Το μέλλον είναι…τώρα ![1]
Τί φοβερό να διαβάζουμε το ποίημα του Σέλλεϋ [για να μην αναφέρω τα τραγούδια των Αιγύπτιων αγροτών πριν από 3.000 χρόνια] που καταγγέλλουν την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Να το διαβάζουν άραγε στο μέλλον και να είναι ακόμα αυτό γεμάτο καταπίεση και εκμετάλλευση και να λέει άραγε ο κόσμος : «Ακόμα και τότε…»
Μπέρτολτ Μπρεχτ, διαβάζοντας το ποίημα του Σέλλεϋ «Η μάσκα της Αναρχίας», το 1938 (Brecht, 1964)
Περί της αστάθειας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος
Οι λειτουργίες μιας καπιταλιστικής οικονομίας ουδέποτε είναι ομαλές και οι διακυμάνσεις διάφορης χρονικής διάρκειας, που είναι συχνά πολύ σοβαρές, αποτελούν συστατικά μέρη αυτού του τρόπου διαχείρισης των παγκόσμιων υποθέσεων. Από τον δέκατο ένατο αιώνα κιόλας, οι επιχειρηματίες ήταν εξοικειωμένοι με τον αποκαλούμενο «εμπορικό κύκλο» έξαρσης και πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Όλοι ανέμεναν την επανάληψή του, με διάφορες παραλλαγές, κάθε επτά με έντεκα χρόνια. … Μια θεαματική παγκόσμια έξαρση της οικονομικής δραστηριότητας, που έσπασε όλες τις μέχρι τότε επιδόσεις, σημειώθηκε γύρω στο 1850 και μέχρι τις δεκαετίες του 1870. Ακολούθησαν, όμως, κάπου είκοσι χρόνια οικονομικής αβεβαιότητας και κατόπιν μια άλλη, προφανώς πρόσκαιρη, άνοδος της παγκόσμιας οικονομίας. Στις αρχές του 1920 ένας Ρώσος οικονομολόγος ο Ν. Δ. Κοντραντίεφ, ο οποίος αργότερα έπεσε θύμα του Στάλιν, διαπίστωσε ότι η οικονομική ανάπτυξη, μετά τα τέλη του 18ου αιώνα ακολουθούσε ένα πρότυπο διαδρομής με μια σειρά «μεγάλων κυμάτων» που διαρκούσαν πενήντα με εξήντα χρόνια, μολονότι ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητική εξήγηση γι’ αυτές τις κινήσεις. Πράγματι στατιστικολόγοι που εξέφρασαν τον σκεπτικισμό τους έφτασαν ακόμα και να αρνηθούν την ύπαρξη τέτοιων κινήσεων. … Ο Κοντραντίεφ, παρεμπιπτόντως, συμπέρανε τότε ότι το μακρύ κύμα της παγκόσμιας οικονομίας επ΄ροκειτο να έχει καθοδική πορεία. Είχε δίκαιο.
Το Τράουτενάου έχει δύο νεκροταφεία,
ένα για τους πλούσιους κι ένα για τους φτωχούς.
Ούτε στον τάφο η φτωχολογιά
δεν γίνεται ίση με τους δυνατούς.
Ποίημα στην εφημερίδα Trautenau Wochenblatt, 1869
Το πρόβλημα της φτώχειας είναι το πρόβλημα του θανάτου, της αρρώστιας, του χειμώνα ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού φαινομένου. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσαν να εκλείψουν τέτοια φαινόμενα.
William Makepeace Thackeray, 1848
Περί ανασφάλειας
Ο παράγοντας που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο επηρέαζε τη ζωή των εργατών τον 19ο αιώνα ήταν η ανασφάλεια. Δεν ήξεραν στην αρχή της εβδομάδας πόσα λεφτά θα έφερναν σπίτι στο τέλος της. Δεν ήξεραν πόσο θα έμεναν στην τωρινή τους δουλειά ή αν την έχαναν, πότε θα έβρισκαν άλλη και με ποιους όρους. Δεν ήξεραν πότε θα πάθαιναν κάποιο ατύχημα ή πότε θα αρρώσταιναν και παρόλο που γνώριζαν ότι κάποια στιγμή στη μέση ηλικία τους – ίσως στα 40-50 τους, αν ήταν ανειδίκευτοι, ίσως στα 50-60 τους, αν είχαν κάποια ειδικότητα – δεν θα μπορούσαν πια να έχουν την σωματική απόδοση ενός νέου εργάτη, δεν ήξεραν τί θα τους συνέβαινε από εκείνη τη στιγμή ως το θάνατό τους. Δεν είχαν την ανασφάλεια των αγροτών, που ήταν στο έλεος περιοδικών – και για να είμαστε ειλικρινείς, συχνά πιο εξοντωτικών – καταστροφών όπως η ξηρασία και η σιτοδεία, αλλά που μπορούσαν να προβλέψουν με σχετική ακρίβεια πώς θα περνούσε ένας φτωχός τις περισσότερες ημέρες της ζωής του από την κούνια έως τον τάφο. Είχαν μια ανασφάλεια βαθύτερη, παρά το γεγονός ότι ένα, πιθανώς, σημαντικό ποσοστό εργατών απασχολούνταν για μεγάλες περιόδους της ζωής τους από τον ίδιο εργοδότη. Ακόμα και οι πιο ειδικευμένοι δεν είχαν σίγουρη τη θέση τους : στην ύφεση του 1857-58 ο αριθμός των εργατών που απασχολούνταν στην βρετανική μηχανολογική βιομηχανία μειώθηκε σχεδόν κατά το ένα τρίτο. Δεν υπήρχε τίποτα αντίστοιχο με την σημερινή κοινωνική ασφάλεια, εκτός από τις φιλανθρωπικές οργανώσεις και κάποια χρηματικά βοηθήματα για τους ενδεείς, αλλά μερικές φορές αυτή η αρωγή ήταν εντελώς ανεπαρκής.
Για τον κόσμο του φιλελευθερισμού, η ανασφάλεια ήταν το τίμημα για την πρόοδο και την ελευθερία [χωρίς να αναφέρουμε τον πλούτο] και την έκανε υποφερτή η συνεχής οικονομική ανάπτυξη.
Περί ημερομισθίων
… για τους εργοδότες των μέσων του 19ου αιώνα αποτελούσε αξίωμα ότι τα μεροκάματα έπρεπε να διατηρούνται όσο το δυνατόν χαμηλότερα, αν και μερικοί ευφυείς επιχειρηματίες με διεθνή πείρα, όπως ο Τόμας Μπράσσεϋ, ο κατασκευαστής σιδηροδρομικών γραμμών, άρχιζαν να επισημαίνουν ότι η εργασία του καλοπληρωμένου Βρετανού εργάτη ήταν στην πραγματικότητα φτηνότερη από όσο του κούλη, με το εξευτελιστικό του μεροκάματο, γιατί η παραγωγικότητά του ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά τέτοιες παραδοξολογίες δεν είχαν πολλές πιθανότητες να πείσουν επιχειρηματίες γαλουχημένους με την οικονομική θεωρία του «κονδυλίου ημερομισθίων», την οποία θεωρούσαν επιστημονική απόδειξη ότι η αύξηση των ημερομισθίων ήταν αδύνατη και γι’ αυτό και τα συνδικάτα ήταν καταδικασμένα να αποτύχουν.
Το άρθρο 414 του γαλλικού Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε το 1864, κήρυσσε αδίκημα την πρόκληση ή την απόπειρα πρόκλησης ή τη συνέχιση της συλλογικής διακοπής της εργασίας με σκοπό την αύξηση ή την μείωση των ημερομισθίων ή την με οποιοδήποτε τρόπο παρακώλυση της εργασίας, με τη χρήση βίας, απειλών ή απάτης. Ακόμα και εκεί όπου η τοπική νομοθεσία δεν ακολουθούσε αυτό το παράδειγμα, όπως στην Ιταλία, η στάση του νόμου καθοριζόταν σχεδόν πάντα από τέτοια φιλοσοφία.
_______________________
[1] Αποσπάσματα από τα βιβλία του E.J. Hobsbawm, «Η εποχή των άκρων» [εκδόσεις Θεμέλιο, 1997] και «Η εποχή του κεφαλαίου» [Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996].