Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Διπλωματία

Είναι γνωστόν ότι το Βυζαντινόν Κράτος μετήρχετο την διπλωματίαν πάντοτε ως ισχυρόν και αποτελεσματικόν όπλον αμύνης[1] κατά των εχθρών του, παραλλήλως όμως μετήρχετο την διπλωματίαν ως μέσον επιβολής διαφόρων επιδιώξεων των εκάστοτε Αυτοκρατόρων. Ο καθηγητής Σ. Καλογερόπουλος – Στράτης δέχεται τα ακόλουθα διά την βυζαντινήν διπλωματίαν. «Απετέλει η διπλωματία εις το Βυζάντιον την δεσπόζουσαν δύναμιν, η επικυριαρχία της οποίας αναγνωρίζεται γενικώς μέχρι του 6ου μΧ αιώνος»[2]. Ο δε καθηγητής Γ. Τενεκίδης, παρουσιάζων ενδιαφέροντα στοιχεία εις σχετικόν κεφάλαιον, γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Κύριος αντικειμενικός σκοπός της βυζαντινής διπλωματίας ήτο, ως εικός, η άνευ δαπανηρών στρατιωτικών κινητοποιήσεων ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Και οσάκις δεν ήτο δυνατόν να αποφευχθή τελικώς η σύγκρουσις, έπρεπεν η επιλογή της στιγμής της επιθέσεως να ανήκη εις τον Αυτοκράτορα. Τούτο εξηρτάτο εκ της δυνάμεως (δημογραφικής, στρατιωτικής, οικονομικής) και των διαθέσεων των γειτονικών κρατών. Τούτων δε έπρεπε να έχη ούτος ακριβεστάτην γνώσιν. Εντεύθεν το άριστα διηρθρωμένον βυζαντινόν δίκτυον ειδήσεων»[3]. Χαρακτηριστικόν είναι το γραφόμενον του Tafel[4] ότι ακόμη και οι πολεμικώτατοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου εχρησιμοποίουν αργυράς μάλλον ή σιδηράς λόγχας. Ο Αλέξ. Αδ. Κύρου αναφέρει πόσον διδακτική υπήρξεν η βυζαντινή διπλωματική ιστορία και μας δίδει συνοπτικώς λαμπράν εικόνα του ρόλου τον οποίον διεδραμάτισεν η βυζαντινή διπλωματία. Γράφει: «Η τέχνη του διαπραγματεύεσθαι ήτο προωρισμένη να ανακτήση την θέσιν της και σημαντικώτατα να προωθηθή επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της οποίας πλείστοι αυτοκράτορες, καθώς και οι σύμβουλοι και παρακοιμώμενοί των, την εξήσκησαν μετά περισσής επιδεξιότητος. Εκ των μεθόδων, τας οποίας εχρησιμοποίησαν, τρεις υπήρξαν αι σπουδαιότεραι: 1) η συστηματική εξασθένησις των βαρβάρων διά της υποθέλψεως μεταξύ των αντιζηλιών, 2) η εξαγορά της ουδετερότητος, φιλίας ή και πολεμικής συνεργασίας των γειτονικών φύλων διά κολακειών, επιδομάτων ή και συνοικεσίων με βυζαντινάς πριγκιπίσσας και 3) ο εκχριστιανισμός των ειδωλολατρών. Διά του συνδυασμού των τριών αυτών μεθόδων, επέτυχεν ο Ιουστινιανός να επεκτείνη την επιβολήν του εις την Ασίαν και την Αφρικήν, να διατηρήση δε ταυτοχρόνως ησύχους τους λαούς των ακτών της Μαύρης Θαλάσσης και του Καυκάσου. Παρόμοιοι μέθοδοι εχρησιμοποιήθησαν και κατά τα μεταγενέστερα στάδια της Μεσαιωνικής μας Αυτοκρατορίας, όταν η απειλή ήρχετο από τους Βουλγάρους, τους Σέρβους, τους Ούγγρους, τους Ρώσσους ή τους Τούρκους. Αι αγωνιώδεις εξ άλλου προσπάθειαι των αυτοκρατόρων των τελευταίων δυναστειών των Κομνηνών, Αγγέλων και Παλαιολόγων, όπως αντικαταστήσουν την ολοέν και φθίνουσαν στρατιωτικήν ισχύν των με την διπλωματίαν, και αι ειδικώτεραι μέθοδοι, τας οποίας προς τούτο υιοθέτησαν, είχον, συν τοις άλλοις, ως αποτέλεσμα να εισαχθή συστηματικώς πλέον εις την διπλωματικήν πρακτικήν νέον στοιχείον εξαιρετικής σπουδαιότητος. Η ανάγκη της ενδεχομένης εξουδετερόσεως ενός επικινδύνου γειτονικού βασιλέως δι’ ετέρου κατέστησε, πράγματι, απαραίτητον εις τους αρμοδίους της Κωνσταντινουπόλεως όπως ευρίσκωνται καταλεπτώς ενημερωμένοι επί της δυνάμεως, των δυνατοτήτων, των φιλοδοξιών ή των αδυναμιών των εν λόγω ηγεμόνων. Εξ ου και η ανάγκη όπως οι αποστελλόμενοι διπλωματικοί αντιπρόσωποι, όχι μόνον εκπροσωπούν τα συμφέροντα του αυτοκράτορος εις τας ξένας αυλάς και διαπραγματεύωνται επί συγκεκριμένων θεμάτων, αλλά και υποβάλλουν, εις το τέλος της αποστολής των ή και προ τούτου, λεπτομερείς εκθέσεις περί της εσωτερικής καταστάσεως εις τας χώρας αυτάς και περί της εξωτερικής πολιτικής των. Προς επίτευξιν του σκοπού αυτού απητούντο προφανώς και έτεραι ικανότητες, εκτός από τας αναγκαίας εις τους κήρυκας και ρήτορας – διαπραγματευτάς. Είχον, πλέον, καταστή απαραίτητοι και η εξάσκησις οξείας παρατηρητικότητος και η μακρά πείρα και μία απεριόριστος ευθυκρισία. Και συνεπληρώθη ούτως η εικών του διπλωμάτου, ενώ, ταυτοχρόνως, ερρυθμίζετο με σχολαστικήν σχεδόν επιμέλειαν και αι τελευταίαι λεπτομέριαι της αυλικής και διπλωματικής εθιμοτυπίας, οίαι εξαντλητικώς περιγράφονται εις την Έκθεσιν της Βασιλείου Τάξεως του Κώνσταντίνου Πορφυρογεννήτου»[5].

Τα υπάρχοντα στοιχεία πείθουν αναντιρρήτως, ότι υπήρχε σαφώς κεχωρισμένη και δη καλώς ωργανωμένη υπηρεσία ειδικώς ασχολουμένη: α) με την εκπροσώπησιν του Βυζαντίου εις τα τότε γνωστά κράτη (μορφή πρεσβειών)[6] και β) με την ευθύνην της υποδοχής και δεξιώσεως των ξένων επισήμων και επισκεπτομένων την Κωνσταντινούπολιν. Ο καθηγητής Γ. Τενεκίδης παρατηρεί τα εξής σχετικώς: «Διά της λειτουργίας της επί των εξωτερικών σχέσεων υπηρεσίας διεμορφώθησαν πλείστοι θεσμοί, τινές των οποίων υιοθετήθησαν κατόπιν υπό ευρωπαϊκών κρατών. Μεταξύ αυτών: τα διαπιστευτήρια των διπλωματικών αντιπροσώπων, αι προς αυτούς διδόμεναι φανεραί ή μυστικαί οδηγίαι, πλείστα σημεία αφορώντα τους πρέσβεις, οίτινες όμως δεν ήσαν μόνιμοι (ούτε πρέσβεις μέγιστοι – οι οποίοι είχον ειδικήν εξουσιοδότησιν επί ωρισμένων θεμάτων, ως πχ την σύναψιν συνθηκών μη χρηζουσών επικυρώσεως – ήσαν μόνιμοι): το απαραβίαστον αυτών (προνόμια ετεροχθονίας, ετεροδικίας, ατέλειας κτλ)»[7]. Πράγματι, αύτη ήτο η διπλωματική υπηρεσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

[1] K. Roth: Ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού, Αθήναι, 1949, σελ. 56. «Το όπλο αυτό, που συχνά μόνο του έσωσε το κράτος, ήταν η διπλωματία. Πραγματικά στο σημείο αυτό το βυζαντινό κράτος ήταν ανυπέρβλητο και υπήρξεν ο διδάσκαλος όλου του δυτικού κόσμου».
[2] Σ. καλογερόπουλος – Στράτης: Διεθνές Δημόσιον Δίκαιον, Αθ. 1960, έκδ. β΄, τομ. α΄, σελ. 43.
[3] Γ. Τενεκίδης: Δημόσιον Διεθνές Δίκαιον, Αθ. 1959, έκδ. β΄, τομ. α΄, σελ. 60.
[4] G. Tafel: Komnenen und Normannen, Beitraege zur Erforschung ihrer Geschichte in verdeuschen und erlaeuteiten Urkunden des 12ten und 13ten Jahrhunderts. Zweite Ausgabe Stuttgart 1870 πρόλογος, σελ. 13.
[5] Αλ. Αδ. Κύρου: Διπλωματία και Διπλωματική Υπηρεσία, Αθήναι, 1968, σελ. 11.
[6] Διαφωτιστικά στοιχεία παρέχει ο Hardegen εις το ενδιαφέρον βιβλίον του Imperial Politik Koenig Heinrichs II Von England – Haidelberg 1905, τα οποία αφορούν εις δαπάνας των πρεσβειών των Κομνηνών εις το Λονδίνον, αλλά συγχρόνως και των Άγγλων εις το Βυζάντιον κατά τα έτη 1176-1777. Ειδικώτερον οι διασωθέντες λογαριασμοί δίδουν παραστατικήν την εικόνα κατά περιόδους διαφόρων πρεσβειών του Βυζαντίου.
[7] Γ. Τενεκίδης: Ένθ’ ανωτ., σελ. 61.