π.Χ. Τον 7ο αιώνα μ.Χ. μια στρατιά εισβολέων από το Θιβέτ, ενώ κατευθυνόταν προς τις Ινδίες, κατέλυσε το Νεπάλ. Τον 14ο αιώνα έφτασε μία νέα ηγεμονική δυναστεία, οι βασιλείς Μάλλα. Και στα 1769 το καταθρυμματισμένο βασίλειο των Μάλλα κατακτήθηκε από τους πολεμικούς Γκούρκα, που και αυτούς τους είχαν διώξει από τις Ινδίες μουσουλμάνοι επιδρομείς. Απ’ όλους τους επήλυδες ο πολιτισμός της κοιλάδας της Κατμαντού δανείστηκε στοιχεία και τα προσάρμοσε. Απορρόφησε μάλλον παρά απορροφήθηκε. Οι Νεβάρ, ο λαός που κυρίως επωμίστηκε την ανάπτυξη του πολιτισμού, αναδύονται συγκεχυμένα μέσα από τους θρύλους του Νεπάλ. Δεν είναι ακριβώς γνωστό από πού ήλθαν ή πότε έφθασαν, αλλά φαίνεται πιθανόν ότι ο πολιτισμός τους είχε εγκατασταθεί στην κοιλάδα της Κατμαντού το 563π.Χ., όταν ο ιδρυτής του βουδισμού, ο Γοτάμα Βούδας, γεννήθηκε στο σημερινό νοτιοδυτικό Νεπάλ. Οι Νεβάρ επιδείξανε από πολύ νωρίς μία ασυνήθιστη ιδιοφυία σαν οργανωτές και τεχνίτες. Χαράξανε το αρδευτικό σύστημα, που απλώνει ένα πυκνό πλέγμα στα χαμηλά της κοιλάδας, και από τότε οι Νεβάρ γεωργοί εδώ καλλιεργούν το ρύζι, τη βασική και πατροπαράδοτη τροφή τους. Έκοψαν πεζούλες στις ιλιγγιώδεις βουνοπλαγιές και καλλιέργησαν αγρούς, που ποτίζονται από τις βροχές των μουσώνων. Οι ξυλογλύφοι τους έπλασαν τους θεούς του ινδουισμού και του βουδισμού. Οι αρχιτέκτονές τους σχεδίασαν ναούς για να τους στεγάσουν. Οι οικοδόμοι τους έχτισαν τους ναούς με ξύλο, πέτρα και ορείχαλκο. Χρησιμοποίησαν οπτόπλινθους στα πολυόροφα σπίτια για τις τεράστιες οικογένειες των Νεβάρ. Οι τρεις πόλεις των Νεβάρ Κατμαντού, Πατάν και Μπατγκαόν, αναπτύχθηκαν σε απόσταση μικρότερη από 12 χιλιόμετρα. Παρά τους πολέμους, τις κατοχές, τους σεισμούς, οι πόλεις αυτές πέρασαν μέσα από τους αιώνες παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτες. Είναι ο πυρήνας ενός μεσαιωνικού κράτους που μόλις τελευταία άνοιξε τις πύλες του στον σύγχρονο νέο κόσμο.
Κοντόσωμοι και μελαμψοί οι κάτοικοι των πόλεων αυτών ζουν ανάμεσα σε πανύψηλους ναούς και μονολίθους, κλεισμένοι στο παρελθόν τους όπως και στην κοιλάδα τους από το τείχος των βουνών που τους περιζώνει. Μένουν προσκολλημένοι στον βουδισμό και στον ινδουισμό, και πολλοί απ’ αυτούς τιμούν και τις δύο θρησκείες σε κοινές ιεροτελεστίες. Μ’ επιμέλεια τηρούν ένα περίπλοκο σύστημα κάστας, θεμελιωμένο στα παραδοσιακά επαγγέλματα και τέχνες, που τους χωρίζουν σε αναρίθμητα κοινωνικά στεγανά. Παρά την ανομοιότητα των θεών τους, οι άνθρωποι αυτοί ουσιαστικά είναι ενωμένοι στη θρησκεία τους και παρ’ όλα τα στεγανά της κάστας, ανέχονται τις εξαιρέσεις και την κοινωνική άνοδο. Μία ζωή πλούσια σε εθιμοτυπία και μία κοινωνία ικανοποιητική για τη σταθερή τάξη της τους στηρίζει, καθώς ο σύγχρονος κόσμος προσπαθεί να παραβιάσει το απομονωμένο αρχαίο Νεπάλ.
______________________________________________
« Η Εποποιία του Ανθρώπου», του συντακτικού επιτελείου του LIFE, εκδ. «Λύκειος Απόλλων», 1962.
Οι πόλεις μιάς περίκλειστης κοιλάδας του Νεπάλ διαιωνίζουν πρότυπα ζωής όμοια μ’ εκείνα των πρώτων πολιτισμών.
Ανάμεσα στην Ινδία και το Θιβέτ υπάρχει μία στενή λωρίδα γης τριγυρισμένη από βουνά, όπου από αιώνες κατοικούν εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι το βασίλειο του Νεπάλ. Οι περισσότεροι Νεπαλέζοι ζουν σε αραιούς οικισμούς και βόσκουν κοπάδια στις απόκρημνες πλαγιές των Ιμαλαϊων ή καλλιεργούν μια γη, που ποικίλλει από τα φτωχά και πετρώδη χωράφια ως τους εύφορους κάμπους. Πάντως στην κοιλάδα της Κατμαντού του Νεπάλ συνεχίζεται ένας πολιτισμός, που στην πολυσύνθετη δομή του και στην πολύμορφη θρησκεία του θυμίζει τη Σουμερία στην αυγή της ιστορίας και την αρχαία Αίγυπτο. Τρεις πόλεις της κοιλάδας συνεχίζουν αυτόν τον πολιτισμό. Είναι η πρωτεύουσα Κατμαντού, το Πατάν και η Μπατγκαόν. Η ηλικία και των τριών, πάνω από χίλια χρόνια.
Η κοιλάδα της Κατμαντού είναι το γόνιμο κεντρικό κόσμημα μιάς αλυσίδας από κοιλάδες των κεντρικών Ιμαλαϊων, που απλώνεται προς ανατολάς και προς δυσμάς σε όλο το μήκος των 800 χιλιομέτρων του βασιλείου. Στον βορρά τα βουνά ορθώνονται και σμίγουν σ’ ένα πελώριο λευκό τείχος που περιλαμβάνει εννιά από τις 14 υψηλότερες κορυφές του κόσμου. Στο νότο το πέρασμα φράζεται από μία ζώνη απόκρημνων λόφων, δασωμένων και πνιγμένων στην τύφη, που φτάνει σε ύψος τα πέντε μέτρα και από πυκνές ζούγκλες, που οι τίγρεις τις κάνουν επικίνδυνες. Από κάθε πλευρά οι προσβάσεις στο περίκλειστο βασίλειο είναι τόσο δύσκολες και απόκρημνες ώστε επί αιώνες τα μοναδικά εμπορεύματα που έφταναν ή που έφευγαν από την Κατμαντού μεταφέρονταν στις πλάτες αχθοφόρων.
Παρά τη γεωγραφική του προστασία, το Νεπάλ συχνά κατακτήθηκε από ισχυρούς και αποφασιστικούς λαούς. Το νότιο τείχος του ήταν ίσως το πρώτο που διασπάσθηκε – από κάποιο νεγροειδή λαό, που πιστεύεται ότι πρώτος αυτός εγκαταστάθηκε στην Ινδική χερσόνησο. Ακολούθησαν μογγολικοί λαοί, μερικοί από αυτούς διωγμένοι προς βορράν από τους Ινδοαρίους που επεκτείνανε την κυριαρχία τους στη βόρειο Ινδία. Οι ίδιοι οι Ινδοάριοι έφτασαν στο Νεπάλ ανάμεσα στο 1000 και το 700π.Χ. Τον 7ο αιώνα μ.Χ. μια στρατιά εισβολέων από το Θιβέτ, ενώ κατευθυνόταν προς τις Ινδίες, κατέλυσε το Νεπάλ. Τον 14ο αιώνα έφτασε μία νέα ηγεμονική δυναστεία, οι βασιλείς Μάλλα. Και στα 1769 το καταθρυμματισμένο βασίλειο των Μάλλα κατακτήθηκε από τους πολεμικούς Γκούρκα, που και αυτούς τους είχαν διώξει από τις Ινδίες μουσουλμάνοι επιδρομείς. Απ’ όλους τους επήλυδες ο πολιτισμός της κοιλάδας της Κατμαντού δανείστηκε στοιχεία και τα προσάρμοσε. Απορρόφησε μάλλον παρά απορροφήθηκε. Οι Νεβάρ, ο λαός που κυρίως επωμίστηκε την ανάπτυξη του πολιτισμού, αναδύονται συγκεχυμένα μέσα από τους θρύλους του Νεπάλ. Δεν είναι ακριβώς γνωστό από πού ήλθαν ή πότε έφθασαν, αλλά φαίνεται πιθανόν ότι ο πολιτισμός τους είχε εγκατασταθεί στην κοιλάδα της Κατμαντού το 563π.Χ., όταν ο ιδρυτής του βουδισμού, ο Γοτάμα Βούδας, γεννήθηκε στο σημερινό νοτιοδυτικό Νεπάλ. Οι Νεβάρ επιδείξανε από πολύ νωρίς μία ασυνήθιστη ιδιοφυία σαν οργανωτές και τεχνίτες. Χαράξανε το αρδευτικό σύστημα, που απλώνει ένα πυκνό πλέγμα στα χαμηλά της κοιλάδας, και από τότε οι Νεβάρ γεωργοί εδώ καλλιεργούν το ρύζι, τη βασική και πατροπαράδοτη τροφή τους. Έκοψαν πεζούλες στις ιλιγγιώδεις βουνοπλαγιές και καλλιέργησαν αγρούς, που ποτίζονται από τις βροχές των μουσώνων. Οι ξυλογλύφοι τους έπλασαν τους θεούς του ινδουισμού και του βουδισμού. Οι αρχιτέκτονές τους σχεδίασαν ναούς για να τους στεγάσουν. Οι οικοδόμοι τους έχτισαν τους ναούς με ξύλο, πέτρα και ορείχαλκο. Χρησιμοποίησαν οπτόπλινθους στα πολυόροφα σπίτια για τις τεράστιες οικογένειες των Νεβάρ. Οι τρεις πόλεις των Νεβάρ Κατμαντού, Πατάν και Μπατγκαόν, αναπτύχθηκαν σε απόσταση μικρότερη από 12 χιλιόμετρα. Παρά τους πολέμους, τις κατοχές, τους σεισμούς, οι πόλεις αυτές πέρασαν μέσα από τους αιώνες παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτες. Είναι ο πυρήνας ενός μεσαιωνικού κράτους που μόλις τελευταία άνοιξε τις πύλες του στον σύγχρονο νέο κόσμο.
Κοντόσωμοι και μελαμψοί οι κάτοικοι των πόλεων αυτών ζουν ανάμεσα σε πανύψηλους ναούς και μονολίθους, κλεισμένοι στο παρελθόν τους όπως και στην κοιλάδα τους από το τείχος των βουνών που τους περιζώνει. Μένουν προσκολλημένοι στον βουδισμό και στον ινδουισμό, και πολλοί απ’ αυτούς τιμούν και τις δύο θρησκείες σε κοινές ιεροτελεστίες. Μ’ επιμέλεια τηρούν ένα περίπλοκο σύστημα κάστας, θεμελιωμένο στα παραδοσιακά επαγγέλματα και τέχνες, που τους χωρίζουν σε αναρίθμητα κοινωνικά στεγανά. Παρά την ανομοιότητα των θεών τους, οι άνθρωποι αυτοί ουσιαστικά είναι ενωμένοι στη θρησκεία τους και παρ’ όλα τα στεγανά της κάστας, ανέχονται τις εξαιρέσεις και την κοινωνική άνοδο. Μία ζωή πλούσια σε εθιμοτυπία και μία κοινωνία ικανοποιητική για τη σταθερή τάξη της τους στηρίζει, καθώς ο σύγχρονος κόσμος προσπαθεί να παραβιάσει το απομονωμένο αρχαίο Νεπάλ.
______________________________________________
« Η Εποποιία του Ανθρώπου», του συντακτικού επιτελείου του LIFE, εκδ. «Λύκειος Απόλλων», 1962.