Χειμάρρα[1]
Οι Χειμαρριώτες, λαός του ντουφεκιού, είχανε καταφέρει, ως εκείνο τον καιρό, με την παληκαριά του μονάχα, να κρατήσουν αμόλευτη τη θρησκεία τους, ακέρια την αυτονομία τους και ζωντανό το αίσθημα της λευτεριάς. Τα όμορφα χωριά τους, που ασπρίζαν ανάμεσα από τα ριζοβούνια των Ακροκεραυνίων και τη θάλασσα, ο Αη – Βασίλης, η Νόβιτσα, η Συνίτσα, το Λούκοβο κι’ άλλα, ήτανε μονάχα για τον τύπο κάτω από τον πασά του Δέλβινου, στην πραγματικότητα ζούσαν λεύτερα. Το μίσος του Αλή κατά της Χειμάρρας ήτανε … διπλωματικό. Τον πείραζε, τάχα, η αφοσίωση πούχαν ανέκαθεν οι χριστιανικές αυτές κοινότητες στην οικογένεια του Σελήμ πασά, πούχε θανατώσει ο Αλής – αφοσίωση που διατηρήσανε και στον διάδοχό του πασά του Δέλβινου Μουσταφά. Η αλήθεια ήτανε πως ο Αλής ακολουθούσε ψυχρά, μεθοδικά, πολιτικό σκέδιο: πως επιβουλευότανε την ανεξαρτησία της Χειμάρρας, γιατί αυτή βρισκόταν ανάμεσα από το πασαλίκι του και το πασαλίκι του Δέλβινου, πούθελε να βάλει στο χέρι. Και τί δεν είχε κάμει ο Αλής, από τη στογμή που γίνηκε πασάς στα Γιάννενα, για να τραβήξει τους Χειμαρριώτες από τον πασά του Δέλβινου και να τους πάρει με το μέρος του ! Υποσχέσεις, προσφορές, προτάσεις ελκυστικές, όλα τα είχαν οι Χειμαρριώτες αποκρούσει. Αψηφήσανε και τους πολέμους του. Τόσες φορές τους είχε ριχτεί από στεριά, χωρίς να καταφέρει τίποτα. … Η Χειμάρρα ήτανε γι’ αυτόνε το περιπόθητο πασαλίκι του Δέλβινου. Θάπεφτε τώρα ξαφνικά πάνω στους Χειμαρριώτες απ’ τη θάλασσα. Κι’ ανύποπτους, θα τους τσάκιζε. Οι Γάλλοι μυριστήκανε την ετοιμασία, ρωτήσανε τον Αλή τί εσκόπευε :
- Θα πάει ο Γιουσούφ – τους είπε – να βαρέσει τους κλέφτες, που κάνουνε ζημιές και στο δικό μου το πασαλίκι και στο Δέλβινο.
Είτε το πίστεψαν, είτε όχι, τον αφήσανε να κάμει το κέφι του.
Ξημέρωσε Λαμπρή. Κ’ οι πληθυσμοί, ανύποπτοι, στις εκκλησίες, γιορτάζανε την Ανάσταση του Κυρίου. Ο Γιουσούφ Αράπης, βγαίνοντας, χωρίς να τον πάρουν είδηση, στο Λούκοβο, μοίρασε τους Αρβανιτάδες του στα χωριά, ζώσανε τις εκκλησίες, ορμήσανε μ’ αλαλαγμούς και γυμνά γιαταγάνια, σφάξανε τους χριστιανούς, άντρες, γυναίκες, παιδιά, τους ίδιους τους παπάδες με τ’ άμφιά τους, βάψανε πατώματα κι’ άγιες τράπεζες με το αίμα των πιστών, την ώρα της λειτουργίας, πάνω στην πιο μεγάλη χριστιανική γιορτή. Ύστερα, πήγανε στα σπίτια, κάμανε πλιάτσικο και τάκαψαν. Τέλος, άμα ξημέρωσε, κυνηγούσαν αυτούς πούχανε γλιτώσει τη νύχτα. Τρεις χιλιάδες μακελόκοψαν, άλλοι καήκανε μαζί με τα σπίτια. Από μια μεγάλη ελιά κρεμάσανε μια φαμελιά με δεκατέσσερα πρόσωπα. Και μονάχα στην ίδια τη Χειμάρρα, στην πρωτεύουσα, ειδοποιημένη στο μεταξύ, έσπασε τη μούρη του ο Γιουσούφ Αράπης. Τον δεχτήκανε με το ντουφέκι στο χέρι και τον κάμανε να φύγει. Την ώρα που γύριζε, μετά το μακελειό, στη Σαλαώρα, ξεφωνητά φρίκης απ’ την παραλία δεχτήκανε το στόλο του. Είχε στολίσει τα καΐκια με τα κομμένα κεφάλια των Χειμαρριωτών, αιματοστάλακτα κι’ απαίσια.
Γαρδίκι[2]
Μεγάλο χωριό, σε λόφο ψηλό, είναι το Γαρδίκι. Ρέμα βαθύ το ζώνει από νοτιά κι’ ανατολή. Κ’ ήτανε το κάθε σπίτι του κ’ από ένα μικρό κάστρο, καθώς και σ’ όλα τα αρβανιτοχώρια, το ταραγμένο τούτο καιρό, που πιάνανε οι άνθρωποι πολύ συχνά ντουφέκι μεταξύ τους. Μα ούτε το βαθύ ρέμα, ούτε ο ψηλός λόφος, ούτε τα πρόχειρα ταμπούρια, πούχανε κάμει οι Γαρδικιώτες, δε σταματήσανε το στρατό του Αλή, όσο η συμπόνια του Γιουσούφ Αράπη και του Ταχήρ, που μαντεύανε τί θ’ ακολουθούσε το πέσιμο του Γαρδικιού. Πολεμώντας απ΄ροθημα, οι δύο αυτοί αρχηγοί, φάγανε μπροστά στο Γαρδίκι ένα μήνα, με την ελπίδα να καταφέρουνε τον αλή να δεχτεί για τους Γαρδικιώτες μια συνθήκη ανάλογη μ’ αυτή πούχε κάμει με τους Αργυροκαστρίτες. Αυτός όμως το μυρίστηκε. Και παράγγειλε κρυφά στο Θανάση Βάγια να εκβιάσει την κρίση του αγώνα. Μ’ ένα λυσσασμένο γιουρούσι, κατάφερε, ο πιστός αυτός υπερέτης του, να μπει σε μια συνοικία του χωριού, να φιλοτιμήσει τους άλλους αρχηγούς να πιάσουν μερικά ταμπούρια και ν’ αναγκάσει τους πολιορκημένους να υποβάλουν όρους υποταγής. Είχανε κλειστεί στο Γαρδίκι, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, μαζί με το Μουσταφά πασά κ’ ένα σωρό μπέηδες κι’ αγάδες της Λιαπουριάς, απ’ αυτούς πούχανε κάμει την αμυντική συμμαχία κατά του Αλή. γυρεύανε τώρα να τους αφήσουνε να στείλουνε τις γυναίκες και τα παιδιά τους, ο καθένας στον τόπο του. Ο Μουσταφάς και καμιά εξηνταριά προεστοί, μπέηδες κι’ αγάδες, θα κατεβαίνανε, αβλαβείς και με τ’ άρματά τους, στα Γιάννενα και τέλος όλοι οι άλλοι Γαρδικιώτες θα παίρναν αμνηστεία και θα μπορούσανε να μείνουν στα σπίτια τους, χωρίς να τους πειράξει κανείς. Ο Αλής, όπως κι’ όταν του παραδινότανε το Σούλι, φάνηκε πολύ συμβιβαστικός. Δέχτηκε όλους τους όρους, γιατ’ είχε σκοπό να μη σεβαστεί κανέναν.
…
το «χασμ» – η εκδίκηση – είναι νόμος ιερός, σαν τον παλιό μωσαϊκό : «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» και ν’ ακούει κανένας σ’ αυτόν το νόμο, είναι σα χρέος θρησκευτικό[3]. … Άμα ξημέρωσε, ο Αλής έστειλε ανθρώπους στο Γαρδίκι, να πούνε πως έπρεπε να κατέβει και να παρουσιαστεί μπροστά του όλος ο αρσενικός πληθυσμός του χωριού, από δέκα χρονών κι’ απάνω. Άμα βγήκανε ντελάληδες και φωνάξανε την προσταγή του βεζύρη, νέκρα και πάγος απλώθηκε παντού. Το πιο μαύρο προαίσθημα κυρίεψε τις ψυχές. Οι δρόμοι ερημωθήκανε στη στιγμή. Ο καθένας πήγε στο σπίτι του, στους δικούς του, να ετοιμαστεί και να τους αποχαιρετήσει. Σε λίγο, δυνατό απόσπασμα μπήκε στο χωριό, να τους παραλάβει. Ένας θρήνος σπαραχτικός κι’ ατέλειωτος αντιλάλησε, άμα ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Τα χαρέμια χυθήκαν έξω, να φιλήσουν άντρες, πατέρες, αδερφούς, που τους παίρναν, ο Θεός ήξερε για ποια φριχτή περιπέτεια. Παιδιά χυνόντανε στο λαιμό του πατέρα τους μ’ αναφυλλητά. Εφτακόσοι νέοι, άντρες, γέροι, ακόμα κι’ απ’ αυτούς που σερνόντανε με το μπαστούνι, κατηφορίζανε σε λίγο βουβοί και μαραμένοι, κι’ άμα μακρύνανε καμπόσο κι’ ο θρήνος των γυναικών άρχισε να σβήνει, γυρίσανε πίσω, να ρίξουνε μια ματιά στο χωριό, βέβαιοι πως είναι η τελευταία. … Οι στρατιώτες … τους κλείσανε σ’ ένα χάνι, στου Βαλιαρέ ή Βουβάλα, όλους μαζί, σαν τραγιά, στη μεγάλη μάντρα του. Κι’ απ’ έξω τους φύλαγαν άγρυπνοι σκοποί. Η νύχτα κ’ η άλλη μέρα ως τ’ απόγεμα, πέρασε με την πιο μεγάλη αγωνία. Δεν τους αφήνανε να βγουν από τη μάντρα κι’ ούτε τους λέγανε τί θ’ απογίνει.
Ο Αλής φάνηκε, καμιά φορά, τ’ απόγεμα, να δώσει την πιο φριχτή λύση στο δράμα τούτο της αγωνίας. Ήτανε δεκαπέντε του Μάρτη, μέρα Παρασκευή. … Παράταξε το «μαύρο τάγμα», τους πιστούς Μιρδίτες[4] του. … Τους πρόσταξε να κυκλώσουνε τη μάντρα, ν’ ανεβούνε στους τοίχους και να χτυπήσουν τους κλεισμένους Γαρδικιώτες. Μα κανένας δε σάλεψε απ’ τον τόπο του.
- Πω … δεν ακούσατε, ορέ, τί είπα ;
Και ξανάδωσε την προσταγή. Μα τα ίδια. Τον κοιτάζανε, καρφωμένοι στη θέση τους.
- Δε μιλάτε, ορέ ;
- Βεζύρη αφέντη, αποκρίθηκε τότε κάποιος από τους αξιωματικούς, ας βγάλουμε τους Γαρδικιώτες έξω, ας τους δώσουνε τ’ άρματά τους, ας πάμε στον κάμπο να πολεμήσουμε, σαν άντρες μ’ άντρες, και τότε βλέπεις αν τους σκοτώνουμε ! Μα να τους χτυπήσουμε ξαρμάτωτους και κλεισμένους έτσι, μέσα σ’ ένα μαντρί, δεν πάει στην παληκαριά μας !
Όλο το ιπποτικό «μαύρο τάγμα» επικύρωσε με βουή αυτά τα λόγια. Ο Αλής, μια κοκκίνιζε και μια πρασίνιζε. Άφησε τους Μιρδίτες, μίλησε στους άλλους Τουρκαρβανιτάδες. Μα και κείνοι, φιλοτιμημένοι από τους πρώτους, του αποκριθήκανε πως δεν πάει σε Μουσουλμάνους το έργο που γύρευε να εκτελέσουν. Ο Αλής φρύαξε, φοβήθηκε συνωμοσία μέσα στο στρατό του. Ο άγριος θυμός του, πούβραζε τόσην ώρα, ήταν έτοιμος τώρα να ξεχειλίζει, να ξεσπάσει σε τρομερή τρικυμία. Ο Θανάσης Βάγιας[5], που τον ήξερε καλά, πρόλαβε να μπει στη μέση, με τους Σωπικιώτες του, για να γλιτώσει από ένα τέτοιο ξέσπασμα, τούλάχιστον τους δικούς του :
- Βεζύρη αφέντη, του είπε, μην κάνεις έτσι. Εγώ ‘μια δω. Ας χαλαστούν οι εχθροί σου !
Οι άμοιροι Γαρδικιώτες, που λυώσανε από αγωνία, πίσω απ’ την ψηλή μάντρα, είδαν άξαφνα να καβαλικεύουν τα σαμάρια της, μ’ αλαλαγμούς, πλήθος αρματωμένοι. Καταλάβανε πως ήρθε η τελευταία τους ώρα.
- Έλεος, φωνάζανε, μη μας χαλάσετε !
Και, βλέποντας τους άλλους, ψηλά, στη μάντρα, που γεμίζανε τα ντουφέκια τους, σα να μην ακούγανε τις φωνές, αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο, πάνω στο σάστισμα και την απόγνωση, όποιον λάχαινε σιμά του, και δίνανε το φιλί του συχώριου και του θανάτου. Ο Αλής παρουσιάστηκε, κείνη τη στιγμή, πάνω από τη μάντρα, σ’ ένα λόφο, για να δώσει ο ίδιος, σαν το βασιλιά Κάρολο τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, το σύνθημα της σφαγής. Τράβηξε και τα δυό του πιστόλια. Κι’ αδειάζοντάς τα στο ψαχνό, πάνω στους Γαρδικιώτες – που, στριμωγμένοι απ’ την τρομάρα στα ριζά των τοίχων, ήτανε μια μαύρη μάζα – πρόσταξε με τη βροντερή του τη φωνή :
- Βρας ! (Χτυπάτε).
…
Ούτ’ ένας δε γλίτωσε.
…
Την άλλη μέρα, είδαν οι διαβάτες να καρφώνουνε στην πόρτα της μάντρας μια πλάκα πούλεγε :
«Έτσι να χαθούν όλοι οι εχθροί της γενιάς του Αλή».
[1] Σπύρου Μελά, «Το λιοντάρι της Ηπείρου», σελ. 70-71, της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρης.
[2] Σπύρου Μελά, «Το λιοντάρι της Ηπείρου», σελ. 277 επ., της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρης.
[3] Το Γαρδίκι είχε παλιούς λογαριασμούς με την οικογένεια του Αλή. Η μητέρα του Αλή, η Χάμκω, κόρη δυνατού μπέη της Κόνιτσας, του Ζεϊνέλ, διοικούσε αυταρχικά την φάρα μετά τον θάνατο [1753] του συζύγου της Βελημπέη, από την Καριανή, όπου είχε καταφύγει. Με τους παληκαράδες της κατάφερε ν’ αρπάξει ένα χωριό από τους Γαρδικιώτες. Αυτοί της το φύλαξαν. Μια νύχτα, μπαίνουν πάνοπλοι στην Καριανή, αιχμαλωτίζουν τη Χάμκω, τη Χαϊνίτσα [την αδελφή του Αλή] και τον νεαρό Αλή και τους σέρνουν στο Γαρδίκι. Εκεί μπροστά τον αυριανό τύραννο ατιμάζουν την μάνα και την αδελφή του, όμως την εποχή της καταστροφής του χωριού τους κανένας από αυτούς που είχανε προσβάλει τη Χάμκω και τη Χαϊνίτσα [Σιαχνισιά] δεν ζούσε πια. Κανείς δεν ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που τόσο σκληρά θανάτωσε ο τύραννος.
[4] Οι Μιρδίτες, το ξακουστό «μαύρο τάγμα» του Αλή έφεραν μαύρο αστραχά στους σκούφους και στις επωμίδες τους. Ήταν επίλεκτοι στρατιώτες, ψηλοί και δυνατοί. Το πέρασμά τους σκόρπιζε τρομάρα.
[5] Ο Θανάσης Βάγιας, που τόσο πολύ έχει διασυρθεί από την ελληνική ποίηση, υπηρετούσε τον Αλή, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι χριστιανοί [Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Αθανάσιος Διάκος, Μάρκος Μπότσαρης]. Δεσμός παλιός και συναισθηματικός τον έδενε με το σπίτι του Αλή. Το Βάγιας δεν είναι όνομα, είναι παρατσούκλι. Τον λέγαν έτσι, γιατί ήταν γιος της βάγιας, της παραμάνας του Αλή. Είχε από μωρό αναστηθεί μέσα στην οικογένεια. Το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου ήτανε να νιώθει ευγνωμοσύνη και νάναι πιστός και αφοσιωμένος. Ο Σπύρος Μελάς τονίζει πως ο Βάγιας δεν είχε ποτέ μεταχειριστεί την επιρροή του για να πιέσει τους πατριώτες του, να τους πάρει λεφτά, να ικανοποιήσει προσωπικά μίση.