Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Μαρτυρίες

Η Απόβασις[1]

Ιδιαίτερον ενδιαφέρον και εξόχως δραματικήν πλοκήν εμφανίζουν όσα διεδραματίσθησαν εις την περιοχήν της αποβάσεως, Πεντεμίλι (οδυνηρά ανάμνησις του βυζαντινού Εξαμιλίου), πέντε ακριβώς μίλια δυτικώς της Κυρηνείας. Πρόκειται διά μίαν γραφικήν ακτήν με «πλαζ» και ωραίας επαύλεις. … Ούτε οι πρωταγωνισταί των εκεί συγκρούσεων δεν θα αντελήφθησαν, ίσως, τόσον εναργώς την πραγματικότητα, από τους ευρεθέντας επί της ακτής. Και αυτοί, βεβαίως, δεν ήσαν μόνον οι αποβιβαζόμενοι Τούρκοι στρατιώται, αλλά και μερικαί δεκάδες Ελλήνων, οι οποίοι παρεθέριζον εκεί και συνελήφθησαν υπό των εισβολέων. Αι μαρτυρίαι των είναι συγκλονιστικαί και αποκαλυπτικαί των εξελίξεων από της αυγής της 20 Ιουλίου μέχρι του απογεύματος της 23 του ιδίου μηνός. … Ο Κωσταντίνος Παπαέλληνας[2] αφηγείται:

«Στις 4.45 πμ εξύπνησα από ένα δυνατό τράνταγμα. Όταν εβγήκα έξω, είδα τεράστιες στήλες καπνού από την πλευρά της Κυρήνειας. Ένα αεροπλάνο πολυβόλησε τιν δρόμο μπροστά στο σπίτι μου. Τρέξαμε κι είδαμε ένα ημιφορτηγό «φολξβάγκεν» κτυπημένο έξω από τον δρόμο. Ο οδηγός του ξεψύχησε μόλις ανοίξαμε την πόρτα.

Στην θάλασσα δεν φαινόταν τίποτε, παρά το ότι προσπάθησα με κυάλια να διακρίνω κινήσεις. Σε λίγο ήλθε λαχανιασμένος στο σπίτι μου ένας Έλλην αξιωματικός και εζήτησε να χρησιμοποιήση το τηλέφωνό μου. Στις 5.15 πμ επτά τουρκικά αεροπλάνα επέταξαν ξυστά από τον Πενταδάκτυλο προς την περιοχή της Λευκωσίας, όπου βέβαια δεν ήταν δυνατόν να διακρίνω τί γινόταν. Μου έκαμεν, όμως, εντύπωσιν το ότι ούτε ένας πυροβολισμός δεν ερρίφθη από δικούς μας κατά των αεροπλάνων αυτών …»

Ο εκ Κυρηνείας δικηγόρος, Γεώργιος Κάιζερ, απολυθείς υπό των Τούρκων μετά τετράμηνον σκληράν δοκιμασίαν, αφηγείται ως ακολούθως τα της τουρκικής εισβολής:

«Από νωρίς το πρωΐ, τα τουρκικά πολεμικά πλοία εθεάθησαν κατά μήκος της ακτής της Κυρηνείας, και γύρω στις 5 εξεδηλώθη η επίθεσις από θαλάσσης και αέρος. Κατά την ώρα της εκδηλώσεως της τουρκικής ενεργείας, ευρισκόμουν στο διοικητήριον του 251 Τάγματος Πεζικού, μαζί με αξιωματικούς και άλλους εφέδρους. Το στρατόπεδον αποτελούσε στόχον του ναυτικού και της αεροπορίας των Τούρκων. Ήμεθα τυχεροί διότι δεν εκτυπήθη η αποθήκη του οπλισμού και των πυρομαχικών, που απείχε μόνο 30 μέτρα από το διοικητήριον. Στον ενδιάμεσο χώρο διοικητηρίου και αποθήκης έπεσε μια βόμβα, η οποία, όμως, δεν εξερράγη».

Η πρώτη αποβατική λέμβος έφθασεν εις την ακτήν μόνο περί την 7.15΄ πρωινήν, εξ αυτής δε απεβιβάσθησαν 62 στρατιώται και εξεφορτώθη εις τεραστίων διαστάσεων εκσκαφεύς. Τα διαδραματιζόμενα παρηκολούθουν έντρομοι, όπισθεν των κλειστών παραθύρων των, οι Έλληνες περίοικοι, οι οποόι είχον αφυπνισθή από τον ορυμαγδόν των εκρήξεων και τους φονικούς πολυβολισμούς των αεροπλάνων. Ο Κ. Παπαέλληνας αφηγείται σχετικώς:

«Μέχρι της 9ης πρωϊνής εμέτρησα 50 αφίξεις αποβατικών και υπολογίζω να απεβιβάσθησαν 3.000 περίπου στρατιώται. Όσα διεδραματίζοντο κάτω από το σπίτι μου, τα παρακολουθούσα, φυσικά, με γυμνόν οφθαλμόν, ενώ όσα εγίνοντο εις την θάλασσαν τα έβλεπα με τα κυάλια».

«Εις τας 9.30΄ περίπου το πρωΐ, ακούσαμε άγριες φωνές έξω από το σπίτι μας. Σε λίγο εμπήκαν από παντού άγριοι στρατιώται. Έμοιαζαν σαν υπνωτισμένοι, σαν αφιονισμένοι, με τις κόρες των ματιών σχεδόν χαμένες κάτω από τα βλέφαρα και το ασπράδι να φεγγίζη παράξενα. «Τισσαρί!», δηλαδή «έξω», μας εφώναξαν, ενώ μας έσπρωχναν με τους υποκοπάνους των όπλων. Ένας Τούρκος ήλθε κοντά μου και προτείνοντας το όπλο του μου είπε άγρια με τα σπασμένα αγγλικά του: «Κιλλ γιου»! («Θα σε σκοτώσω!»). Την ίδια στιγμή στην αυλή μου, έφθασε τρέχοντας ένας Τούρκος αξιωματικός και με ρώτησε ασθμαίνοντας: «Ντώυτσλαντ;» Απάντησα «ναι», ότι δηλαδή γνωρίζω γερμανικά. Αφού με ρώτησε τί κάνουμε εκεί και είπα ότι είναι το σπίτι μας, με ρώτησε πάλι γιατί μιλώ γερμανικά. Του απάντησα: «Μα, για τον ίδιο λόγο που μιλάς και συ». Τότε εκείνος μου είπε ότι ο ίδιος μιλούσε γερμανικά επειδή εργάσθηκε στην Γερμανία. «Κι’ εγώ – του απάντησα – τα μιλώ επειδή ο πάππος μου ήταν Γερμανός» - πράγμα που δεν είναι βεβαίως αληθές. «Τότε γιατί δεν μου λες ότι είσαι Γερμανός;» ρώτησε με ικανοποίησι ο Τούρκος. «Γιατί τώρα είμαι Έλληνας», απάντησα. Τότε εξαγριώθηκε και μου λέει: «Έλληνας; Τότε εγώ κιλλ γιου, γιατί εσείς τόσα χρόνια σκοτώνετε τους Τούρκους».

«Μας ωδήγησαν, εμένα, την οικογένειά μου και τους Άγγλους φιλοξενούμενους μας, κοντά στον κύριο δρόμο. Ο γείτονάς μου Μίκης, εκάθητο στην άκρη του δρόμου και όταν μας είδε μου είπε: «Κώστα, θα μας σκοτώσουν. Κοίταξε πώς σκότωσαν τους γείτονές μας» Πράγματι είδα ότι στα σκαλοπάτια τού απέναντι σπιτιού υπήρχαν σκοτωμάνοι δύο γνωστοί μας. Τον παρηγόρησα και του είπα να είναι ψύχραιμος. «Ας μας σκοτώσουν, αλλά τουλάχιστον δεν πρέπει να φανή ότι εκπλιπαρούμε αυτά τα σκυλιά», του είπα».

[1] Διονυσίου Καρδιανού, «ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον»,σελ. 59 επ., εκδόσεις Γ. Λαδιά, Αθήναι 1976.
[2] Κωνσταντίνος Παπαέλληνας: έμπορος, του οποίου η εξοχική κατοικία απέχει μόλις 200 μέτρα από της ακτής όπου απεβιβάσθησαν οι Τούρκοι.