Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση τα Νέμεα καθιερώθηκαν ως πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες το έτος 573 πΧ και γίνονταν ανά διετία τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Το πρόγραμμα των Νεμέων έμοιαζε περισσότερο με αυτό των αγώνων στην Ολυμπία, τουλάχιστον κατά την πρώιμη περίοδο που δεν περιλαμβάνονταν μουσικοί αγώνες. Μεγαλύτερη έμφαση δινόταν στα καθαρά αθλητικά αγωνίσματα.
…
Ο χώρος[2] και η διοργάνωση των αγώνων αρχικά ελεγχόταν από τη γειτονική μικρή πόλη των Κλεωνών. Όμως κατά τον 4ο αι πΧ πέρασε κάτω από τον έλεγχο του Άργους. πράγματι, συχνά οι αγώνες μεταφέρονταν στο Άργος και εορτάζονταν εκεί παρά στη Νεμέα και μάλιστα για τα ¾ περίπου της διάρκειας της ζωής τους.
Όπως συνέβαινε σε κάθε τόπο στην αρχαιότητα, έτσι και η Νεμέα διέθετε τους δικούς της μύθους. Εξαιτίας του λιονταριού η Νεμέα έγινε γνωστή ως ο χώρος του πρώτου από τους Δώδεκα άθλους του Ηρακλέους. Μετά το στραγγαλισμό του λιονταριού ο Ηρακλής, με τη βοήθεια των ίδιων των νυχιών του θηρίου, αφαίρεσε το δέρμα του, το οποίο θεωρούνταν αδιαπέραστο, και το φορούσε στο εξής ο ίδιος ως πανοπλία. Λέγεται μάλιστα ότι τότε ακριβώς ο Ηρακλής ίδρυσε τους αγώνες, τα Νέμεα, σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους θεούς για τη νίκη του και τους αφιέρωσε στον πατέρα του τον Δία. Αυτή η εκδοχή εντούτοις θεωρείται μεταγενέστερη και δεν απαντάται σε καμιά γραπτή πηγή πριν από τη ρωμαϊκή περίοδο.
Αντίθετα, ένας άλλος μύθος, όχι τόσο γνωστός σήμερα, στάθηκε χωρίς άλλο η αρχαιότερη εκδοχή σχετικά με την ίδρυση των αγώνων. Ο μύθος, που μνημονεύεται σε τραγωδίες του Αισχύλου και του Ευριπίδου[3] αναφερόταν σ’ έναν ιερέα βασιλέα της Νεμέας, τον Λυκούργο και τη γυναίκα του την Ευρυδίκη. Ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες πολλών ετών το βασιλικό ζευγάρι κατάφερε να αποκτήσει ένα γιο. Κατά τη συνήθεια της εποχής ο Λυκούργος κατέφυγε στο Μαντείο των Δελφών για να μάθει πώς θα μπορούσε να εξασφαλίσει με τον καλύτερο τρόπο το ότι ο γιος του θα μεγάλωνε δυνατός και υγιής, ώστε να τον διαδεχθεί στο θρόνο της Νεμέας. Σύμφωνα με το χρησμό της Πυθίας ο Οφέλτης[4] δεν θα ‘πρεπε να πατήσει στο χώμα μέχρι να μάθει να περπατάει.
Με την επιστροφή του στη Νεμέα ο Λυκούργος αγόρασε μια σκλάβα, την Υψιπύλη, στην οποία εμπιστεύθηκε το βρέφος με την αυστηρή εντολή να μην αφήσει το παιδί να αγγίξει το έδαφος. Μια μέρα εντούτοις, καθώς η Υψιπύλη κρατώντας το μωρό περνούσε από τους αγρούς της Νεμέας, έτυχε να συναντήσει τους «Επτά» από το Άργος που πορεύονταν προς τη Θήβα. Της ζήτησαν λίγο νερό και εκείνη, αφήνοντας το μωρό καταγής πάνω σε μια στρώση από αγριοσέλινα, πήγε να τους δείξει την πηγή. Ένα πελώριο φίδι σύρθηκε τότε μέσα από τα αγριοσέλινα και σκότωσε το βρέφος. Οι Επτά θεώρησαν το γεγονός κακό οιωνό για τη δική τους εκστρατεία[5] και γι’ αυτό τέλεσαν επιτάφιους αγώνες προς τιμήν του νεκρού βράφους, στο οποίο και έδωσαν νέο όνομα Αρχέμορος[6], ελπίζοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα εξευμένιζαν τους θεούς.
Αυτός ο μύθος ερμηνεύει με σαφήνεια, γιατί ο στέφανος νίκης στα Νέμεα γινόταν από αγριοσέλινο, γιατί οι ελλανοδίκες φορούσαν μαύρα ενδύματα και γιατί το ιερό άλσος, που περιέβαλλε το ναό του Διός, ήταν από κυπαρίσσια, ένα δέντρο που σχετιζόταν στενά με το πένθος.
…
Οι ανασκαφές στο ιερό του Διός στη Νεμέα αποκάλυψαν ότι μια μάχη «εκ παρατάξεως» είχε διεξαχθεί μέσα στο θρησκευτικό κέντρο κατά το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. πΧ. Η μάχη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του πρώιμου ναού του Διός αλλά και πολλών άλλων κτισμάτων. Εξαιτίας αυτής της καταστροφής οι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες της Νεμέας δεν τελούνταν πλέον στη Νεμέα αλλά μεταφέρθηκαν πιθανώς στο Άργος μέχρι περίπου το 330 πΧ. Τότε ήταν που γύρισαν πάλι οι αγώνες στη Νεμέα και αναγέρθηκε ο σωζόμενος ναός του Διός, καθώς επίσης ο «Ξενών», τα Λουτρά, το Στάδιο και άλλα κτίσματα. Φαινεται πιθανό ότι εκείνο το νέο οικοδομικό πρόγραμμα στη Νεμέα ήρθε ως συνέπεια της πολιτικής του Φιλίππου του Μακεδόνος και του γιου του Αλέξανδρου μετά τη νίκη τους επί των υπολοίπων Ελλήνων στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 πΧ. Βέβαια δεν θα ήταν παράδοξο να ισχυριστεί κανείς ότι η ιδέα τους για μια «Συμμαχία Ελληνικών Εθνών» που θα συνερχόταν σε τακτό χρόνο σε πανελλήνιες εορταστικές εκδηλώσεις είχε ως αποτέλεσμα την ανασύσταση της λειτουργίας των πανελλήνιων κέντρων. Για τη Νεμέα αυτή η ανασύσταση αποτέλεσε μεγάλο εγχείρημα της μακράς απουσίας των αγώνων από το χώρο και της παραμέλησής του.
Τα Νέμεα δεν παρέμειναν επί πολύ στη Νεμέα, αφού κατά το 270 ή 260 πΧ είχαν ήδη μεταφερθεί στο Άργος και δεν επρόκειτο ποτέ να επιστρέψουν στη Νεμέα παρά μόνο με μια εξαίρεση. Ήταν το 235 πΧ, όταν ο Άρατος ο Σικυώνιος, εχθρός του Άργους εκείνη την εποχή, οργάνωσε «εναλλακτικά» Νέμεα στη Νεμέα και απέκλεισε το Άργος.
Παρήγγειλε στους αθλητές, που σκόπευαν να λάβουν μέρος στα Νέμεα, να έρθουν στους δικούς του αγώνες και όχι σ’ αυτούς του Άργους. Οι αθλητές τότε βρέθηκαν σε δίλημμα, αφού ήταν βέβαιοι ότι τα Νέμεα στο Άργος θα αποτελούσαν λογικά τους επίσημους αγώνες και ότι μια πιθανή νίκη τους στη Νεμέα δεν θα καταγραφόταν. Όσοι όμως αποπειράθηκαν να αγωνιστούν στο Άργος αιχμαλωτίστηκαν από τον Άρατο και πουλήθηκαν ως δούλοι. Ο Πλούταρχος χαρακτήρισε αυτό το γεγονός ως τη μεγαλύτερη παραβίαση της ιερής εκεχειρίας που είχε συμβεί ποτέ.
Λίγο χρόνο μετά από εκείνο το επεισόδιο ο Άρατος και το Άργος ρύθμισαν τις διαφορές τους και σύναψαν συμμαχία. Τα Νέμεα από κει και πέρα και για το υπόλοιπο της αρχαιότητας εορτάζονταν στο Άργος, η ίδια δε η Νεμέα βαθμιαία ερημώθηκε. Την εποχή της επίσκεψης του Παυσανίου στα μέσα του 2ου αι. μΧ, η στέγη του ναού του Διός είχε ήδη καταπέσει και η Νεμέα αποτελούσε αρχαίο ερείπιο.
[1] του καθηγητή στο πανεπιστήμιο Μπέρλεϋ της Καλιφόρνιας και δ/ντη των ανασκαφών στη Νεμέα, Στέφεν Μίλλερ, από την ειδική έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού «το Πνεύμα και το Σώμα», Αθήνα 1989.
[2] Η θέση της Νεμέας, στα ανατολικά χαμηλά υψώματα των αρκαδικών ορέων, στο ενδιάμεσο διαφορετικών πολιτικών οντοτήτων [Κορινθία, Αργολίδα, Αρκαδία], εν είδη ουδέτερου εδάφους, καθώς και το δροσερό της κλίμα την περίοδο του θέρους, μπορεί να συνέτειναν στην επιλογή της ως πανελλήνιου αθλητικού κέντρου.
[3] διασώζεται μόνο ένα σχετικό απόσπασμα από τραγωδία του Ευριπίδη.
[4] Οφέλτης ονομαζόταν το παιδί.
[5] δικαίως, όπως αποδείχθηκε, αργότερα.
[6] Αρχέμορος = αρχή του μοιραίου