Η πλατωνική εικονολογία : ιδέες – ουσίας των όντων[1].
Στην περίπτωση της πλατωνικής διδασκαλίας έχουμε την πληρέστερη συγκεφαλαίωση, συστηματοποίηση και ερμηνεία της αρχέγονης διάκρισης ανάμεσα στις αισθητές και νοητές πραγματικότητες. Κάθε συγκεκριμένο αισθητό ον υπάρχει μόνο επειδή μετέχει κατά τη μορφική του υπόσταση στον κοινό και ενιαίο λόγο μιας νοητής ομοείδειας. Αλλά αυτός ο κοινός και ενιαίος λόγος των ομοειδών όντων δεν είναι απλώς η αφαιρετική εικόνα (το καθολικό νόημα της μορφικής ομοείδειας) που σχηματίζει ο νους υπερβαίνοντας τα ατομικά και περιστασιακά γνωρίσματα των επιμέρους όντων. Για τον Πλάτωνα ο κοινός και ενιαίος λόγος των ομοειδών όντων είναι ιδέα, στην πρωταρχική, ετυμολογική σημασία της (από το ιδείν), είναι το αποτέλεσμα της θέας – όρασης – θεωρίας των πρωτοτύπων της ύπαρξης.
Η πλατωνική φιλοσοφία αρνείται να περιορισθεί στην περιγραφική διερεύνηση της νοητικής δυνατότητας του ανθρώπου, αρνείται να δεχθεί την ύπαρξη του νου ή της ψυχής σαν δεδομένο σύμπτωμα στα όρια της φθαρτής και θνητής σωματικής υπόστασης του ανθρώπου. Θέλει να απαντήσει στο ερώτημα για την καταγωγή του νου ή της ψυχής. Ξεκινάει λοιπόν από την αρχέγονη διαπίστωση: ότι η ψυχή είναι «ομοιότατον τω θείω και αθανάτω και νοητώ και μονοειδεί και αδιαλύτω και αεί ωσαύτως κατά ταυτά έχοντι εαυτώ», ενώ το σώμα είναι «ομοιότατον τω ανθρωπίνω και θνητώ και πολυειδεί και ανοήτω και διαλυτώ και μηδέποτε κατά ταυτά έχοντι εαυτώ»[2].
Αυτή η διάκριση σημαίνει αμέσως τη διαστολή δύο τρόπων υπάρξεως, δύο διαφορετικών κόσμων. Γιατί δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που αντικατοπτρίζει αυτή την αντιδιαστολή, αλλά κάθε υπαρκτό. Κάθε αντι-κείμενο της ανθρώπινης εμπειρίας μετέχει ταυτόχρονα στον κόσμο των αισθητών και στον κόσμο των νοητών. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς ξεχωριστούς κόσμους; Ο ένας είναι ο κόσμος των λογικών μορφών, των αιώνιων πρωτοτύπων κάθε αισθητού φαινομένου, ο κόσμος των άφθαρτων και αναλλοίωτων νοητών πραγματικοτήτων και επομένως των όντως υπαρκτών. Ο άλλος είναι ο κόσμος των παροδικών και καταδικασμένων στον αφανισμό αισθητών πραγματικοτήτων, είναι η αντανάκλαση των αιώνιων πραγματικοτήτων, είναι η αντανάκλαση των αιωνίων λογικών πρωτοτύπων στην εφήμερη και φθαρτή ύλη.
Ο άνθρωπος έχει την άμεση εμπειρία και των δύο κόσμων: Το σώμα του ανήκει στον κόσμο των αισθητών, τον κόσμο της ύλης και οι αισθήσεις του σώματος τον πληροφορούν για τα φαινόμενα αυτού του υλικού κόσμου. Όμως η ψυχή του ανήκει στον κόσμο των νοητών, οφείλει εκεί την ύπαρξη και την καταγωγή της, επομένως και προϋπήρξε σε αυτόν τον κόσμο προτού συνδεθεί με την ύλη. Και εκεί που προϋπήρξε, με τις δικές της άμεσες αισθήσεις, η ψυχή είδε τις άφθαρτες και αναλλοίωτες μορφές των όντως υπαρκτών – ο άνθρωπος έχει αποτυπωμένες στην ψυχή του τις ιδέες των όντων. Έτσι, στις μορφές των εφήμερων και φθαρτών αντικειμένων του υλικού κόσμου, η ψυχή (νους) του ανθρώπου αναγνωρίζει – με μια λειτουργία ανάμνησης – τον αντικατοπτρισμό των αιώνιων πρωτοτύπων, του λόγου των άφθαρτων και αναλλοίωτων νοητών μορφών.