Κωνσταντίνου Σκόκου[1]
Σκίτσα από την ζωήν
Λογοκοπία
… Κάποτε ο αρχαίος Ζήνων, ο θαυμάσιος ιδρυτής της Στοάς, εζήτησε διπλάσια δίδακτρα από φλήναφον[2] και αερολόγο μαθητήν.
- Μα διατί ; τον ερώτησαν.
- Διότι, απήντησε, θα έχω να τον διδάξω δύο πράγματα :
Πρώτον πώς να μιλή και δεύτερον πώς να σιωπά…
Γνώθι σαυτόν
… Ορίστε : «Σπεύδε βραδέως», σου λέει. Σ’ ερωτώ : Είδες τί έγινε προχθές εδώ ίσα-ίσα έξω στον δρόμον ; Ένας άτυχος συμπολίτης, διά να μην τον πλακώση το επελαύνον αυτοκίνητον, έσπευσε να περάση εις το αντικρυνόν πεζοδρόμιον. Αλλ’ αντί να σπεύση σαν φρόνιμος άνθρωπος, έσπαυσε…βραδέως, κατά το ηλίθιον παράγγελμα. Και το αυτοκίνητον σπεύσαν και αυτό, όχι βραδέως βέβαια, τον εξεκοίλιασε κατ’ ευχήν και αυτόν και το σοφόν απόφθεγμα !
Τα θύματα της κριτικής
… Ο Διόνυσος της Σικελίας είχεν, ως γνωστόν, την μανίαν να γράφη μετριώτατα ποιήματα και να τα απαγγέλη εις κύκλον αυλοκολάκων, οι οποίοι τον ανευφήμουν. Κάποτε παρέτυχε και ο Φιλόξενος[3], ο οποίος, καθ’ ον χρόνον οι αυλοκόλακες τον ανευφήμουν [τον Διονύσιο], ερωτηθείς να εκφράση την γνώμην του, είπε ξερά την αλήθεια. Ο βασιλεύς, καταγανακτήσας διά την αυθάδειαν, τον έστειλε προς τιμωρίαν εις τας «Λατομίας», φυλακήν κατωρυγμένην[4] εις την σάρκα του βουνού. Μετ’ ολίγον του εχάρισε την ποινήν και τον προσεκάλεσε πάλιν εις ακρόασιν νέων ποιημάτων του. Αλλά ο Φιλόξενος, εις το μέσον της απαγγελίας, εγερθείς εβάδιζε προς την έξοδον.
- πού πηγαίνεις ; τον ηρώτησεν ο Διονύσιος.
- Εις τας Λατομίας ! απήντησεν ο αδιόρθωτος κριτικός.
Ο βασιλεύς εγέλασε και ίσως γελάσετε και σεις. Αλλ’ εγώ σοβαρώς φρονώ ότι η ποίησίς μας και η λογοτεχνία μας έχει ανάγκην ενός αμειλίκτου Φιλοξένου, αμειλίκτου και προς τον εαυτόν του, ο οποίος να είναι έτοιμος εις πάσαν στιγμήν να ξεκινήση διά τας Λατομίας !...
Καλλιτεκνία
… Κάποιος γέρων, θέλων να αφήση κληρονόμον της περιουσίας του και αποφασίσας να νυμφευθή – ολίγον αργά όμως – ερώτησε τον ιατρόν :
Τί λες, γιατρέ μου ; Είναι εβδομήντα δύο ετών και σκέπτομαι να νυμφευθώ ένα φρόνιμο κορίτσι τριάντα χρονών. Τί λες ; Υπάρχει ελπίς να κάμω παιδί ;
Και ο ιατρός, ξηροβήξας δεόντως, του είπεν :
- Χμμ ! Ελπίς, όχι … Φόβος, ναι !...
[1] Κωνσταντίνος Σκόκος (1854-1929). Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά, αλλά τον ετράβηξε η ποίηση και η λογοτεχνία. Η ζωή του συνδέθηκε με το «Εθνικόν Ημερολόγιον», που εξέδιδε ο ίδιος (1886-1919). Στις σελίδες του παρήλασεν η φιλολογική ζωή της εποχής του. Ο Σκόκος έδειξε ιδιαίτερη επίδοση στο σατιρικό επίγραμμα και δημοσίεθσε τις συλλογές ποιημάτων : «Έαρ», «Ακτίνες και μύρα», τη συλλογή σατιρικών στίχων «Επιγράμματα», την κοινωνιολογική μελέτη «Διατί είμεθα ευτυχείς», την συλλογή χρονογραφημάτων «Σκίτσα από την ζωήν», απ’ όπου και τα ως άνω αποσπάσματα.
[2] Φλύαρο
[3] ποιητής διθυράμβων
[4] Σκαμμένη
Σκίτσα από την ζωήν
Λογοκοπία
… Κάποτε ο αρχαίος Ζήνων, ο θαυμάσιος ιδρυτής της Στοάς, εζήτησε διπλάσια δίδακτρα από φλήναφον[2] και αερολόγο μαθητήν.
- Μα διατί ; τον ερώτησαν.
- Διότι, απήντησε, θα έχω να τον διδάξω δύο πράγματα :
Πρώτον πώς να μιλή και δεύτερον πώς να σιωπά…
Γνώθι σαυτόν
… Ορίστε : «Σπεύδε βραδέως», σου λέει. Σ’ ερωτώ : Είδες τί έγινε προχθές εδώ ίσα-ίσα έξω στον δρόμον ; Ένας άτυχος συμπολίτης, διά να μην τον πλακώση το επελαύνον αυτοκίνητον, έσπευσε να περάση εις το αντικρυνόν πεζοδρόμιον. Αλλ’ αντί να σπεύση σαν φρόνιμος άνθρωπος, έσπαυσε…βραδέως, κατά το ηλίθιον παράγγελμα. Και το αυτοκίνητον σπεύσαν και αυτό, όχι βραδέως βέβαια, τον εξεκοίλιασε κατ’ ευχήν και αυτόν και το σοφόν απόφθεγμα !
Τα θύματα της κριτικής
… Ο Διόνυσος της Σικελίας είχεν, ως γνωστόν, την μανίαν να γράφη μετριώτατα ποιήματα και να τα απαγγέλη εις κύκλον αυλοκολάκων, οι οποίοι τον ανευφήμουν. Κάποτε παρέτυχε και ο Φιλόξενος[3], ο οποίος, καθ’ ον χρόνον οι αυλοκόλακες τον ανευφήμουν [τον Διονύσιο], ερωτηθείς να εκφράση την γνώμην του, είπε ξερά την αλήθεια. Ο βασιλεύς, καταγανακτήσας διά την αυθάδειαν, τον έστειλε προς τιμωρίαν εις τας «Λατομίας», φυλακήν κατωρυγμένην[4] εις την σάρκα του βουνού. Μετ’ ολίγον του εχάρισε την ποινήν και τον προσεκάλεσε πάλιν εις ακρόασιν νέων ποιημάτων του. Αλλά ο Φιλόξενος, εις το μέσον της απαγγελίας, εγερθείς εβάδιζε προς την έξοδον.
- πού πηγαίνεις ; τον ηρώτησεν ο Διονύσιος.
- Εις τας Λατομίας ! απήντησεν ο αδιόρθωτος κριτικός.
Ο βασιλεύς εγέλασε και ίσως γελάσετε και σεις. Αλλ’ εγώ σοβαρώς φρονώ ότι η ποίησίς μας και η λογοτεχνία μας έχει ανάγκην ενός αμειλίκτου Φιλοξένου, αμειλίκτου και προς τον εαυτόν του, ο οποίος να είναι έτοιμος εις πάσαν στιγμήν να ξεκινήση διά τας Λατομίας !...
Καλλιτεκνία
… Κάποιος γέρων, θέλων να αφήση κληρονόμον της περιουσίας του και αποφασίσας να νυμφευθή – ολίγον αργά όμως – ερώτησε τον ιατρόν :
Τί λες, γιατρέ μου ; Είναι εβδομήντα δύο ετών και σκέπτομαι να νυμφευθώ ένα φρόνιμο κορίτσι τριάντα χρονών. Τί λες ; Υπάρχει ελπίς να κάμω παιδί ;
Και ο ιατρός, ξηροβήξας δεόντως, του είπεν :
- Χμμ ! Ελπίς, όχι … Φόβος, ναι !...
[1] Κωνσταντίνος Σκόκος (1854-1929). Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά, αλλά τον ετράβηξε η ποίηση και η λογοτεχνία. Η ζωή του συνδέθηκε με το «Εθνικόν Ημερολόγιον», που εξέδιδε ο ίδιος (1886-1919). Στις σελίδες του παρήλασεν η φιλολογική ζωή της εποχής του. Ο Σκόκος έδειξε ιδιαίτερη επίδοση στο σατιρικό επίγραμμα και δημοσίεθσε τις συλλογές ποιημάτων : «Έαρ», «Ακτίνες και μύρα», τη συλλογή σατιρικών στίχων «Επιγράμματα», την κοινωνιολογική μελέτη «Διατί είμεθα ευτυχείς», την συλλογή χρονογραφημάτων «Σκίτσα από την ζωήν», απ’ όπου και τα ως άνω αποσπάσματα.
[2] Φλύαρο
[3] ποιητής διθυράμβων
[4] Σκαμμένη