Αριστοτέλους
«Συμπόσιον ή περί μέθης»[1]
Τα αποσπάσματα του χαμένου για μας έργου του Αριστοτέλη «Συμπόσιον ή περί μέθης» έχουν τα χαρακτηριστικά όλων των αριστοτελικών αποσπασμάτων, τα οποία εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1863 στην Λειψία από τον Βαλεντίνο Ρόζε με τον τίτλο “Aristoteles Pseudepigraphus”.
Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα εξής : α) Τα πρωτότυπα παραθέματα, αυτά δηλ. που αποδίδονται ευθέως στον Αριστοτέλη, είναι ελάχιστα, ενώ σε μεγαλύτερο ποσοστό τα αποσπάσματα είναι δοξογραφικά. β) Η κατάταξη των αποσπασμάτων έγινε με βάση αφ’ ενός τον κατάλογο των τίτλων των απολεσθέντων έργων του Αριστοτέλη που παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος (και με τον οποίο συμφωνεί στα περισσότερα σημεία ο Ησύχιος) και αφετέρου στην κατά την κρίση του Ρόζε[2] συμφωνία του περιεχομένου των αποσπασμάτων με τους παραδεδομένους τίτλους.
…
Ορισμένα από τα έργα αυτά [του Αριστοτέλη] θεωρούνται διάλογοι, με βάση εσωτερικές ή εξωτερικές μαρτυρίες. Το «Συμπόσιον ή περί μέθης» ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, μάλιστα δε στους πρώιμους διαλόγους του Αριστοτέλη, αν δεχτούμε την άποψη του Ρος[3] (και πολλών άλλων μελετητών) ότι οι πρώιμοι διάλογοι του Αριστοτέλη μαρτυρούν έντονη την πλατωνική επίδραση, πράγμα που δηλώνεται και από την σύμπτωση των τίτλων με τους τίτλους των πλατωνικών διαλόγων (Μενέξενος, Συμπόσιον, Σοφοστής).
Η χρονολόγηση των αποσπασμάτων παραμένει επισφαλής. … Για το «Συμπόσιον ή περί μέθης» δεν παραδίδεται μαρτυρία, ούτε καν εικασία. Καλύπτεται από την γενική κατάταξή του στους πρώιμους διαλόγους του Αριστοτέλη.
Οι απόψεις που εκθέτει ο Αριστοτέλης στους πρώιμους αυτούς διαλόγους και η σχέση τους με τις πλατωνικές απόψεις απετέλεσε το βασικό κριτήριο αρχικώς της γνησιότητάς τους (Ρόζε) και στην συνέχεις κριτήριο για την αξιολόγησή τους.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
I (R2 175, R3 100)
ATH. 178 e-f. Ο Όμηρος, σ’ όλα του ακριβής, μήτε και τούτο το ασήμαντο δεν παρέλειψε, πως με το σώμα καθαρό και φροντισμένο πρέπει να πηγαίνουμε στο δείπνο. Λέει λοιπόν για τον Οδησσέα πριν από το γεύμα στους Φαίακες : «αυτόδιον δ’ άρα μιν ταμίην λούσασθαι άνωγεν»[4]. Και για τους συντρόφους του Τηλέμαχου λέει : «ες ρ’ ασαμίνθους βάντες εϋξέστας λούσαντο»[5]. Γιατί ήταν ανάρμοστο, καθώς λέει ο Αριστοτέλης, να φτάνεις στο συμπόσιο μες στον ιδρώτα και τη σκόνη. Εξάλλου κατά τον Ηράκλειτο, ο άνθρωπος του κόσμου δεν πρέπει να βρωμίζει μήτε να βρωμάει μήτε να χαίρεται μες στη βρωμιά του.
3 (R2 98, R3 102)
ATH. 40 c-d. Ο Σέλευκος αναφέρει πως οι παληοί δεν τόχανε συνήθεια να πίνουν περισσότερο απ’ το κανονικό ή άλλες να γεύονται απολαύσεις αν δεν ήταν προς τιμήν των θεών. Γι’ αυτό κι οι λέξεις που δήλωναν τέτοιες δραστηριότητες ήταν «θοίναι» και «μέθαι». «Θοίναι» διότι θεωρούσαν πως χάριν των θεών έπρεπε να πίνουν, «θάλειαο» διότι πάλι χάριν των θεών συγκεντρώνονταν στα συμπόσια – αυτό εξάλλου σημαίνει το «δαίτα θάλειαν» του Ομήρου. Τέλος το «μεθύειν», λέει ο Αριστοτέλης πως δήλωνε ότι έπιναν μετά τις θυσίες προς τους θεούς (μετά το «θύειν»).
PHILO. De Plant. 34.141. Τα όσα ανέφερε ο νομοθέτης περί μέθης θα τα δούμε αργότερα. Τώρα ας εξετάσουμε τί πίστευαν οι άλλοι. Πάρα πολλοί φιλόσοφοι ασχολήθηκαν και μάλιστα εκτενώς με το θέμα, που τίθεται ως εξής : «Πρέπει να μεθάει ο σοφός ;» Το να μεθάει κανείς έχει δύο όψεις : η μια είναι απλώς να πίνει κι η άλλη να παραμιλάει από τη μέθη. Απ’ όσους ασχολήθηκαν με το πρόβλημα, άλλοι υποστήριξαν πως ο σοφός δεν πρέπει μήτε κατάχρηση να κάνει στο ποτό μήτα να φτάσει να παραμιλάει… 35.144 Άλλοι πως το ποτό αρμόζει και στους αγαθούς, στους οποίους όμως η μέθη δεν αρμόζει… 38.154 Το δυνατό κρασί, το ανέρωτο, οι παλιοί και «μέθυ» το ονόμαζαν. Σε πολλά τουλάχιστον ποιητικά κείμενα έτσι αποκαλείται, ώστε αν τα συνώνυμα αναφέρονται σ’ ένα πράγμα, όπως «οίνος» και «μέθυ», εύλογο θα ήταν πως και όσα απ’ αυτά παράγονται, δηλ. το «οινούσθαι» και το «μεθύειν», να μην διαφέρουν παρά μόνο στον ήχο… 155. Αν λέμε δηλ. πως ο σοφός επιτρέπεται να πίνει κρασί, είναι σαν να λέμε πως επιτρέπεται και να μεθάει…40.165-6. …ορισμένοι πιστεύουν πως η μέθη δεν ονομάζεται έτσι διότι ακολουθεί τις θυσίες (μετά το θύειν), αλλά διότι γίνεται αιτία «μεθέσεως» (χαλάρωσης) της ψυχής. Των άμυαλών λοιπόν ο λογισμός παραδίνεται στην δίνη πολλών υπερβολών, ενώ των μυαλομένων παραδίνεται στην απόλαυση της άνεσης, της ευθυμίας και της ιλαρότητας. Διότι πιο άνετος και ήπιος γίνεται ο σοφός σαν πιει, απ’ ό,τι είναι νηφάλιος, έτσι ώστε δεν κάνουμε λάθος αν πούμε και ως προς αυτό, πως πράγματι ο σοφός μπορεί να μεθάει…
5 (R2 102, R3 104)
ATH. 641 d-e. Ο Αριστοτέλης στο «περί μέθης» το ονομάζει, όπως κι εμείς «δεύτερο πιάτο», μ’ αυτά τα λόγια : «πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως το επιδόρπιο διαφέρει εντελώς από το κυρίως φαγητό όσο και το έδεσμα από τους ξηρούς καρπούς, γιατί αυτό το όνομα είναι το γνωστό στους Έλληνες όταν κάποιες τροφές προσφέρονται ως επιδόρπια. Έτσι φαίνεται πως είχε δίκιο εκείνος που πρώτος το ονόμασε «δεύτερο πιάτο». Πράγματι το επιδόρπιο συνοδεύει το κυρίως φαγητό και προσφέρεται ως επιπλέον γεύμα».
6 (R2 218, R3 105)
PS-JUL., Ep. 391 b-c. Το σύκο δεν είναι μόνο ευχάριστο στην γεύση αλλά και άριστο για την πέψη. Τόσο πολύ δε είναι ωφέλιμο στους ανθρώπους ώστε ο Αριστοτέλης λέει πως είναι αντίδοτο σε κάθε βλαβερό δηλητήριο και πως στο δείπνο δεν χρειάζεται τίποτε άλλο να προσφέρεται πλην αυτού είτε ως ορεκτικό πριν το κυρίως φαγητό είτε ως επιδόρπιο, ως εάν επρόκειτο να προστατεύσει τον άνθρωπο από οποιαδήποτε παρενέργεια της τροφής αντί οποιασδήποτέ άλλης ιερής προφύλαξης. Και μάλιστα το ότι το σύκο προσφέρεται στους θεούς κι ότι συνοδεύει κάθε θυσία στον βωμό, όπως και το ότι είναι το καλύτερο λιβάνι για θυμίαμα, δεν είναι δική μου εκτίμηση, αλλά όποιος γνώρισε στην πράξη τη χρησιμότητά του ξέρει καλά πως αυτά λένε άνδρες σοφοί και γνώστες των ιερών.
7 (R2 101, R3 106)
ATH. 447 a-b. Αλλά όπως λέει ο Αριστοτέλης στο «περί μέθης», ανάσκελα πέφτουν όσοι πίνουν ποτό φτιαγμένο από κριθάρι, αυτό δηλ. που αποκαλούμε ζύθο. Κι αυτά αναφέρει : «μόνο που κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει με το ποτό που φτιάχνεται από κριθάρι, τον αποκαλούμενο ζύθο : όσοι μεθάνε με άλλα ποτά πέφτουν προς όλες τις μεριές κι αριστερά και δεξιά και μπρούμυτα κι ανάσκελα. Μόνο όσοι μεθάνε από ζύθο γέρνουν προς τα πίσω και πέφτουν ανάσκελα».
11(R2 105-6, R3 110-111)
ATH. 464 c-d. Ο Αριστοτέλης αναφέρει στο «περί μέθης» πως «το ποτό που ονομάζουν Ροδιακό προσφέρεται στα συμπόσια και για την απόλαυση που δίνει και γιατί όταν ζεσταίνεται μεθάει λιγότερο. Διότι μέσα στο νερό που βράζει προσθέτουν σμύρνη και σχοίνα κι άλλα τέτοια μυρωδικά κι όταν το μίγμα αυτό το ρίξουν στο κρασί γίνεται πιο ελαφρύ». Και σε άλλο σημείο αναφέρει : «το ροδιακό ποτό γίνεται με την προσθήκη ενός ζεστού μίγματος από σμύρνη, σχοίνα, άνηθο, κρόκο, βάλσαμο, κάρδαμο και κανέλλα. Αυτό το μίγμα όταν προστεθεί στο κρασί το κάνει πιο ελαφρύ, έτσι ώστε και τις ερωτικές ορμές καταπαύει διατηρώντας το πνεύμα νηφάλιο.
[1] Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1989
[2] Ο ίδιος ο Ρόζε (Valentin Rose) θεωρούσε όλα τα αριστοτελικά αποσπάσματα που εξέδωσε ψευδεπίγραφα.
[3] W.D. Ross, “The works of Aristotle” v. XII, Select fragments Oxford, 1952, σελ. IX
[4] Οδ. Δ 449. μετ. Καζαντάκη-Κακριδή : «στην ώρα πάνω κι η κελάρισα τον κάλεσε ν’ ανέβει και να λουστεί».
[5] Οδ. Δ 48. μετ. Καζαντάκη-Κακριδή : «σε καλοσκαλισμένους κάθισαν για να λουστούν λουτήρες».
«Συμπόσιον ή περί μέθης»[1]
Τα αποσπάσματα του χαμένου για μας έργου του Αριστοτέλη «Συμπόσιον ή περί μέθης» έχουν τα χαρακτηριστικά όλων των αριστοτελικών αποσπασμάτων, τα οποία εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1863 στην Λειψία από τον Βαλεντίνο Ρόζε με τον τίτλο “Aristoteles Pseudepigraphus”.
Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα εξής : α) Τα πρωτότυπα παραθέματα, αυτά δηλ. που αποδίδονται ευθέως στον Αριστοτέλη, είναι ελάχιστα, ενώ σε μεγαλύτερο ποσοστό τα αποσπάσματα είναι δοξογραφικά. β) Η κατάταξη των αποσπασμάτων έγινε με βάση αφ’ ενός τον κατάλογο των τίτλων των απολεσθέντων έργων του Αριστοτέλη που παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος (και με τον οποίο συμφωνεί στα περισσότερα σημεία ο Ησύχιος) και αφετέρου στην κατά την κρίση του Ρόζε[2] συμφωνία του περιεχομένου των αποσπασμάτων με τους παραδεδομένους τίτλους.
…
Ορισμένα από τα έργα αυτά [του Αριστοτέλη] θεωρούνται διάλογοι, με βάση εσωτερικές ή εξωτερικές μαρτυρίες. Το «Συμπόσιον ή περί μέθης» ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, μάλιστα δε στους πρώιμους διαλόγους του Αριστοτέλη, αν δεχτούμε την άποψη του Ρος[3] (και πολλών άλλων μελετητών) ότι οι πρώιμοι διάλογοι του Αριστοτέλη μαρτυρούν έντονη την πλατωνική επίδραση, πράγμα που δηλώνεται και από την σύμπτωση των τίτλων με τους τίτλους των πλατωνικών διαλόγων (Μενέξενος, Συμπόσιον, Σοφοστής).
Η χρονολόγηση των αποσπασμάτων παραμένει επισφαλής. … Για το «Συμπόσιον ή περί μέθης» δεν παραδίδεται μαρτυρία, ούτε καν εικασία. Καλύπτεται από την γενική κατάταξή του στους πρώιμους διαλόγους του Αριστοτέλη.
Οι απόψεις που εκθέτει ο Αριστοτέλης στους πρώιμους αυτούς διαλόγους και η σχέση τους με τις πλατωνικές απόψεις απετέλεσε το βασικό κριτήριο αρχικώς της γνησιότητάς τους (Ρόζε) και στην συνέχεις κριτήριο για την αξιολόγησή τους.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
I (R2 175, R3 100)
ATH. 178 e-f. Ο Όμηρος, σ’ όλα του ακριβής, μήτε και τούτο το ασήμαντο δεν παρέλειψε, πως με το σώμα καθαρό και φροντισμένο πρέπει να πηγαίνουμε στο δείπνο. Λέει λοιπόν για τον Οδησσέα πριν από το γεύμα στους Φαίακες : «αυτόδιον δ’ άρα μιν ταμίην λούσασθαι άνωγεν»[4]. Και για τους συντρόφους του Τηλέμαχου λέει : «ες ρ’ ασαμίνθους βάντες εϋξέστας λούσαντο»[5]. Γιατί ήταν ανάρμοστο, καθώς λέει ο Αριστοτέλης, να φτάνεις στο συμπόσιο μες στον ιδρώτα και τη σκόνη. Εξάλλου κατά τον Ηράκλειτο, ο άνθρωπος του κόσμου δεν πρέπει να βρωμίζει μήτε να βρωμάει μήτε να χαίρεται μες στη βρωμιά του.
3 (R2 98, R3 102)
ATH. 40 c-d. Ο Σέλευκος αναφέρει πως οι παληοί δεν τόχανε συνήθεια να πίνουν περισσότερο απ’ το κανονικό ή άλλες να γεύονται απολαύσεις αν δεν ήταν προς τιμήν των θεών. Γι’ αυτό κι οι λέξεις που δήλωναν τέτοιες δραστηριότητες ήταν «θοίναι» και «μέθαι». «Θοίναι» διότι θεωρούσαν πως χάριν των θεών έπρεπε να πίνουν, «θάλειαο» διότι πάλι χάριν των θεών συγκεντρώνονταν στα συμπόσια – αυτό εξάλλου σημαίνει το «δαίτα θάλειαν» του Ομήρου. Τέλος το «μεθύειν», λέει ο Αριστοτέλης πως δήλωνε ότι έπιναν μετά τις θυσίες προς τους θεούς (μετά το «θύειν»).
PHILO. De Plant. 34.141. Τα όσα ανέφερε ο νομοθέτης περί μέθης θα τα δούμε αργότερα. Τώρα ας εξετάσουμε τί πίστευαν οι άλλοι. Πάρα πολλοί φιλόσοφοι ασχολήθηκαν και μάλιστα εκτενώς με το θέμα, που τίθεται ως εξής : «Πρέπει να μεθάει ο σοφός ;» Το να μεθάει κανείς έχει δύο όψεις : η μια είναι απλώς να πίνει κι η άλλη να παραμιλάει από τη μέθη. Απ’ όσους ασχολήθηκαν με το πρόβλημα, άλλοι υποστήριξαν πως ο σοφός δεν πρέπει μήτε κατάχρηση να κάνει στο ποτό μήτα να φτάσει να παραμιλάει… 35.144 Άλλοι πως το ποτό αρμόζει και στους αγαθούς, στους οποίους όμως η μέθη δεν αρμόζει… 38.154 Το δυνατό κρασί, το ανέρωτο, οι παλιοί και «μέθυ» το ονόμαζαν. Σε πολλά τουλάχιστον ποιητικά κείμενα έτσι αποκαλείται, ώστε αν τα συνώνυμα αναφέρονται σ’ ένα πράγμα, όπως «οίνος» και «μέθυ», εύλογο θα ήταν πως και όσα απ’ αυτά παράγονται, δηλ. το «οινούσθαι» και το «μεθύειν», να μην διαφέρουν παρά μόνο στον ήχο… 155. Αν λέμε δηλ. πως ο σοφός επιτρέπεται να πίνει κρασί, είναι σαν να λέμε πως επιτρέπεται και να μεθάει…40.165-6. …ορισμένοι πιστεύουν πως η μέθη δεν ονομάζεται έτσι διότι ακολουθεί τις θυσίες (μετά το θύειν), αλλά διότι γίνεται αιτία «μεθέσεως» (χαλάρωσης) της ψυχής. Των άμυαλών λοιπόν ο λογισμός παραδίνεται στην δίνη πολλών υπερβολών, ενώ των μυαλομένων παραδίνεται στην απόλαυση της άνεσης, της ευθυμίας και της ιλαρότητας. Διότι πιο άνετος και ήπιος γίνεται ο σοφός σαν πιει, απ’ ό,τι είναι νηφάλιος, έτσι ώστε δεν κάνουμε λάθος αν πούμε και ως προς αυτό, πως πράγματι ο σοφός μπορεί να μεθάει…
5 (R2 102, R3 104)
ATH. 641 d-e. Ο Αριστοτέλης στο «περί μέθης» το ονομάζει, όπως κι εμείς «δεύτερο πιάτο», μ’ αυτά τα λόγια : «πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως το επιδόρπιο διαφέρει εντελώς από το κυρίως φαγητό όσο και το έδεσμα από τους ξηρούς καρπούς, γιατί αυτό το όνομα είναι το γνωστό στους Έλληνες όταν κάποιες τροφές προσφέρονται ως επιδόρπια. Έτσι φαίνεται πως είχε δίκιο εκείνος που πρώτος το ονόμασε «δεύτερο πιάτο». Πράγματι το επιδόρπιο συνοδεύει το κυρίως φαγητό και προσφέρεται ως επιπλέον γεύμα».
6 (R2 218, R3 105)
PS-JUL., Ep. 391 b-c. Το σύκο δεν είναι μόνο ευχάριστο στην γεύση αλλά και άριστο για την πέψη. Τόσο πολύ δε είναι ωφέλιμο στους ανθρώπους ώστε ο Αριστοτέλης λέει πως είναι αντίδοτο σε κάθε βλαβερό δηλητήριο και πως στο δείπνο δεν χρειάζεται τίποτε άλλο να προσφέρεται πλην αυτού είτε ως ορεκτικό πριν το κυρίως φαγητό είτε ως επιδόρπιο, ως εάν επρόκειτο να προστατεύσει τον άνθρωπο από οποιαδήποτε παρενέργεια της τροφής αντί οποιασδήποτέ άλλης ιερής προφύλαξης. Και μάλιστα το ότι το σύκο προσφέρεται στους θεούς κι ότι συνοδεύει κάθε θυσία στον βωμό, όπως και το ότι είναι το καλύτερο λιβάνι για θυμίαμα, δεν είναι δική μου εκτίμηση, αλλά όποιος γνώρισε στην πράξη τη χρησιμότητά του ξέρει καλά πως αυτά λένε άνδρες σοφοί και γνώστες των ιερών.
7 (R2 101, R3 106)
ATH. 447 a-b. Αλλά όπως λέει ο Αριστοτέλης στο «περί μέθης», ανάσκελα πέφτουν όσοι πίνουν ποτό φτιαγμένο από κριθάρι, αυτό δηλ. που αποκαλούμε ζύθο. Κι αυτά αναφέρει : «μόνο που κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει με το ποτό που φτιάχνεται από κριθάρι, τον αποκαλούμενο ζύθο : όσοι μεθάνε με άλλα ποτά πέφτουν προς όλες τις μεριές κι αριστερά και δεξιά και μπρούμυτα κι ανάσκελα. Μόνο όσοι μεθάνε από ζύθο γέρνουν προς τα πίσω και πέφτουν ανάσκελα».
11(R2 105-6, R3 110-111)
ATH. 464 c-d. Ο Αριστοτέλης αναφέρει στο «περί μέθης» πως «το ποτό που ονομάζουν Ροδιακό προσφέρεται στα συμπόσια και για την απόλαυση που δίνει και γιατί όταν ζεσταίνεται μεθάει λιγότερο. Διότι μέσα στο νερό που βράζει προσθέτουν σμύρνη και σχοίνα κι άλλα τέτοια μυρωδικά κι όταν το μίγμα αυτό το ρίξουν στο κρασί γίνεται πιο ελαφρύ». Και σε άλλο σημείο αναφέρει : «το ροδιακό ποτό γίνεται με την προσθήκη ενός ζεστού μίγματος από σμύρνη, σχοίνα, άνηθο, κρόκο, βάλσαμο, κάρδαμο και κανέλλα. Αυτό το μίγμα όταν προστεθεί στο κρασί το κάνει πιο ελαφρύ, έτσι ώστε και τις ερωτικές ορμές καταπαύει διατηρώντας το πνεύμα νηφάλιο.
________________________
[1] Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1989
[2] Ο ίδιος ο Ρόζε (Valentin Rose) θεωρούσε όλα τα αριστοτελικά αποσπάσματα που εξέδωσε ψευδεπίγραφα.
[3] W.D. Ross, “The works of Aristotle” v. XII, Select fragments Oxford, 1952, σελ. IX
[4] Οδ. Δ 449. μετ. Καζαντάκη-Κακριδή : «στην ώρα πάνω κι η κελάρισα τον κάλεσε ν’ ανέβει και να λουστεί».
[5] Οδ. Δ 48. μετ. Καζαντάκη-Κακριδή : «σε καλοσκαλισμένους κάθισαν για να λουστούν λουτήρες».