Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

το λογοτεχνείν εστί φιλοσοφείν

Μοναχικό ταξίδι στα Κύθηρα[1]

Εκείνο το βράδυ, το λιμάνι ήταν συννεφιασμένο και σταχτί – όπως είναι όλα τα λιμάνια την ημέρα της αναχώρησης. Ακόμα για μια φορά, έφευγα από τη μονοτονία της αθηναϊκής ζωής μου. Πήγαινα σε κάποιο νησί, όπου με περίμενε απασχόληση πιο πληχτική ακόμα. Δυο φίλοι αγαπητοί με ξεπροβόδισαν στο βαπόρι : ο στατικός κι ο κινητικός. Κι οι δυο τους ζουν κολλημένοι σαν στρείδια πάνω στους βράχους της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού. Δεν ταξίδεψαν ποτέ. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να έχουν κατασταλαγμένες γνώμες για τα ταξίδια και τις περιπέτειές τους.

Ώσπου το βαπόρι να σαλπάρη, ξαπλωθήκαμε σε τρεις πολυθρόνες, στο κατάστρωμα. Και σιωπηλοί, χαιρόμαστε τη ρωμαλέα ποίηση του βραδινού λιμανιού. Ο σύνθετος αυτός οργανισμός της ζωής μέσα στο στενάχωρο υδάτινο χώρο, είναι σαν πρόλογος ηδονικής προσμονής, προτού ανοίξη η αυλαία του δράματος της φυγής.

- Αγαπημένε φίλε, μου είπε άξαφνα ο κινητικός ξεπροβοδιστής μου. Συλλογίστηκα πως ένα καλό βιβλίο, είναι ο χρησιμότερος σύντροφος του ταξιδιώτη. Έχοντας τη γνώμη πως οι επαγγελματικές σου ασχολίες δεν σε αποκτήνωσαν ακόμα εντελώς, δεν σου έφερα τον Μπαίντεκερ. Ίσως, ακολουθώντας την περί τεξιδίων θεωρία μου, θα ‘πρεπε να σου πρόσφερα κανένα τόμο του Τζακ Λάντον, του Λοτί, του μοράν, ή και του Ιουλίου Βερν. Μα προτίμησα να σου χαρίσω αυτό το βιβλιαράκι του Αλλαίν Φουρνιέ : «το «Μεγάλο Μωλν. Όπως θα δης, δεν είναι ανάγκη να ξεκινήση κανείς για μακρινούς ορίζοντες αν θέλη να βρη την περιπέτεια. Αρκεί να ξεφύγη, έστω κι ένα μίλι, από το σταύλο και το παχνί του. Το ασυνήθιστο, το παράξενο, το φανταστικό, είναι δυο βήματα από την πόρτα σου. Φίλε μου, είσαι ευτυχισμένος που ταξιδεύεις …

Πήρα το βιβλίο. Κι ευχαρίστησα μ’ ένα κίνημα του κεφαλιού.

- Την ίδια σκέψη με τον αγαπητό συμφίλο είχα κι εγώ, είπε ο στατικός. Δεν σου έφερα τα έργα του Εστωνιέ. Η ευτυχία στην ακινησία δεν είναι το δυνατότερο ατού της θεωρίας μας. Προτίμησα τους «Καταχτητές» του Μαλρώ. Σ’ αυτό το θαυμαστό βιβλίο, θα ιδής πως καμιά φυγή δεν μπορεί να πνίξη την αρρώστια της εποχής μας : δηλαδή την ανήσθχη ανία της ανθρώπινης ψυχής. Ίσως μονάχα ο θάνατος να μας χάριζε τη λήθη και την ανυπαρξία. Μα οι θρησκείες, με τις μεταφυσικές προεκτάσεις της επίγειας ζωής, κλόνισαν μέσα μας το στερνό αυτό νόημα.


- Σας ευχαριστώ, φίλοι μου, είπα παίρνοντας και το δεύτερο βιβλίο. Ίσως να ‘χετε κι οι δυο σας δίκιο. Μα αυτό, ούτε η λογική ούτε ο χρόνος μπορούν να το αποδείξουν. Εγώ, όταν ταξιδεύω, προτιμώ ν’ αφήνω το σώμα και την ψυχή μου να παρασέρνουνται άβουλα από τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Κι όταν νιώθω μεγάλη ανία, διαβάζω κανένα βιβλίο μάλλον μη σοβαρό.

Κι έβγαλα, από την τσέπη μου, τις «Περιπέτειες του Μπαλτάζαρ» του Μωρίς Λεμπλάν.

Η σφυρίχτρα του βαποριού γέμισε τ’ αυτιά μας βοή και τα ρούχα μας πιτσιλάδες. Έτοιμοι προς αναχώρησιν ! Οι δυο φίλοι μου με χαιρέτησαν. Κι έφυγαν.

- Επί τέλους μόνοι ! όπως λέν στα γαλλικά ρομάντζα.

[1] Απ’ το «Μεγάλο Συναξάρι» του Μ. Καραγάτση, σ. 71-72, Εστία, Αθήνα 1996.