Κωνσταντίνος Τσάτσος
Είμαστε Έλληνες[1]
Είμαστε ένας λαός, για τον οποίον άστοργη στάθηκε η φύση και αδυσώπητη η ιστορία. Και όμως υπάρχομε από τρεις χιλιάδες χρόνια μόνοι, ανόμιοι με όλους τους γύρω μας. Από τους μεγάλους ιστορικά λαούς, ίσως μόνο τους Ιουδαίους να χαρακτηρίζη τέτοια μοναξιά. Καθώς είμαστε πάντα μόνοι, δεν μας δόθηκε να μας υποστηρίξουν, σε κρίσιμες ώρες της πολυαίωνης πορείας μας, λαοί ομόφυλοι, όπως δόθηκε στους Άραβες και στους Σλαύους.
Υπήρξαμε πάντα ευάριθμοι, σ’ ένα μικρό χώρο της γης, που αποτελούνταν πιο πολύ από θάλασσα παρά από γη. Η λιγοστή γη μας ήταν κατά το πλείστον αν όχι άγονη, όμως δύσκολη στην γονιμοποίησή της. Κ’ εμάς τους ίδιους αναμεταξύ μας μάς χώριζαν δυσβάσταχτα βουνά ή ταραγμένες θάλασσες. Γι’ αυτό εμείναμε φτωχοί και δεν είχαμε πολλά να προσφέρωμε στις ειρηνικές μας ανταλλαγές, ώστε να καρπωθούμε αγαθά άλλων λαών. Είχαμε μόνο έργα των χεριών και της φαντασίας μας και όχι της πρώτης ανάγκης. Αυτά είχαμε να προσφέρωμε. Και είχαμε προ παντός τη γεωγραφική μας θέση, όπου μας είχε τοποθετήσει η Μοίρα, μια θέση κεντρική για την ιστορία, μια θέση που δεν έλειψε ποτέ από το πεδίο όπου συντελούνταν και παλαιότερα, αλλά και πρόσφατα, τα πιο συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα. Γι’ αυτή τη θέση την επίζηλη, εμάς τους φτωχούς μας κύκλωναν από παλιά οι βουλιμίες και οι έχθρες πλήθους φύλων, που ήρθαν ορμητικές και πέρσαν, χωρίς να μπορέσουν να πειράξουν την καθαρότητα του Γένους μας, όπως περνάει απάνω από την σκληρή πέτρα το νερό.
Το προικιό μας όμως, όπως νάναι από τη φύση των πραγμάτων, ήταν πενιχρό και η Μοίρα μας στάθηκε σκληρή και φιλάργυρη. Μόνο ένα μας δόθηκε με πρωτοφανή απλοχεριά : το πνεύμα.
Το έθνος μας στους προχριστιανικούς προ πάντων, αλλά και σε πολλούς μεταχριστιανικούς χρόνους άναψε ένα φως, που κανενός άλλου λαού η φωτεινότητα δεν έχει ξεπεράσει. Η λάμψη φωτίζει ως σήμερα τους λαούς της Ευρώπης. Κανένας ζηλόφθονος εχθρός δεν κατώρθωσε, μα και δεν τόλμησε αυτό το κοσμοϊστορικό πνευματικό γεγονός να αμφισβητήση.
Με σέβας ακουγόταν το όνομα της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην Αμερική, σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, τότε που ωρίμαζε η Επανάσταση. Αλλά συγχρόνως είχε αποκρυσταλλωθή η εντύπωση ότι η Ελλάς, κάποτε, μέσα στους αιώνες, είχε πεθάνει, αφήνοντας το φως της, κληρονομιά σε άλλους λαούς. Οι ταξιδιώτες και οι ποιητές στρέφονταν με νοσταλγία προς ένα αγύριστο παρελθόν και το μοιρολογούσαν, περιδιαβαίνοντας στα ερείπια της έρημης χώρας.
…
Πλάνη αμαθών αποδεικνύονταν η γνώμη ότι το Ελληνικό Γένος είχε χαθή από τον κόσμο, όπως οι Ετρούσκοι, οι Χιττίτες και άλλοι λαοί. Πάντα ζούσαν οι Έλληνες με τις ίδιες κακίες, με τις ίδιες αρετές και ζουν ακόμη σήμερα και με αυτές πορεύονται. Η αξιοσύνη, η παλληκαριά αλλά και η πνευματική ανωτερότητα πιστοποιούσαν κατά τρόπον αδιάψευστο την συνέχεια της ζωής των και εξηγούσαν το θαύμα αυτής της Ανάστασης.
…το περιούσιο έθνος των Ελλήνων, που είχε αναστηθή εκ νεκρών, όπως τότε νόμιζαν, ενώ στην πραγματικότητα έκαιγε άσβυστη πάντα η χόβολη κάτω από τη στάχτη … ξεπερνώντας τις αθλιότητες της διχόνοιας, της κατάρας αυτής του Γένους, αυτής που μας εμπόδισε να αποκτήσωμε μια μακρόχρονη κοσμοκρατορία όπως οι Ρωμαίοι …
Όσο για μας, εμείς θα πράξωμε, όταν χρειασθή, ό,τι έπραξαν και αυτοί … . Και ας το γνωρίζουν αυτό και οι εχθροί και οι φίλοι.
______________________________
[1] Απόσπασμα από ανθολογία κειμένων που έγινε από τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο και εμπεριέχονται στο βιβλίο «Το Εικοσιένα» των εκδόσεων «Ευθύνη», Μάρτιος 1987
Είμαστε Έλληνες[1]
Είμαστε ένας λαός, για τον οποίον άστοργη στάθηκε η φύση και αδυσώπητη η ιστορία. Και όμως υπάρχομε από τρεις χιλιάδες χρόνια μόνοι, ανόμιοι με όλους τους γύρω μας. Από τους μεγάλους ιστορικά λαούς, ίσως μόνο τους Ιουδαίους να χαρακτηρίζη τέτοια μοναξιά. Καθώς είμαστε πάντα μόνοι, δεν μας δόθηκε να μας υποστηρίξουν, σε κρίσιμες ώρες της πολυαίωνης πορείας μας, λαοί ομόφυλοι, όπως δόθηκε στους Άραβες και στους Σλαύους.
Υπήρξαμε πάντα ευάριθμοι, σ’ ένα μικρό χώρο της γης, που αποτελούνταν πιο πολύ από θάλασσα παρά από γη. Η λιγοστή γη μας ήταν κατά το πλείστον αν όχι άγονη, όμως δύσκολη στην γονιμοποίησή της. Κ’ εμάς τους ίδιους αναμεταξύ μας μάς χώριζαν δυσβάσταχτα βουνά ή ταραγμένες θάλασσες. Γι’ αυτό εμείναμε φτωχοί και δεν είχαμε πολλά να προσφέρωμε στις ειρηνικές μας ανταλλαγές, ώστε να καρπωθούμε αγαθά άλλων λαών. Είχαμε μόνο έργα των χεριών και της φαντασίας μας και όχι της πρώτης ανάγκης. Αυτά είχαμε να προσφέρωμε. Και είχαμε προ παντός τη γεωγραφική μας θέση, όπου μας είχε τοποθετήσει η Μοίρα, μια θέση κεντρική για την ιστορία, μια θέση που δεν έλειψε ποτέ από το πεδίο όπου συντελούνταν και παλαιότερα, αλλά και πρόσφατα, τα πιο συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα. Γι’ αυτή τη θέση την επίζηλη, εμάς τους φτωχούς μας κύκλωναν από παλιά οι βουλιμίες και οι έχθρες πλήθους φύλων, που ήρθαν ορμητικές και πέρσαν, χωρίς να μπορέσουν να πειράξουν την καθαρότητα του Γένους μας, όπως περνάει απάνω από την σκληρή πέτρα το νερό.
Το προικιό μας όμως, όπως νάναι από τη φύση των πραγμάτων, ήταν πενιχρό και η Μοίρα μας στάθηκε σκληρή και φιλάργυρη. Μόνο ένα μας δόθηκε με πρωτοφανή απλοχεριά : το πνεύμα.
Το έθνος μας στους προχριστιανικούς προ πάντων, αλλά και σε πολλούς μεταχριστιανικούς χρόνους άναψε ένα φως, που κανενός άλλου λαού η φωτεινότητα δεν έχει ξεπεράσει. Η λάμψη φωτίζει ως σήμερα τους λαούς της Ευρώπης. Κανένας ζηλόφθονος εχθρός δεν κατώρθωσε, μα και δεν τόλμησε αυτό το κοσμοϊστορικό πνευματικό γεγονός να αμφισβητήση.
Με σέβας ακουγόταν το όνομα της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην Αμερική, σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, τότε που ωρίμαζε η Επανάσταση. Αλλά συγχρόνως είχε αποκρυσταλλωθή η εντύπωση ότι η Ελλάς, κάποτε, μέσα στους αιώνες, είχε πεθάνει, αφήνοντας το φως της, κληρονομιά σε άλλους λαούς. Οι ταξιδιώτες και οι ποιητές στρέφονταν με νοσταλγία προς ένα αγύριστο παρελθόν και το μοιρολογούσαν, περιδιαβαίνοντας στα ερείπια της έρημης χώρας.
…
Πλάνη αμαθών αποδεικνύονταν η γνώμη ότι το Ελληνικό Γένος είχε χαθή από τον κόσμο, όπως οι Ετρούσκοι, οι Χιττίτες και άλλοι λαοί. Πάντα ζούσαν οι Έλληνες με τις ίδιες κακίες, με τις ίδιες αρετές και ζουν ακόμη σήμερα και με αυτές πορεύονται. Η αξιοσύνη, η παλληκαριά αλλά και η πνευματική ανωτερότητα πιστοποιούσαν κατά τρόπον αδιάψευστο την συνέχεια της ζωής των και εξηγούσαν το θαύμα αυτής της Ανάστασης.
…το περιούσιο έθνος των Ελλήνων, που είχε αναστηθή εκ νεκρών, όπως τότε νόμιζαν, ενώ στην πραγματικότητα έκαιγε άσβυστη πάντα η χόβολη κάτω από τη στάχτη … ξεπερνώντας τις αθλιότητες της διχόνοιας, της κατάρας αυτής του Γένους, αυτής που μας εμπόδισε να αποκτήσωμε μια μακρόχρονη κοσμοκρατορία όπως οι Ρωμαίοι …
Όσο για μας, εμείς θα πράξωμε, όταν χρειασθή, ό,τι έπραξαν και αυτοί … . Και ας το γνωρίζουν αυτό και οι εχθροί και οι φίλοι.
______________________________
[1] Απόσπασμα από ανθολογία κειμένων που έγινε από τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο και εμπεριέχονται στο βιβλίο «Το Εικοσιένα» των εκδόσεων «Ευθύνη», Μάρτιος 1987